Ο Γκουστάβο Μαντούκα μίλησε αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και στον Θανάση Σχοινά για την σπουδαία καριέρα τους ως ποδοσφαιριστής, τα χρόνια του στην ΑΕΚ, το «θαύμα» του ΑΠΟΕΛ, αλλά κα το νέο του επαγγελματικό βήμα ως ατζέντης ποδοσφαιριστών/προπονητών.
Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί 17 ετών να αφήσει την πατρίδα του, τη Βραζιλία για να κυνηγήσει το όνειρο του στη μακρινή Φινλανδία; Πώς είναι να ζεις τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας σου απέναντι στη Μίλαν του Κακά και στη Ρεάλ του Κριστιάνο Ρονάλντο;
Τι σημαίνει να οδηγείς μια ομάδα, έναν ολόκληρο λαό στα «αστέρια»; Τι χρειάζεται για να ξεπεράσει μια ομάδα τα στενά όρια της χώρας της και να πρωταγωνιστήσει στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου;
Τις απαντήσεις σε αυτές τις ρητορικές ερωτήσεις έρχεται στο Mpaladofatses.gr να δώσει ο Γκουστάβο Μαντούκα. Ο Βραζιλιάνος πρώην μεσοεπιθετικός με ειλικρίνεια και απλότητα «ανοίγει» την καρδιά του, κάνοντας τον καθένα από εμάς συμμέτοχο στο «ταξίδι» της ποδοσφαιρικής του ζωής. Ένα ταξίδι γεμάτο πίστη, πάθος και στιγμές που μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να γεννήσει.
Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο και ο Γκουστάβο Μαντούκα με επιμονή και μεθοδικά βήματα «άνοιξε» τους δρόμους των θαυμάτων.
Πως ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;
«Γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο. Δεν μπορώ να θυμηθώ, ξεκίνησα πολύ νωρίς να παίζω στα 5 μου. Τον χρόνο που μπορούσα να πάω σε μια ακαδημία. Η ομάδα αυτή ήταν κοντά στην πόλη μου και την έλεγαν Κρισιούμα και είναι μια ομάδα που βρίσκεται συνέχεια ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη κατηγορία της Βραζιλίας. Έχουν πολύ καλές ακαδημίες από την εποχή που ήμουν μικρός, οπότε ξεκίνησα εκεί.
Επίσης στη Βραζιλία παίζουμε πολύ φούτσαλ, είναι κάτι που είναι μέρος της κουλτούρας μας από όταν ήμασταν μικροί. Ειδικά όταν ήμουν 12 ετών έπαιζα πολύ φούτσαλ. Γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο και είχα ως στόχο από την αρχή να γίνω ποδοσφαιριστής».
Πότε αντιλήφθηκες ότι θα έπαιζες ποδόσφαιρο επαγγελματικά και όχι απλά για διασκέδαση στο φούτσαλ;
«Νομίζω αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Όταν είσαι νέος είναι μεγάλη πρόκληση, είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Δεν είναι σίγουρο ότι θα γίνει κανείς επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε πως κάθε ομάδα έχει σε κάθε ηλικιακή κατηγορία τουλάχιστον 25 παίκτες. Από αυτούς τους 25 ο καθένας ξεχωριστά θέλει να γίνει επαγγελματίας και στο τέλος ένας, δύο, ή τρεις από αυτούς καταφέρνουν να παίξουν σε ένα καλό επίπεδο. Είχα την ελπίδα, το όνειρο να γίνω ποδοσφαιριστής.
Έκανα πολλές θυσίες στη ζωή μου, έφυγα από το σπίτι μου πολύ νέος, όταν ήμουν 13 ετών. Στα 17 έφυγα από τη χώρα μου για να κυνηγήσω το όνειρο μου, να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ποτέ όμως δεν είχα την σιγουριά ότι θα τα καταφέρω. Προχωρούσα βήμα – βήμα και τα πράγματα συνέβησαν και ευχαριστώ τον θεό που έγιναν όλα με ένα θετικό τρόπο για εμένα. Κατάφερα όχι μόνο να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά να παίξω και σε ένα καλό επίπεδο. Νιώθω πολύ ευλογημένος για αυτό. Αλλά είναι δύσκολο να καταλάβεις αν θα γίνεις ή όχι επαγγελματίας όταν είσαι νέος».

Πώς πήρες την απόφαση να φύγεις από τη Βραζιλία για να πας στην Ευρώπη σε τόσο νεαρή ηλικία και μάλιστα για να παίξεις ποδόσφαιρο στη Φινλανδία που δεν είναι μια χώρα με παράδοση στο ποδόσφαιρο;
«Να σου πω την αλήθεια, ειδικά εκείνη την εποχή, το 1998, δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε βιντεοκάμερες για να μιλάς με την οικογένεια σου, ούτε κινητά που μπορούσες να κάνεις μετάφραση, γιατί εκείνη την περίοδο δεν μιλούσα αγγλικά ούτε κάποια άλλη γλώσσα εκτός από Πορτογαλικά. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Αλλά μπορώ να σου πω ότι αισθάνομαι πολύ έντονα μέσα μου ότι ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για εμένα για να κάνω το κάτι διαφορετικό. Ήμουν 17 και μου έδινε την πιθανότητα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ο πατέρας μου στην αρχή ήταν λίγο σκεπτικός, μου έλεγε « Τι σκέφτεσαι, τι πας να κάνεις, είσαι τρελός; Τι πας να κάνεις στη Φινλανδία, υπάρχει ποδόσφαιρο εκεί;» Αλλά στο τέλος του είπα ότι είναι μια ευκαιρία, είναι ένα ρίσκο, ακόμα και το να ξεχωρίσεις από 25 παιδιά σε μια ακαδημία είναι ρίσκο.
Έτσι είναι η ζωή, ήθελα να πάω, ήθελα να προσπαθήσω, ήθελα να ζήσω αυτή την εμπειρία, αυτή την πρόκληση και να δω πως θα πάει. Ευτυχώς πήγε καλά, έκατσα για ένα χρόνο εκεί, κατάφερα να παίξω για την καλύτερη ομάδα στη Φινλανδία, η οποία είναι η Ελσίνκι, και κατά τύχη ή όχι εκείνη η χρονιά ήταν η πρώτη που μια ομάδα από τη Φινλανδία προκρίθηκε στη φάση των ομίλων του Champions League. Και αυτό το γεγονός μου έδωσε προβολή και εμένα, παρά το γεγονός πως δεν έπαιξα πολλά παιχνίδια. Ήμουν όμως μέλος της ομάδας, ήμουν στον πάγκο και μου άνοιξε την πόρτα να πάω στην Πορτογαλία μετά, οπότε δούλεψε τέλεια για εμένα».
Πως ήταν η μετάβαση από τη Φινλανδία στην Πορτογαλία;
«Ήταν φανταστική! Η εμπειρία στη Φινλανδία ήταν πολύ δύσκολη για εμένα, εντελώς διαφορετική από τη χώρα μου. Ήμουν νέος, η γλώσσα ήταν διαφορετική, ο καιρός ήταν διαφορετικός, το φαγητό ήταν διαφορετικό, όλα ήταν διαφορετικά. Όταν πήγα στην Πορτογαλία, ένιωθα σαν να ήμουν στη Βραζιλία. Η γλώσσα ήταν η ίδια, το φαγητό παρόμοιο, ήταν πολύ πιο εύκολη η προσαρμογή για εμένα. Ήταν φανταστικά!»

Τα πρώτα χρόνια σου στην Πορτογαλία έπαιξες σε ομάδες της δεύτερης κατηγορίας, ώσπου να πας στην Μαρίτιμο που ήταν το «εισιτήριο» σου για την Μπενφίκα. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
«Ήταν τα χρόνια που μεγάλωσα και εξελίχθηκα πολύ. Ήμουν νέος, έφτασα στην Πορτογαλία στα 18 μου και το να παίζω στη δεύτερη κατηγορία με προετοίμασε πολύ καλά, επειδή έπαιζα πολλά παιχνίδια στις ομάδες από τις οποίες πέρασα. Η δεύτερη κατηγορία της Πορτογαλίας είναι μια δύσκολη, σκληρή κατηγορία. Σήμερα είναι καλύτερες οι συνθήκες, αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα κατάλληλα γήπεδα, οι κατάλληλες συνθήκες να δουλέψεις. Ήταν όμως μέρος του μεγαλώματος μου και της εξέλιξης μου ως ποδοσφαιριστής. Έμαθα πολλά και μου έδωσε πολλά, ώστε να είμαι έτοιμος για την επόμενη πρόκληση της καριέρας μου.
Το καλό στη ζωή μου είναι ότι προχωράω πάντα βήμα – βήμα, δεν κάνω μεγάλα άλματα και αυτό δημιουργεί μια σταθερή βάση στα βήματα μου. Ακόμα και στις ομάδες της δεύτερης κατηγορίας της Πορτογαλίας, όταν έπαιζα, κάθε χρόνο γινόμουν καλύτερος και έπαιζα σε καλύτερη ομάδα, με καλύτερες συνθήκες. Ποτέ δεν επιστρέφω στις χειρότερες συνθήκες στη ζωή μου. Αυτός είναι ένας σημαντικός κανόνας για εμένα. Κάθε βήμα το οποίο κάνω, νιώθω έτοιμος για αυτό και αυτό με βοηθάει να φτάνω εκεί που θέλω. Η εμπειρία αυτή ήταν μέρος της εξέλιξης μου και είμαι πολύ χαρούμενος για εκείνα τα χρόνια».

Πώς ήρθε στη ζωή σου η Μπενφίκα; Είχες προτάσεις από άλλες κορυφαίες ομάδες εκείνη την περίοδο;
«Ναι πήγα στην Πάσος Φερέιρα το 2003 και μετά στη Μαρίτιμο και στη συνέχεια στη Μπενφίκα. Τους πρώτους έξι μήνες μου στη Μαρίτιμο, ήρθε η Πόρτο για να με αγοράσει, αλλά για κάποιο λόγο δεν συμφώνησε με τη Μαρίτιμο. Έξι μήνες αργότερα η Σπόρτινγκ Λισσαβόνας προσπάθησε να με αποκτήσει, αλλά επίσης δεν κατάφερε να συμφωνήσει τη Μαρίτιμο. Έτσι, μετά από 1.5 χρόνο η Μπενφίκα έκανε πρόταση για να με αγοράσει.
Πήγα στο γραφείο του προέδρου της Μαρίτιμο και του είπα ότι αυτή τη φορά ήρθε η ώρα να φύγω από την ομάδα. Όταν ήρθε η Πόρτο δεν με πούλησε, όταν ήρθε η Σπόρτινγκ δεν με πούλησε, τώρα ήρθε η Μπενφίκα, ποιος άλλος πρέπει να κάνει πρόταση για να με πουλήσει; Του είπα ότι ήταν η ώρα να φύγω. Ήταν η ώρα να κάνω το επόμενο βήμα στην καριέρα μου. Η Μπενφίκα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία. Εκείνος μου απάντησε να μην ανησυχώ και ότι αυτή τη φορά θα φύγω από την ομάδα. Έτσι, μετά από λίγες εβδομάδες συμφώνησε με τη Μπενφίκα και έγινα μέλος της».
Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα σου που έπαιζες για μια τόσο μεγάλη ομάδα. Πώς προσαρμόστηκες στα νέα δεδομένα;
«Ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα και ήταν πιο δύσκολο γιατί πήγα στην Μπενφίκα στα μέσα της σεζόν, τον Ιανουάριο, όταν η ομάδα ήταν ήδη έτοιμη, είχε ένα βασικό κορμό παικτών. Αλλά ο προπονητής της, ο Ρόναλντ Κούμαν, που ήταν πολύ καλός και αν δεις τα στατιστικά έπαιξα πολλά παιχνίδια ως βασικός με την ομάδα(14 αν δεν κάνω λάθος), παρά το γεγονός πως ήρθα στη μέση της σεζόν και η ομάδα διεκδικούσε πράγματα, προκρίθηκε στα προημιτελικά του Champions League εκείνη τη χρονιά. Ήταν πολύ θετικό αυτό το βήμα.
Ήταν όμως αρκετά δύσκολο, γιατί τότε αντιλήφθηκα το διαφορετικό επίπεδο των παικτών. Η φυσική τους κατάσταση ήταν τόσο καλή, που δεν μπορούσα να ξεκουραστώ. Ήμουν καλός παίκτης, αλλά το επίπεδο των παικτών εκεί ήταν κορυφαίο, οπότε ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος κάθε μέρα στην προπόνηση έτσι ώστε να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να παίξω. Για αυτό έπαιξα κιόλας. Ένιωσα κάποιες δυσκολίες, γιατί ήρθα στα μέσα της σεζόν αλλά γενικά ήταν καλή η προσαρμογή μου και ο τρόπος που έπαιξα εκεί».

Πώς ήταν ο Ρόναλντ Κούμαν ως προπονητής;
«Ο Κούμαν ήταν ο προπονητής που με έφερε στην ομάδα. Είχαμε μια καλή σχέση. Στο πρωτάθλημα η ομάδα δεν τα πήγαινε τόσο καλά, είχε πολλή πίεση, αλλά φτάσαμε στα προημιτελικά του Champions League, όπου χάσαμε από την Μπαρτσελόνα του Ροναλντίνιο και των άλλων αστέρων της. Ήταν αρκετά καλός προπονητής. Απλός προπονητής, δεν είχε μυστικά και είχε συνηθίσει να δουλεύει σε μεγάλους συλλόγους με μεγάλους ποδοσφαιριστές. Μπορώ να σου πω ότι ήταν φανταστικός, πολύ απλός».
Ως ποδοσφαιριστής ήταν μια τεράστια προσωπικότητα. Σου έδωσε κάποια συμβουλή όσο ήσουν παίκτης του;
«Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά συνήθιζε να είναι πάντα πολύ ευγενικός μαζί μου εξαιτίας του γεγονότος ότι ήρθα στα μέσα της σεζόν. Προσπαθούσε να με βοηθήσει να προσαρμοστώ πολύ γρήγορα και να μου δώσει αρκετές ευκαιρίες, αλλά δεν ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε πολλά. Ήταν πάντα πολύ ευθύς και δεν μιλούσε πολύ επί προσωπικού με τους παίκτες του».

Στην Μπενφίκα είχες συμπαίκτες δύο θρύλους του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Γιώργο Καραγκούνη και τον Κώστα Κατσουράνη. Πώς ήταν η συνύπαρξη σας;
«Με τον Καραγκούνη φανταστική! Ήμασταν λίγο παραπάνω μαζί στην ομάδα. Ήταν ήδη εκεί, όταν πήγα εγώ και μιλούσε λίγα Ιταλικά και Πορτογαλικά και επικοινωνούσαμε καλά εκείνη την περίοδο. Είναι φανταστικός τύπος. Με τον Κατσουράνη ήταν μικρότερης διάρκειας η συνύπαρξη μας. Κάναμε μαζί προετοιμασία στην Μπενφίκα, το καλοκαίρι που ήρθε και την ίδια μεταγραφική περίοδο πήγα στην ΑΕΚ. Δημιουργήσαμε πολύ καλή σχέση. Εκείνος είχε έρθει από την ΑΕΚ, εγώ πήγαινα στην ΑΕΚ οπότε διατηρήσαμε επαφή και μετά».

Πώς προέκυψε η πρόταση της ΑΕΚ;
«Εκείνη την περίοδο ο Φερνάντο Σάντος πήγε από την ΑΕΚ στην Μπενφίκα ως προπονητής για να πάρει τη θέση του Κούμαν. Η Μπενφίκα εκείνη τη σεζόν έφερε πίσω τον Ρούι Κόστα, που τώρα είναι πρόεδρος της ομάδας. Οπότε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, ο Σάντος ήρθε σε μένα και μου είπε ότι η ΑΕΚ ψάχνει ένα ποδοσφαιριστή με τα χαρακτηριστικά μου και με ρώτησε αν με ενδιέφερε η προοπτική να πάω στην ΑΕΚ. Ήταν εκεί πριν και μου είπε όλα όσα γνώριζε για την ομάδα, τους στόχους της και για την Αθήνα. Έπαιζαν στα προκριματικά του Champions League εκείνη τη σεζόν. Η Μπενφίκα σκόπευε να πουλήσει τον Σιμάο Ζαμπρόζα, αλλά δεν το έκανε. Έτσι, έμειναν όλοι οι παίκτες και προστέθηκε και ο Ρούι Κόστα.
Οπότε ο Σάντος μου είπε ότι εκείνη τη σεζόν δεν θα έπαιζα τόσο πολύ στην Μπενφίκα όσο έπαιξα την προηγούμενη. Στην ΑΕΚ με διαβεβαίωσε ότι θα περάσω πολύ όμορφα, ότι θα έχω σημαντικό ρόλο στην ομάδα, γιατί τους αρέσω πολύ. Το συζήτησα με τη γυναίκα μου και είδαμε με «καλό μάτι» την προοπτική να μετακομίσουμε και να αγωνιστώ στην Ελλάδα».
Στην Ελλάδα έπαιξες 4 χρόνια και έζησες κάποιες καταπληκτικές στιγμές, όπως η μεγάλη νίκη απέναντι στη Μίλαν στο Champions League. Τι θυμάσαι από αυτό το παιχνίδι;
«Στην Ελλάδα, εκτός από τον πρώτο μου μήνα, που ήταν το διάστημα προσαρμογής, παρόλο που ήταν μεγάλη η πόλη, υπήρχε διαφορετική κουλτούρα, διαφορετική γλώσσα, προσαρμόστηκα πολύ εύκολα. Αμέσως ενσωματώθηκα στο γκρουπ της ομάδας και είχα πολύ καλές σχέσεις τόσο με τους Έλληνες παίκτες όσο και με τους Βραζιλιάνους. Προσαρμόστηκα γρήγορα και έζησα φανταστικές στιγμές.
Την πρώτη μου σεζόν το 2006/07 ήμασταν στον όμιλο του Champions League και είχαμε αυτή την εκπληκτική βραδιά με τη Μίλαν, που όλοι θυμούνται. Ίσως ήταν μια από τις κορυφαίες στιγμές της πορείας μου στην ΑΕΚ, όχι μόνο επειδή ήταν μια σπουδαία νίκη απέναντι στη Μίλαν, αλλά γιατί εκείνη η Μίλαν ήταν ξεχωριστή. Ήταν η Μίλαν που κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ εκείνη τη σεζόν και αυτό κάνει το κατόρθωμα μας ακόμα μεγαλύτερο. Ήταν μια τεράστια στιγμή που θα βρίσκεται για πάντα στη μνήμη μας».

Την επόμενη σεζόν η ΑΕΚ ήταν τόσο κοντά στο να κατακτήσει το πρωτάθλημα, αλλά δεν τα κατάφερε. Πως ένιωσες τότε;
«Δεν ήταν κοντά να το κατακτήσει. Κέρδισε το πρωτάθλημα. Ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Όταν κερδίζεις το πρωτάθλημα στο γήπεδο, καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια ειδικά εκείνη τη σεζόν που ο Ολυμπιακός ήταν πολύ δυνατός, είχε μεγάλο μπάτζετ και ήταν δύσκολο να τον κερδίσεις και το χάνεις επειδή η άλλη ομάδα το κερδίζει στις δικαστικές αίθουσες νιώθεις απογοήτευση. Ήταν μεγάλο σοκ για εμάς, ήταν τεράστια η απογοήτευση που έπρεπε να διαχειριστούμε εκείνη τη στιγμή».

Μετά από αυτό το γεγονός πως καταφέρατε να συσπειρωθείτε ως ομάδα και να αγωνιστείτε ξανά με πρωταγωνιστικούς στόχους;
«Ήταν πολύ δύσκολο. Εκείνη την εποχή τα playoffs ήταν διαφορετικά. Ο πρώτος κατακτούσε το πρωτάθλημα και αγωνίζονταν οι ομάδες που τερμάτισαν στις θέσεις 2 έως 6 για να προκριθούν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Θυμάμαι ότι όλοι οι παίκτες δεν θέλαμε να παίξουμε στα playoffs. Δεν είχαμε κανένα κίνητρο να αγωνιστούμε, γιατί νιώθαμε πως δεν ήταν δίκαιο. Δεν μπορούσαμε να προετοιμαστούμε πνευματικά για τα playoffs, κανείς από εμάς δεν ήταν έτοιμο να παίξει. Στο τέλος, ήμασταν αναγκασμένοι να παίξουμε για να μην έχει μεγάλη τιμωρία η ομάδα από την ομοσπονδία. Έπρεπε να παίξουμε και να αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματα μας. Έπρεπε να το κάνουμε. Παίξαμε, αλλά δεν ήταν το ίδιο».
Με τον Ολυμπιακό είχες μια ακόμα απογοητευτική βραδιά, αλλά εντυπωσιακή για τους φιλάθλους, τον τελικό του 2008. Πώς έζησες αυτόν τον αγώνα;
«Αυτό το παιχνίδι ήταν φανταστικό! Ήταν ένα παιχνίδι γεμάτο συναισθήματα. Το παιχνίδι κατά τη διάρκεια του είχες πολλές και διαφορετικές ιστορίες. Στην αρχή σκοράραμε και πιστέψαμε πως θα κερδίσουμε το παιχνίδι, στα τελευταία λεπτά σκόραρε ο Σκόκο στο 88-89’, αν θυμάμαι καλά, και οι φίλαθλοι μας ήταν έτοιμοι να μπουν στον αγωνιστικό χώρο να πανηγυρίσουν μαζί μας. Όμως στις καθυστερήσεις ο Νταρμπισάιρ ισοφάρισε και έστειλε το ματς στην παράταση. Στην παράταση ο Ολυμπιακός κέρδιζε, αλλά καταφέραμε και εμείς να ισοφαρίσουμε. Στα πέναλτι εκτελέσαμε 18-19, δεν θυμάμαι, αλλά ήμασταν σε φάση «έλα τελείωσε το». Ήμασταν κουρασμένοι. Ήταν απίστευτος τελικός. Μια υπέροχη βραδιά. Όλα μπορούσαν να συμβούν. Στο τέλος χάσαμε, χάσαμε στο γήπεδο οπότε δώσαμε συγχαρητήρια στον Ολυμπιακό για τη νίκη του. Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι, που θα το θυμούνται πάντα όλοι».

Όσο ήσουν στην ΑΕΚ έπαιζε στο ΟΑΚΑ, έζησες αρκετές ιστορικές βραδιές με πλήθος κόσμου στις κερκίδες, αλλά πλέον η ΑΕΚ έχει το δικό της γήπεδο. Μπορείς να περιγράψεις τη διαφορά; Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν η ΑΕΚ είχε το δικό της γήπεδο θα είχε περισσότερες επιτυχίεςς;
«Σίγουρα. Είμαι σίγουρος για αυτό. Το νέο γήπεδο είναι μια μεγάλη δύναμη για την ΑΕΚ. Το ΟΑΚΑ ήταν ένα ωραίο γήπεδο, αλλά ήταν πολύ μεγάλο δεν δημιουργούσε την ίδια ατμόσφαιρα, που θα βοηθούσε στο να δημιουργηθεί μια ομάδα – νικήτρια. Το ΟΑΚΑ ήταν καλό, όπως είπες, ζήσαμε σπουδαίες βραδιές εκεί, αλλά σήμερα το νέο στάδιο δίνει τεράστια ισχύ και ώθηση στην ΑΕΚ, σίγουρα».

Με ποιους παίκτες από την πορεία σου στην ΑΕΚ συνεχίζεις να διατηρείς επαφές;
«Διατηρώ επαφές με όλους τους. Σαφώς, με κάποιους λιγότερο, με κάποιους περισσότερο αλλά συνεχίζω να μιλώ με αρκετούς συμπαίκτες μου εκείνης της εποχής. Ένας από τους καλύτερους φίλους μου είναι ο Ζούλιο Σέζαρ, η φιλία μας είναι οικογενειακή, και οι σύζυγοι μας είναι φίλες. Επίσης μιλάω με τον Δέλλα, τον Λυμπερόπουλο, τον Μπλάνκο, τον Άντονι Ρίκκα, που είναι και αυτός ατζέντης πλέον. Από όπου κι αν πέρασα, πάντα είχα καλές σχέσεις με όλους. Τον Βλάνταν(σ.σ Ίβιτς) τον πήγα στην Αλ Άιν, που ήμασταν συμπαίκτες στην ΑΕΚ. Γενικότερα, συνεχίζω να μιλάω με πολλούς από αυτούς».
Μετά την ΑΕΚ παρέμεινες κάπως στο ελληνικό στοιχείο, μετακομίζοντας στην Κύπρο για λογαριασμό του ΑΠΟΕΛ. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
«Ήταν μαγικά. Ήμουν 30 ετών, δυστυχώς η ΑΕΚ αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες, πολλά οικονομικά προβλήματα, καθυστερήσεις στις πληρωμές και είχε έρθει η ώρα να φύγω. Είχα πολλές προτάσεις από διάφορες ομάδες, και από Ελληνικές ομάδες, αλλά όταν εμφανίστηκε ο ΑΠΟΕΛ άγγιξε την καρδιά μου. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, ένιωθα σίγουρος ότι αυτό θα ήταν το επόμενο βήμα στη ζωή μου. Ο ΑΠΟΕΛ μεγάλωνε εκείνη την εποχή, δεν ήταν όπως τώρα, δεν είχε το όνομα που έχει τώρα. Ο στόχος ήταν να κερδίσουμε το πρωτάθλημα και να προκριθούμε στους ομίλους του Champions League. Ο τρόπος που μου παρουσίασαν το πρότζεκτ ήταν φανταστικός και υπέγραψα συμβόλαιο τριετούς διάρκειας. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που έκανα αυτό το βήμα».

Περίμενες να γίνεις θρύλος της ομάδας και πρωταγωνιστής σε μια από τις πιο «χρυσές» εποχές της;
«Όταν πήγα εκεί, δεν είχα καθόλου αυτό τον σκοπό. Ο στόχος μου ήταν να πάω εκεί να ενισχύσω το ρόστερ της ομάδας. Ήμουν έμπειρος, ο προπονητής ήταν ο Γιοβάνοβιτς, ο οποίος μου έδειχνε μεγάλη εμπιστοσύνη και με γέμιζε αυτοπεποίθηση μαζί με το υπόλοιπο επιτελείο, τους διευθυντές και τον πρόεδρο της ομάδας. Αμέσως στον ΑΠΟΕΛ βρήκα ένα σύνολο παικτών, που ήταν το καλύτερο με το οποίο έπαιξα ποτέ στη ζωή μου, όχι μόνο από άποψη ποιότητας παικτών αλλά και ως γκρουπ.
Είχαμε φανταστικά «αποδυτήρια» εκείνη την περίοδο, οι Έλληνες παίκτες μαζί με τους Κύπριους, τους Βραζιλιάνους, τους Πορτογάλους, ήμασταν σαν μια οικογένεια. Και τα αποτελέσματα ήρθαν ως απόρροια όλης αυτής της διαδικασίας. Ευτυχώς, ήμουν σημαντικό μέλος αυτής της ομάδας. Δεν ήταν ο στόχος μου αυτός, στόχος μου ήταν να είμαι ένας καλός παίκτης που θα βοηθούσε την ομάδα να πετύχει τους στόχους της και τα καταφέραμε. Τα αποτελέσματα είναι εκεί. Η ιστορία έχει γραφτεί και μπορεί να πει τι κάναμε με τον ΑΠΟΕΛ. Ήταν μαγικά».
Πώς ήταν η πορεία μέχρι τον προημιτελικό του Champions League. Πήγατε βήμα – βήμα όπως συνηθίζεις;
«Φυσικά, πήγαμε βήμα – βήμα. Η ομάδα μας είχε πολύ δυνατό χαρακτήρα. Είχε παίκτες με μεγάλη προσωπικότητα, δυνατό χαρακτήρα και στόχους. Είχα μια διαφωνία με τον Ιβάν(σ.σ Γιοβάνοβιτς) πριν το παιχνίδι απέναντι στη Σαχτάρ. Παίξαμε το πρώτο παιχνίδι απέναντι στη Ζενίτ, στην αρχή χάναμε αλλά νικήσαμε με ανατροπή. Κάναμε ένα πολύ καλό παιχνίδι και είδαμε πως το επίπεδο μας ήταν υψηλό. Στην Κύπρο εκείνη τη σεζόν είχαμε κερδίσει το πρωτάθλημα με αρκετούς βαθμούς διαφορά. Και το παιχνίδι με τη Ζενιτ μας έδειξε ότι το επίπεδο μας ήταν εξίσου υψηλό και ευρωπαϊκά.
Το δεύτερο παιχνίδι ήταν εκτός έδρας με τη Σαχτάρ και στο βίντεο μία ή δύο ημέρες πριν το παιχνίδι ο Ιβάν(σ.σ Γιοβάνοβιτς) μιλούσε μια ώρα για τη Σαχτάρ, η Σαχτάρ αυτό, η Σαχτάρ εκείνο, μια ώρα μιλούσε για τη Σαχτάρ. Έπειτα από 40 λεπτά που μιλούσε για τη Σαχτάρ του είπα « Έλα κόουτς, μόνο με τη Σαχτάρ θα παίξουμε; Πάμε εκεί να προσπαθήσουμε να κερδίσουμε το παιχνίδι!» Άρχισε να γελάει και μου είπε «Σκάσε! Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς! Η Σαχτάρ είναι διαφορετική ομάδα. Είναι πολύ καλή!» Και του είπα «Πάμε να παίξουμε το παιχνίδι». Η αίσθηση μας ήταν ότι μπορούσαμε να το κερδίσουμε εκείνο το παιχνίδι.
Στην πραγματικότητα, πήγαμε εκεί και μας «σκότωσαν». Φέραμε ισοπαλία 1-1, τραυματίστηκα στο 4ο ή στο 5ο λεπτό του παιχνιδιού, κάθισα στον πάγκο και έβλεπα τον αγώνα και σε κάθε επίθεση που μας έκαναν με κοιτούσε και μου έλεγε «Στα ‘λεγα είναι πολύ καλοί!». Στο τέλος γελούσαμε γιατί καταφέραμε να αποσπάσουμε την ισοπαλία. Το ματς με τη Σαχτάρ ήταν το πιο τυχερό της ζωής μας. Παρόλαυτα καταφέραμε και πήραμε την ισοπαλία. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας της ομάδας μας. Όταν χάσαμε από τη Λυών με 1-0, θυμάμαι στα αποδυτήρια λέγαμε μεταξύ μας «Πάμε παιδιά, μπορούμε να το κάνουμε. θα τοὺς κερδίσουμε την επόμενη εβδομάδα». Ήμασταν απογοητευμένοι από την ήττα από τη Λυών, αλλά πιστεύαμε ότι μπορούμε να το ανατρέψουμε. Αυτό ήταν το αίσθημα της ομάδας».

Ποιο παιχνίδι θεωρείς πως ήταν το πιο δύσκολο σε αυτή τη διαδρομή;
«Σίγουρα αυτό με τη Σαχτάρ».
Όχι εκείνο με τη Λυών;
«Με τη Λυών επέστρεφα από τραυματισμό. Είχα κάνει εγχείρηση και αυτό το παιχνίδι ήταν 25 μέρες μετά από την εγχείρηση αυτή. Ήταν θαύμα που βρισκόμουν στον πάγκο σε αυτό το παιχνίδι. Ο στόχος της ομάδας σε εκείνο το παιχνίδι ήταν να φέρει ισοπαλία ή να χάσει με 1 γκολ διαφορά για να φέρει το παιχνίδι στην έδρα μας. Είχαν κάποιες ευκαιρίες, αλλά και εμείς κάναμε επίσης το παιχνίδι μας. Στο τέλος μπήκα στον αγωνιστικό χώρο, έκανα ένα σουτ, είχα μια καλή ευκαιρία, νιώσαμε ότι θα μπορούσαμε να τους είχαμε κερδίσει. Δεν ήταν το πιο δύσκολο. Και φυσικά βγάζω εκτός συναγωνισμού το παιχνίδι με τη Ρεάλ. Αλλά μέχρι εκείνο το παιχνίδι το πιο δύσκολο ήταν απέναντι στη Σαχτάρ, ήταν η καλύτερη ομάδα του ομίλου, παρόλο που τερμάτισαν τελευταίοι».

Πώς ήταν να αγωνίζεσαι απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης με τη φανέλα του ΑΠΟΕΛ;
«Θα σου πω κάτι. Δεν θέλαμε να πετύχουμε ούτε τη Ρεάλ Μαδρίτης ούτε την Μπαρτσελόνα, ούτε την Μπάγερν Μονάχου, ούτε την Τσέλσι στην κλήρωση μας, επειδή πιστεύαμε ότι μπορούμε να φτάσουμε στον ημιτελικό. Οι σκέψεις μας ήταν να τύχουμε την Μπενφίκα και τη Μαρσέιγ. Πιστεύω ειλικρινά από τα βάθη της καρδιάς μου ότι αν τυχαίναμε την Μπενφίκα ή τη Μαρσέιγ στην κλήρωση των προημιτελικών θα μπορούσαμε να πάμε στον ημιτελικό με την ομάδα που είχαμε. Όταν τύχαμε τη Ρεάλ Μαδρίτης στην κλήρωση είπαμε μεταξύ μας: «Το ταξίδι τελείωσε, οτι έγινε, έγινε, ας το απολαύσουμε το παιχνίδι» Μέχρι σήμερα είναι ένα όνειρο αυτό το παιχνίδι. Θέλαμε να τελειώσουμε το ταξίδι αυτό με περηφάνια, με έναν τρόπο που οι φίλαθλοι θα ήταν περήφανοι για εμάς. Αυτή ήταν η επιθυμία μας».

Ποια είναι η γνώμη σου για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς και πώς ήταν η συνεργασία σου μαζί του;
«Ο Ιβάν είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος στη ζωή μου. Νομίζω ήμουν ο μεγαλύτερος παίκτης που είχε η ομάδα εκείνη τη σεζόν. Είχαμε μια πολύ δυνατή σχέση και μέχρι σήμερα συναντιόμαστε, όταν έρχομαι στην Ελλάδα ή όταν πηγαίνω στην Κύπρο. Πηγαίνουμε για καφέ, για φαγητό, διατηρούμε μια πολύ καλή φιλική σχέση και υπάρχει τεράστιος σεβασμός μεταξύ μας. Ο Ιβάν είναι πάνω από όλα ένας φανταστικός άνθρωπος, πολύ καλός προπονητής, δίκαιος άνθρωπος. Έχω μόνο καλά λόγια να πω για εκείνον».

Ποιο πιστεύεις ότι ήταν το «κλειδί» αυτής της τόσο επιτυχημένης πορείας με τον ΑΠΟΕΛ;
«Το «κλειδί» ήταν το σύνολο, το οποίο δημιουργήθηκε. Όχι μόνο οι ποδοσφαιριστές, αλλά και οι προπονητές, οι διευθυντές, ο πρόεδρος, όλοι όσοι εμπλέκονταν με την ομάδα, νιώθαμε σαν οικογένεια. Το «μυστικό» ήταν τα πολύ καλά αποδυτήρια, όπως σου είπα και πριν, ήμασταν ένα πολύ ενωμένο σύνολο, πέρα από την ποιότητα που υπήρχε, που ήταν πολύ σημαντική.
Η ποιότητα αρκεί για να κερδίσεις ένα παιχνίδι. Για να κερδίσεις πρωταθλήματα ή να πας μακριά σε μια μεγάλη διοργάνωση χρειάζεσαι μια ομάδα με πολύ δυνατές προσωπικότητες στα αποδυτήρια της. Όλες οι ομάδες έχουν και καλές και κακές στιγμές, αλλά είναι πολύ σημαντικό πως αντιδράς σε αυτές, πως τις ζεις. Το ότι ήμασταν μέλη αυτή της ομάδας ήταν τεράστια ευχαρίστηση για εμάς. Πηγαίναμε όλοι χαρούμενοι για προπόνηση, γιατί απολαμβάναμε κάθε στιγμή μεταξύ μας. Η ΟΜΑΔΑ η οποία είχαμε φτιάξει ήταν το «κλειδί».

Ολοκλήρωσες την καριέρα σου ως ποδοσφαιριστής στον ΑΠΟΕΛ και στη συνέχεια για ένα χρόνο έγινες προπονητής. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
«Ήταν πολύ κακή. Ήταν κακή, γιατί τελείωσα την καριέρα μου στα μέσα της σεζόν, τον Μάρτιο, εξαιτίας ενός τραυματισμού που είχα και δέχτηκα την πρόταση να γίνω αθλητικός διευθυντής στον ΑΠΟΕΛ. Ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να διαπραγματευτώ με τους φίλους μου, που ολοκληρώνονταν τα συμβόλαια τους. Είχαμε περάσει πολλά χρόνια μαζί και ήταν πολύ δύσκολο να διαχωρίσω την επαγγελματική από τη φιλική σχέση.
Επίσης δεν είχα καλή συνεργασία με τους διευθυντές της ομάδας και τον πρόεδρο, στον τρόπο με τον οποίο έκαναν τα πράγματα. Ακόμα, στη μέση αυτής μου της νέας πρόκλησης, προς το τέλος της σεζόν, με απόφαση του προέδρου απολύθηκε ο προπονητής της ομάδας και έπρεπε να αναλάβω εγώ ως υπηρεσιακός προπονητής, γεγονός που μου στέρησε την προσοχή από την αγορά. Γινόταν ένας χαμός. Ήταν μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση. Θεωρούσα ότι θα ήταν εύκολα τα πράγματα, αλλά ήταν πολύ δύσκολα».
Πώς πήρες την απόφαση ότι το επόμενο σου βήμα θα ήταν να γίνεις ατζέντης ποδοσφαιριστών;
«Μετά από αυτό πήγα δύο χρόνια στη Βραζιλία να ξεκουραστώ, να έχω το χρόνο ξεκούρασης που δεν είχα όταν ολοκλήρωσα την καριέρα μου και να βάλω τις ιδέες μου για το επόμενο μου βήμα σε σειρά. Είχα πάρει το UEFA A, το UEFA B, σκεφτόμουν να ασχοληθώ με την προπονητική. Έκανα μια απόπειρα να ασχοληθώ ξανά με την προπονητική σε μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας της Κύπρου, αλλά το επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό και δεν ήθελα να ασχοληθώ με αυτό.
Πήγα λοιπόν στη Βραζιλία και έβαλα κάτω τις σκέψεις μου για το ποιο θα είναι το επόμενο μου βήμα. Αντιλήφθηκα λοιπόν ότι θα ήταν μια καλή επιλογή να γίνω ατζέντης ποδοσφαιριστών. Μετακόμισα στην Ιταλία, γιατί ο γιος μου δέχτηκε πρόταση να παίξει στην Τορίνο, και εκεί είχα ένα φίλο μεγαλύτερο σε ηλικία από εμένα που ήταν ατζέντης και είχε δικό του γραφείο και μου πρότεινε να γίνω συνεργάτης του. Είδα με καλό μάτι την πρόταση αυτή, ξεκίνησαμε μαζί αυτή τη δουλειά και τα πράγματα πήγαν καλά».

Σε ενδιαφέρει ακόμα να γίνεις αθλητικός διευθυντής σε μια ομάδα στο μέλλον;
«Αυτή τη στιγμή είμαι πολύ χαρούμενος με τη δουλειά μου και τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Αλλά το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου. Αν παρουσιαστεί κάτι καλό, και είναι θετικό για την εξέλιξη μου δε θα πω όχι. Αυτή τη στιγμή είμαι χαρούμενος με αυτό που κάνω αλλά είμαι ανοιχτός σε οποιαδήποτε πρόταση».
Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στη δουλειά ενός ατζέντη;
«Υπάρχουν αρκετές δυσκολίες. Έχεις να κάνεις με ανθρώπους. Πολλοί θέλουν να κάνουν τη συμφωνία που τους ωφελεί, να εμπλακούν στη δουλειά σου, οπότε πρέπει να έχεις τον έλεγχο της κατάστασης για να ολοκληρώσεις τη συμφωνία. Μερικές φορές είναι δύσκολο να διαχειριστείς κάποιους παίκτες, είναι διαφορετικοί χαρακτήρες και προσωπικότητες. Κάποιοι είναι πολύ επαγγελματίες, άλλοι λιγότερο, έχουν διαφορετικές απόψεις. Όπως κάθε δουλειά έχει τα θετικά και τα αρνητικά της και αυτό εξαρτάται με το ποιον συνεργάζεσαι κάθε φορά».
Ως πρώην ποδοσφαιριστής τι συμβουλές δίνεις στους ποδοσφαιριστές που εκπροσωπείς;
«Σέβονται τα λόγια μου επειδή γνωρίζουν πως έχω περάσει πολλά από όσα περνούν και οι ίδιοι. Ο κάθε ποδοσφαιριστής είναι διαφορετικός. Εξαρτάται από την κατάσταση, τη στιγμή, ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να χρειάζεται μια συμβουλή, και άλλος μια διαφορετική συμβουλή. Για παράδειγμα εάν ένας ποδοσφαιριστής δεν παίζει τόσο πολύ και ο προπονητής του δεν του δίνει ευκαιρίες, ξεκινά να παραπονιέται, να είναι απογοητευμένος και να κατεβάζει το κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή τον συμβουλεύω να συμπεριφερθεί με τον αντίθετο τρόπο, να δουλέψει πιο σκληρά, να έχει σεβασμό και να προσπαθήσει να καταλάβει τι ζητάει ο προπονητής από εκείνον για να είναι έτοιμος για την ευκαιρία που μπορεί να πάρει. Για να του έρθει η ευκαιρία πρέπει να αποδείξει ότι είναι σωστός και ότι αξίζει να παίξει. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Προσπαθώ να είμαι σωστός, δίκαιος και ειλικρινής στις απόψεις μου και να είμαι ξεκάθαρος με τους παίκτες που εκπροσωπώ για το τι είναι αλήθεια, τι είναι σωστό ή λάθος σύμφωνα με την οπτική μου. Και με αυτό τον τρόπο μπορώ να είμαι κι εγώ έμπιστος, να κάνω τις σωστές ενέργειες και να μη δημιουργώ ψέματα».