20 Sep
20Sep

Για τους δικούς του ο Βασίλης, για τα παιδιά του μπαμπάς και για εμάς kill Bill! Την Κυριακή που μας πέρασε είδαμε όλοι να πατιέται το κουμπί και η φανέλα με το no 7 να υψώνεται στον ουρανό του ΣΕΦ και η στιγμή αυτή να αγγίζει μέχρι και τον πιο αλύγιστο. Με αφορμή τη μεγάλη γιορτή πάμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο μαζί με τον Βασίλη Σπανούλη.

Ο Ολυμπιακός λοιπόν αφιέρωσε μια λαμπρή τελετή , η οποία πρόταξε τα σημαντικότερα συστατικά στοιχεία που καθόρισαν την σχέση των «ερυθρολεύκων» με τον μεγαλύτερο μπασκετμπολίστα που φόρεσε την φανέλα τους. Ένας από τους ευληματικότερους παίκτες του Ευρωπαϊκού μπάσκετ αποχαιρέτησε το κοινό του σκορπίζοντας συγκίνηση σε μικρούς και μεγάλους και μας έκανε να ταξιδέψουμε σε αναμνήσεις που ίσως να είχαμε καταχωνιάσει βαθιά στην μνήμη μας.


Η ανάρτησή του λιτή, σκιαγραφεί την ταπεινότητα αυτού του μεγάλου θρύλου: «Συγκίνηση, περηφάνια, ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που βίωσα αυτές τις δύο μέρες, σεβασμός και αγάπη! Υπάρχει πολύ μεγάλο δέσιμο ανάμεσα σε μένα και τον οργανισμό, αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος και πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με συναισθήματα που αντανακλούν και στις δύο πλευρές», έγραψε στα σόσιαλ μίντια ο Βασίλης Σπανούλης, πριν αποχωρήσει από το Φαληρικό Στάδιο και ξαναμπεί στο πετσί του ρόλου του προπονητή του Περιστερίου.

Με αφορμή λοιπόν αυτήν την νύχτα πάμε να κάνουμε ένα ταξίδι στην ζωή του 41 χρόνου θρύλου. O Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα το 1982. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, αυτό που ήθελε από μικρός είναι να παίζει με τους φίλους του στις αλάνες. Η κυρία Γεωργία και ο κύριος Θανάσης, άφηναν τον μικρό Βασίλη να παίζει ως αργά. Αλλά πάντα του έδειχναν τον σωστό δρόμο. Από μικρό παιδί ήταν λάτρης της πίεσης. «Δεν είναι κάτι που μου έμαθαν, αλλά έτσι γεννιέσαι. Έτσι σε έκανε η μάνα σου που λέμε», όπως δήλωσε ο ίδιος. Τα πρώτα του χρόνια ως παιδί ήταν απλά. Με έντονο το στοιχείο της γειτονιάς, με φίλους, μετά τα μαθήματα, το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο, έπαιζαν στις αλάνες, κάτι που δυστυχώς δεν το έχουν τα σημερινά παιδιά. «Αυτό με έκανε πιο σκληρό, πιο ανταγωνιστικό και πιο μαχητή. Μαθαίνεις να επιβιώνεις όταν μεγαλώνεις έτσι. Θυμάμαι ότι με ενοχλούσε πολύ όταν κάποιος με κέρδιζε, όταν κάποιος ήταν καλύτερος από εμένα. Με ενοχλούσε όταν κάποιος πίστευε για εμένα ότι δεν μπορώ να καταφέρω κάτι. Τότε, μου έμπαινε η επιθυμία να του αποδείξω το εντελώς αντίθετο. Κάτι που το έχω μέχρι και σήμερα».

Η πρώτη του επαφή με το μπάσκετ ήταν στα 8 του χρόνια. Εκεί που όλη του η τάξη έπαιζε ποδόσφαιρο, ο Βασίλης ασυναίσθητα έπαιζε μπάσκετ. Από μικρός είχε κάποιες κινήσεις έμφυτες, που δε του είχε έμαθε κανείς και τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση με την πορτοκαλί μπάλα. Άρχισε να παίζει σιγά-σιγά και 12 χρονών πήγε σε μία ομάδα, λεγόταν ΕΑΛ, και δεν τον έβαζαν να παίξει και εκείνος εκνευρισμένος έφυγε. «Είπα στην μητέρα μου ότι θα παίζω έξω στο σχολείο, μου αρέσει περισσότερο. Την επόμενη χρονιά, 13 χρονών, πήγα στον Γυμναστικό σύλλογο Λάρισας, μία εξαιρετική ακαδημία, όπου μου έδωσαν την ελευθερία να αρχίσω να δείχνω το ταλέντο μου".
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του λοιπόν στις ομάδες εφήβων του Γυμναστικού και του Κεραυνού στη Λάρισα, παίζοντας από το 1994 έως το 1999. Το ντεμπούτο του στην επαγγελματική κατηγορία το έκανε το 1999, σε ηλικία 17 ετών, με τη Λάρισα. Μετά από δύο σεζόν στην ομάδα της Λάρισας, υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με το Μαρούσι, το οποίο αγωνιζόταν στην Α1, στο EuroChallenge και αργότερα στο ULEB Eurocup. Στο Μαρούσι παρέμεινε έως το 2005. Ο Σπανούλης βοήθησε το Μαρούσι να φτάσει στον τελικό Κυπέλλου Ελλάδας, χωρίς να το κατακτήσει. Όμως, ήταν μία μεγάλη επιτυχία για την ομάδα, καθώς πρώτη της φορά συμμετείχε σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας.

Η σεζόν 2003-04, ήταν καλύτερη, καθώς οδήγησε την ομάδα του μέχρι τον τελικό των πλέι οφ, χάνοντας τον τίτλο από τον Παναθηναϊκό. Τον τελικό του Euro Challenge, τον κέρδισε η Ούνικς Καζάν. Είχε άλλη μία προσωπική επιτυχία, καθώς ονομάστηκε ο Πιο Βελτιωμένος Παίκτης της χρονιάς στην Α1. Ωστόσο, εκείνη τη χρονιά έγινε και NBA Ντραφτ, στον δεύτερο γύρο από τους Ντάλας Μάβερικς. Το 2004, έκανε και το ντεμπούτο του στην Εθνική Ελλάδας, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Αγωνίστηκε στο All - Star Game και βρέθηκε στην καλύτερη πεντάδα της Α1. Η σεζόν αυτή, ήταν καλύτερη από τις προηγούμενες, Βοήθησε το Μαρούσι να καταταγεί δεύτερο στην κανονική περίοδο στην Α1 και βγήκε και ο 6ος καλύτερος Ευρωπαίος ρούκι, για το Eurocup. Κάποιοι Ευρωπαίοι φίλαθλοι άρχισαν να τον αποκαλούν «Ο Έλληνας Στιβ Νας», μετά από αυτή τη χρονιά. Επίσης η σεζόν 2004-05, ήταν εξαιρετική για αυτόν καθώς βοήθησε τα μέγιστα την ομάδα του, στα τελικά του Πρωταθλήματος και το ULEB Eurocup.

Μετά την πάρα πολύ καλή χρονιά που προηγήθηκε με το Μαρούσι, υπέγραψε τριετές συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό, έναντι 1,6 εκατομμυρίων ευρώ. Με τον Παναθηναϊκό, την πρώτη του σεζόν, 2005-06, κέρδισε και το πρωτάθλημα και το κύπελλο. Και αυτή τη χρονιά συμμετείχε στο All-Star Game και βρέθηκε στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος. Επίσης, βρέθηκε στην καλύτερη δεύτερη πεντάδα της Ευρωλίγκας για εκείνη τη σεζόν. Στο τέλος της σεζόν, ψηφίστηκε από τη FIBA Europe ως ο 7ος καλύτερος Ευρωπαίος στον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου και το NBA), στην ψηφοφορία του Βραβείου FIBA Europe Πολυτιμότερος Παίκτης με πολλούς φίλαθλούς στην Ευρώπη, άρχισαν να τον αποκαλούν «Ευρωπαίο Κόμπι».

Τον Ιούλιο του 2006, έγινε ο τέταρτος Έλληνας στο ΝΒΑ, υπογράφοντας προσύμφωνο με τους Χιούστον Ρόκετς με συνολικές απολαβές από το συμβόλαιο στα 5.832.000 δολάρια ενώ οι Χιούστον πλήρωσαν και τη ρήτρα από το συμβόλαιο του. Το πόσο του συμβολαίου του τον κατέστησε τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη του δεύτερου γύρου των ντραφτ. Στις 19 Αυγούστου του 2007 επιστρέφει στον Παναθηναϊκό, υπογράφοντας τριετές συμβόλαιο. Το 2009 κατέκτησε με την ομάδα του Παναθηναϊκού το Τριπλ Κράουν. ενώ στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας εκείνης της χρονιάς, που διεξήχθη στο Βερολίνο, αναδείχθηκε MVP του φάιναλ φορ. Επίσης αναδείχθηκε και MVP της Α1. Με το πέρας της σεζόν, μία ακόμα διάκριση ήρθε στον Σπανούλη, αφού ανακηρύχθηκε Αθλητής των Βαλκανίων για το 2009, ένα βραβείο που δίνεται στον καλύτερο παίκτη, που αγωνίζεται στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων. Ο Σπανούλης σημείωσε πολλές επιτυχίες με τον Παναθηναικό ώσπου το 2010 έκανε την ανατροπή που δεν περίμενε κανείς. Μια ανατροπή που μετρά 11 χρόνια επιτυχίας. Ο Σπανούλης υπέγραψε με τον Ολυμπιακό.

Το βράδυ της 11ης Ιουλίου του 2010, ο Ολυμπιακός ανακοίνωνε την απόκτηση του Βασίλη Σπανούλη. Μια κίνηση των Αγγελόπουλων, η οποία αποδείχτηκε η μεγαλύτερη στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλάζοντας πλέον όλα τα δεδομένα σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν, οι Πειραιώτες κατέκτησαν δύο ευρωλίγκες, ένα διηπειρωτικό, τρία πρωταθλήματα ένα Κύπελλο, είχαν παρουσία σε τρεις τελικούς Ευρωλίγκας και έζησαν αμέτρητες μεγάλες στιγμές.

Το καλοκαίρι του 2011 ήταν από τα δυσκολότερα στην ιστορία του τμήματος μιας και οι Παναγιώτης και Γιώργος Αγγελόπουλος ανακοίνωσαν την αποχώρηση τους από την ΚΑΕ αηδιασμένοι για όσα συνέβαιναν στο ελληνικό μπάσκετ. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που άλλαξαν όλα.

Ο κόσμος του Θρύλου έδειξε με κάθε τρόπο πως ήθελε τους Παναγιώτη και Γιώργο Αγγελόπουλο στο τιμόνι της ομάδας με τους ιδιοκτήτες της ΚΑΕ να αλλάζουν τα πάντα εκείνο το καλοκαίρι. «Δεν φοβήθηκα ποτέ, ούτε στιγμή. Έχω μεγάλη αυτοπεποίθηση και έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Άλλαξε ριζικά το σχέδιο και η πολιτική της διοίκησης και πήγαμε σε άλλο μοντέλο ομάδας και αυτό έφερε φοβερές επιτυχίες σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σίγουρα το δεύτερο μοντέλο, αυτό που ήρθε από το 2012 και μετά, μου ανατέθηκε ένας ρόλος που από παιδί ήθελα να έχω, με πάρα πολλές ευθύνες, επιζητώ ευθύνες, επιζητώ κίνητρο, επιζητώ πίεση. Τα θέλω όλα αυτά. Αυτό το νέο μοντέλο μου τα έδινε όλα αυτά. Η πρόκληση και το κίνητρο αυτό, με ανέβασαν σε μεγάλο βαθμό, μου τα έδωσαν όλα σε υπερθετικό βαθμό».

Και τότε ήταν που οι τίτλοι άρχισαν να πιάνουν λιμάνι ο ένας μετά τον άλλο. Η μια μεγαλύτερη στιγμή διαδεχόταν την άλλη: «Ο Ολυμπιακός είναι η δεύτερη οικογένεια μου. Μετά το σπίτι μου, ο Ολυμπιακός είναι η άλλη μου οικογένεια. Έχω δεθεί με κάθε τρόπο με αυτή την ομάδα, συναισθηματικά με γεμίζει η ομάδα. Είμαι υπερήφανος που είμαι μέρος και όλα αυτά τα χρόνια αρχηγός αυτού του τεράστιου συλλόγου που λέγεται Ολυμπιακός» είπε για όσα ακολούθησαν.

Σημαντική φυσικά είναι και η συμβολή του στην ομάδα της Εθνικής Ελλάδος, με την κατάκτηση του δεύτερου χρυσού μεταλλίου στην ιστορία της στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2005. Σημαντικότερη ήταν, όμως, η προσφορά του στο ασημένιο μετάλλιο, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006, σημειώνοντας δε 22 πόντους, σε εκείνο το αξιομνημόνευτο παιχνίδι, στα ημιτελικά της διοργάνωσης κόντρα στις ΗΠΑ, το οποίο και είχε κερδίσει η Ελλάδα, με 101-95. Κατέκτησε και ένα χάλκινο μετάλλιο, στο Ευρωμπάσκετ του 2009, και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.

Ο Σπανούλης λοιπόν μετρά συνολικά 7 πρωταθλήματα Ελλάδος (3 με τον Ολυμπιακό και 4 με τον Παναθηναϊκό ), 4 κύπελλα Ελλάδος (1 με τον Ολυμπιακό και 3 με τον Παναθηναϊκό), 3 πρωταθλήματα ΕUROLEGUE (2 με τον Ολυμπιακό και ένα με τον Παναθηναϊκό, δύο φορές φιναλιστ με τον Ολυμπιακό,1 Τριπλ Κράουν με τον Παναθηναϊκό (2009)  και 1 Διηπειρωτικό με τον Ολυμπιακό (2013).

Αυτά ήταν μερικά από τα highlights της καριέρας του Βασίλη Σπανούλη, αν και θα μπορούσαμε να γράφουμε για ώρες και να μιλάμε για χρόνια για αυτόν τον παίκτη. Πέρα από κάθε τίτλο, κάθε διάκριση και κάθε ομάδα είναι ένας αθλητής που τιμά τις αρχές του αθλητισμού και έχει γραφτεί στην ιστορία του μπάσκετ δικαίως. «Kill Bill» σε ευχαριστούμε για όλες τις στιγμές που μας χάρισες!  






 

Σχόλια
* Το e-mail δεν θα δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα.