Ο Νίκος Παπαδόπουλος μίλησε αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και στον Θανάση Σχοινά, κάνοντας μια αναδρομή στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής και σχολιάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο όσο και στην ελληνική κοινωνία.
Υπάρχει το στερεότυπο πως οι ποδοσφαιριστές αρκούνται να ασχολούνται μόνο με το άθλημα τους. Δεν έχουν άλλα ενδιαφέροντα, ούτε πνευματικές αναζητήσεις και ανησυχίες. Στην εποχή μας αρκετοί ποδοσφαιριστές έρχονται να καταρρίψουν το στερεότυπο αυτό και να δείξουν μια πτυχή της προσωπικότητας τους που ξεφεύγει από τα όρια του ποδοσφαίρου.
Ένας από αυτούς είναι ο Νίκος Παπαδόπουλος. Ο τερματοφύλακας του Αστέρα Τρίπολης δεν είναι απλώς ένας πορτιέρο με καλές αποκρούσεις και γεμάτες σεζόν στο υψηλότερο επίπεδο. Είναι ένας άνθρωπος που κατάφερε να παντρέψει τον αθλητισμό με την ουσία του δημόσιου λόγου. Μια σύγχρονη φιγούρα ποδοσφαιριστή με ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση, κοινωνικές παρεμβάσεις και ενεργό ρόλο στα κοινά. Δεν μένει σιωπηλός, δεν φοβάται να πάρει θέση για τα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν εκείνον και όλους μας.
Ο Νίκος Παπαδόπουλος κατανοεί και πρεσβεύει ότι η δημόσια εικόνα του αθλητή μπορεί και πρέπει να επηρεάζει θετικά. Στο Mpaladofatses.gr μοιράζεται άγνωστες ιστορίες της καριέρας του, σχολιάζει την κατάσταση του ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ δεν διστάζει να αναφερθεί σε κοινωνικά θέματα που ταλανίζουν την ελληνική και παγκόσμια κοινωνία.

Αναλυτικά όσα δήλωσε στο Mpaladofatses.gr:
Ποια ήταν η πρώτη επαφή σου με το ποδόσφαιρο και με τη θέση του τερματοφύλακα;
«Η πρώτη μου επαφή με το ποδόσφαιρο σαν θεατής ήταν σε πολύ μικρή ηλικία μιας και ο πατέρας μου παρακολουθούσε συχνά ποδόσφαιρο και ήθελε γενικά να έχω επαφή με τον αθλητισμό. Σαν ποδοσφαιριστής όμως η πρώτη μου επαφή ήρθε στα 6 μου που εγγράφηκα στις ακαδημίες του Παμπατραϊκού.
Από τα 6 μου μέχρι τα 13 μου έπαιζα αριστερό μπακ-χαφ ώσπου σε έναν τελικό που είχαμε φτάσει στα 7×7 που παίζαμε τότε ο τερματοφύλακας τραυματίστηκε και προσφέρθηκα να μπω εγώ τερματοφύλακας μιας και ήμουν το πιο ψηλό παιδί της ομάδας και το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσουμε τον τελικό με μένα MVP. Από εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα είμαι τερματοφύλακας».
Από τον Παμπατραϊκό βρέθηκες στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Πώς έγινε η μετακίνηση αυτή;
Με την ακαδημία του Παμπατραϊκού τότε είχαμε σαρώσει τα πάντα στην Πάτρα. Στα περισσότερα τουρνουά που γινόντουσαν βγαίναμε πρώτοι και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ να μας καλέσουν για φιλικά παιχνίδια στην Αθήνα. Θυμάμαι είχαμε χάσει όλα τα φιλικά που παίξαμε, αλλά εγώ είχα πάει πολύ καλά σε όλα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει ενδιαφέρον και από τις τρεις ομάδες.
Πήγα να δοκιμαστώ στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, αλλά στο τέλος ο Ολυμπιακός ήταν αυτός που έδινε την ασφάλεια στους γονείς μου να με αφήσουν να φύγω από την Πάτρα μιας και μου εξασφάλιζε διαμονή στον Ρέντη, μετακίνηση για το σχολείο και διατροφή.
Εδώ να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στον κύριο Γκόγκιτς που επέμενε πολύ να κάνει ο Ολυμπιακός ο,τι χρειάζεται για να πάω εκεί και ήταν αυτός ουσιαστικά που με πήρε από την Πάτρα για τον Ολυμπιακό».
Πως βίωσες τη μετάβαση αυτή τόσο ψυχολογικά όσο και αγωνιστικά;
«Ήμουν πάρα πολύ ενθουσιασμένος για αυτό το νέο ξεκίνημα. Δεν φοβήθηκα ούτε μια στιγμή για το γεγονός πως 15 χρονών έπρεπε να ζήσω μακριά από τους γονείς μου. Από την πρώτη στιγμή που έφτασα στον Ρέντη κατάλαβα πως πλέον αλλάζω επίπεδο, γιατί βρέθηκα να δουλεύω σε επαγγελματικά πρότυπα με παιδιά, που θεωρητικά ήταν από τους καλύτερους της ηλικίας τους από όλη την Ελλάδα.
Ξέρετε, τότε δεν υπήρχαν social media ούτε είχαμε πρόσβαση ως παιδιά στο να γνωρίζουμε πως μπορεί να δουλεύει μια οργανωμένη ακαδημία, άρα η διαφορά ήταν τεράστια σε σύγκριση με το τι ήξερα και τι είχα συνηθίσει μέχρι τότε. Ευτυχώς, όμως, κατάφερα από την αρχή να κάνω τη διαφορά και όλα πήραν τον δρόμο τους».

Στην ακαδημία του Ολυμπιακού την εποχή που βρισκόσουν εκεί ποιο ήταν το επίπεδο της οργάνωσης;
«Σε σχέση με αυτά που ήξερα και είχα δει μέχρι τότε το επίπεδο οργάνωσης ήταν πολύ μεγαλύτερο, αλλά σε σχέση με το σήμερα το επίπεδο οργάνωσης ήταν χαμηλό. Δηλαδή, σήμερα τα πράγματα έχουν εξελιχθεί πολύ περισσότερο».
Πόσο εύκολο ήταν για ένα παιδί που ξεχώριζε να προωθηθεί στην μεγάλη ομάδα; Στρέφονταν τα βλέμματα των προπονητών της πρώτης ομάδας στις ακαδημίες; Υπήρχε συνεργασία;
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο τότε που ήμουν εγώ στις ακαδημίες του Ολυμπιακού να πάει κάποιο παιδί στην πρώτη ομάδα. Για πάρα πολλά χρόνια ο Ελευθερόπουλος ήταν ο μόνος παίχτης των ακαδημιών, που κατάφερε και έπαιξε στην πρώτη ομάδα. Ενώ υπήρχε καλή οργάνωση και γινόταν καλή δουλειά στις ακαδημίες, η πρώτη ομάδα δεν έδειχνε ενδιαφέρον ώστε να εξελίξει κάποιον παίχτη.
Θυμάμαι είχαμε πάρει το πρωτάθλημα under 21 με τεράστια διαφορά από τον δεύτερο, που σημαίνει πως είχαμε με διαφορά την καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα στην ηλικία μας και μόνο ο Φετφατζίδης κατάφερε να παίξει στην πρώτη ομάδα και αυτός από τύχη.
Ευτυχώς τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει και βλέπουμε πως όλες οι ομάδες δίνουν πολύ μεγαλύτερη βάση στις ακαδημίες και για αυτό βλέπουμε νέους παίχτες να έρχονται στο προσκήνιο».
Τη φετινή σεζόν στον Ολυμπιακό είδαμε παιδιά από την ακαδημία να έχουν ενεργό ρόλο στην πρώτη ομάδα. Που θεωρείς πως οφείλεται;
«Οφείλεται στο γεγονός πως πλέον οι ομάδες επιζητούν να εξελίξουν νέους ποδοσφαιριστές. Αυτό σημαίνει πως δίνουν μεγαλύτερο βάρος στις ακαδημίες και άρα γίνεται καλύτερη και πιο επιστημονική δουλειά, δίνουν χώρο και χρόνο στους νέους να εξελιχθούν, ψάχνουν να τους βρουν ομάδες να πάνε δανεικοί να ψηθούν και να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Δηλαδή, τους εφοδιάζουν πολύ καλύτερα από ότι εφοδίασαν εμάς και δεν μιλάω για τον Ολυμπιακό, αλλά για όλες τις μεγάλες ομάδες».
Υπάρχουν διαφορές της τωρινής εποχής με την εποχή που βρισκόσουν εσύ στην ηλικία των 17-20 ετών ως προς τις ευκαιρίες που λαμβάνουν οι νεαροί ποδοσφαιριστές; Αν ναι πως τις εξηγείς;
«Βέβαια υπάρχουν. Ο κύριος λόγος είναι γιατί πλέον το ποδόσφαιρο έχει εμπορευματοποιηθεί πλήρως και λειτουργεί σαν μια εταιρία. Δηλαδή, οι ιδιοκτήτες των ομάδων έχουν δει τι κέρδη φέρνουν οι νέοι ποδοσφαιριστές, γιατί αυτοί μπορούν να πωληθούν.
Δηλαδή, οι ποδοσφαιριστές πλέον είναι μόνο εμπορεύματα και τίποτα άλλο και έχει αποξενωθεί από την ουσία του αθλητισμού. Για αυτό και βλέπουμε αθλήματα που δεν είναι εμπορικά να φυτοζωούν ή να εξαφανίζονται».

Ποιο ήταν το συναίσθημα όταν ήρθε η στιγμή να ανέβεις στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού; Υπήρχε κάποιος παίκτης που ένιωσες δέος που συνυπήρχες στην προπόνηση μαζί του;
«Ένιωσα δικαίωση, γιατί για να φτάσω εκεί είχα περάσει πολλά, είχα πιεστεί πολύ και πίστευα πως άξιζα να γίνει αυτό αρκετά πιο πριν. Αλλά σίγουρα ένιωσα δικαίωση και ικανοποίηση. Είχα νιώσει δέος όταν με είχαν φωνάξει να κάνω κάποιες προπονήσεις με την πρώτη ομάδα σε πιο μικρή ηλικία και έκανα προπόνηση με τον Ριβάλντο».
Οι μεγαλύτεροι ηλικιακά ποδοσφαιριστές καθοδηγούσαν του μικρότερους; Υπήρξε κάποιος που σε είχε από κοντά και κάποια συμβουλή του σου έχει μείνει στο μυαλό μέχρι και σήμερα; Αν ναι ποιος ήταν αυτός και ποια η συμβουλή του;
«Δεν μπορώ να πω οτι μας καθοδηγούσαν ή οτι μας έδιναν συμβουλές, στον Ολυμπιακό τα πράγματα ήταν πολύ επαγγελματικά και σκληρά. Πιο κοντά μας από όλους ήταν ο Πάντελιτς, που προσπαθούσε να μας κάνει να νιώσουμε πιο άνετα».
Παρά το γεγονός πως δεν είχες επίσημη συμμετοχή με τη φανέλα του Ολυμπιακού, προχώρησε στην απόκτηση σου η νεοφώτιστη τότε στην Bundesliga, Φορτούνα Ντίσελντορφ. Πώς έγινε η μεταγραφή αυτή;
«3-4 μήνες πριν φύγω απο τον Ολυμπιακό μου ανακοίνωσε ο Βαλβέρδε πως δεν με υπολογίζει και πως θα ήταν καλύτερο για μένα να πάω κάπου δανεικός ή να φύγω ελεύθερος. Αυτούς τους 3-4 μήνες εγώ είπα πως θέλω να προπονούμαι με τη δεύτερη ομάδα για να παίξω κάποια παιχνίδια και να φύγω όσο πιο έτοιμος γίνεται. Μετά απο κάνα μήνα λοιπόν μας ενημέρωσαν πως θα έρχεται στις προπονήσεις ο Μπερντ Στορκ, γιατί απο τη νέα σεζόν θα αναλάβει διευθυντής ακαδημιών και θέλει να έχει ολοκληρωμένη άποψη για τις αλλαγές που θέλει να γίνουν.
Ο κύριος Στορκ, λοιπόν, εντυπωσιάστηκε από μένα και άρχισε να ρωτάει τους προπονητές για μένα και οι προπονητές του εξήγησαν την κατάσταση. Μια μέρα, λοιπόν, με πιάνει και μου λέει: «ξέρω τα πάντα για σένα» και ήθελε να μου κάνει κάποιες προσωπικές προπονήσεις μάλλον για να διαπιστώσει τι χαρακτήρας είμαι και αν έχω όρεξη να δουλέψω. Στις 10 μου έλεγε ότι ξεκινάμε προπόνηση και εγώ πήγαινα από τις 9 να κάνω γυμναστήριο και εντυπωσιάστηκε, τότε με ρώτησε αν έχει την άδεια μου να μιλήσει με κάποιους γνωστούς του στη Γερμανία και έτσι προέκυψε η Φορτούνα».

Ποιες είναι οι διαφορές Ελλάδας – Γερμανίας ως προς τον ρυθμό προπονήσεων και την αντιμετώπιση που έχει ένας ποδοσφαιριστής.
Ο ρυθμός προπονήσεων στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι πάνω κάτω ο ίδιος. Αυτό που αλλάζει είναι η διάθεση των ποδοσφαιριστών για προπόνηση και η νοοτροπία. Δηλαδή, ενώ τεχνικά δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, γιατί εγώ είχα συνηθίσει στον Ολυμπιακό με καλύτερους σε τεχνική παίχτες, στη Γερμανία είδα μεγάλη διαφορά στο πως σε κάθε προπόνηση όλοι έδιναν το 100%.
Βέβαια, ο παίχτης πρέπει να κρίνεται στα παιχνίδια, γιατί υπάρχουν πολλοί ποδοσφαιριστές που δεν τους αρέσει η προπόνηση, αλλά στο παιχνίδι τα δίνουν όλα και είναι από τους κορυφαίους, αυτό ισχύει και για το κορυφαίο επίπεδο. Επίσης, στη Γερμανία αντιμετωπίζει πολύ διαφορετικά και ο κόσμος το ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει τόσο έντονα ο φανατισμός, ο κόσμος σέβεται τους ποδοσφαιριστές περισσότερο, δεν υπάρχει τόσο έντονη πίεση προς τους ποδοσφαιριστές και γενικά ο ποδοσφαιριστής μπορεί πιο εύκολα να συγκεντρωθεί μόνο στο ποδόσφαιρο».
Πώς ήταν η ζωή στη Γερμανία; Ήταν η εύκολη η προσαρμογή σου;
«Η ζωή στη Γερμανία μου άρεσε πολύ. Βέβαια, ήμουν σε μία πολύ όμορφη πόλη, με έντονο ελληνικό στοιχείο, με ζωή και είχα την τύχη μετά από ένα μήνα να έρθει ο Μαλεζάς στην ομάδα και έτσι η προσαρμογή μου στη Γερμανία ήταν εύκολη. Βέβαια, μου έλειπε αρκετά η Ελλάδα αλλά μπορούσα να το διαχειριστώ. Η παραμονή μου στη Γερμανία ήταν από τις πιο όμορφες εμπειρίες που μου χάρισε το ποδόσφαιρο. Θεωρώ τη Γερμανία πολύ όμορφη χώρα».

Από όσα είδες και έζησες εκεί ποια στοιχεία οργανωτικά/ αγωνιστικά θα έφερνες στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ποια στοιχεία του ελληνικού ποδοσφαίρου σου έλειψαν εκεί;
Σίγουρα μου άρεσε πολύ πως ένας ξένος ποδοσφαιριστής για να παίξει στη Γερμανία θα πρέπει να είναι καλύτερος από τον Γερμανό, πράγμα που στην Ελλάδα ισχύει το ακριβώς αντίθετα, πουλάει πολύ στην Ελλάδα ο ξένος ποδοσφαιριστής και υποτιμούμε τον Έλληνα. Μου άρεσε πολύ πως υπήρχε οικονομική βεβαιότητα, δεν υπήρχαν καθυστερήσεις στις πληρωμές και ο,τι είχε συμφωνήσει ο καθένας ήταν εγγυημένο.
Το ελληνικό στοιχείο που λείπει από τη Γερμανία είναι ο συναισθηματισμός, δηλαδή είναι παρά πολύ τυπικά και επαγγελματικά τα πράγματα εκεί και χάνεται κάπου το ανθρώπινο στοιχείο, χάνεται το δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων».
Στη συνέχεια άνοιξε το κεφάλαιο Πανιώνιος για σένα. Πώς πήρες την απόφαση να αφήσεις την Γερμανία και να συνεχίσεις την καριέρα σου στον «Ιστορικό» των πολλών προβλημάτων εκείνη την εποχή;
«Ουσιαστικά δεν είχα επιλογή. Η Φορτούνα υποβιβάστηκε, εγώ δεν έπαιξα παρά μόνο κάποια παιχνίδια με τη δεύτερη ομάδα και είχα φτάσει 23 χρονών χωρίς επαγγελματική συμμετοχή. Οπότε έπρεπε να κάνω ένα βήμα πίσω, να πάω κάπου που θα έβρισκα χρόνο συμμετοχής για να μπορέσω να φτιάξω το όνομα μου. Δεν υπήρχε καν το οικονομικό στο μυαλό μου, το μόνο που ήθελα ήταν να μπορώ να πληρώνω τα έξοδα μου.
Όταν με πήρε τηλέφωνο ο μάνατζερ μου και μου είπε πως ενδιαφέρεται ο Πανιώνιος δεν συζητήσαμε καθόλου για λεφτά, του είπα βρες άκρη για τη λύση του συμβολαίου με τη Φορτούνα και πάμε στον Πανιώνιο. Η αλήθεια όμως είναι πως εκεί βρήκα αρκετά προβλήματα, συνθήκες που λόγω του οτι ήμουν στον Ολυμπιακό και τη Φορτούνα πριν δεν ειχα καν φανταστεί.
Όμως, η επιλογή κρίνεται απόλυτα σωστή, γιατί χωρίς τον Πανιώνιο δεν ξέρω που θα ήμουν, στον Πανιώνιο έκανα ντεμπούτο , στον Πανιώνιο καθιερώθηκα, στον Πανιώνιο έφτιαξα το όνομα μου και δέθηκα πολύ με την ομάδα. Ο Πανιώνιος είναι μια κατηγορία μόνος του, έχει μια μαγεία αυτή η ομάδα».

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή σου και ποια η πιο ευχάριστη στον Πανιώνιο;
«Είχα πολλές δύσκολες στιγμές στον Πανιώνιο. Η πιο δύσκολη από όλες ήταν όταν έφυγα από την ομάδα, είχα δεθεί τόσο πολύ με την ομάδα που όταν έφυγα αρχικά δυσκολευόμουν να το συνειδητοποιήσω και μου πήρε αρκετό καιρό να το διαχειριστώ. Ευτυχώς, όμως, βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω. Η πιο ευχάριστη ήταν όταν έκανα το ντεμπούτο μου και όταν γύρισα την πρώτη φορά ως αντίπαλος που οι Πάνθηρες είχαν πανό «Νικόλα καλωσήρθες σπίτι σου», είχα συγκινηθεί πολύ όταν το είδα».
Παρά τα πολλά προβλήματα καταφέρνατε και κρατούσατε την ομάδα στην Super League και μάλιστα τη σεζόν 2015-16 με τον Μαρίνο Ουζουνίδη μπήκατε στα playoffs. Ποιο ήταν το μυστικό σας;
«Αν δεις τα παιδιά των τότε ομάδων του Πανιωνίου θα δεις πως οι περισσότεροι από αυτούς έκαναν καριέρα, πράγμα που σημαίνει πως μπορεί να ήμασταν μικροί και να μην είχαμε εμπειρίες, αλλά είχαμε αρκετή ποιότητα και δίψα για διάκριση. Επίσης, είχαμε πολύ ισχυρό κίνητρο, γιατί καταλαβαίναμε ότι έχουμε αρκετή ποιότητα και θέλαμε όλοι να κάνουμε το κάτι παραπάνω. Όλα αυτά θεωρώ πως ήταν τα μυστικά, συνδυασμός πραγμάτων δηλαδή και όχι κάτι μεμονωμένο. Επίσης, είχαμε φοβερά αποδυτήρια, όλοι κάναμε παρέα με όλους και δεν υπήρχαν τριβές».

Πολλά νεαρά παιδιά από εκείνη την ομάδα αναδείχθηκαν και έκαναν σπουδαία καριέρα τα επόμενα χρόνια, φορώντας αρκετά και το εθνόσημο. Που οφείλεται θεωρείς το γεγονός πως ο Πανιώνιος ανέκαθεν αναδεικνύει τον Έλληνα ποδοσφαιριστή;
«Ίσως στον τομέα της ανάδειξης αθλητών ο Πανιώνιος είναι η κορυφαία ομάδα στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το φαινόμενο αλήθεια αλλά είναι κάτι φοβερό. Γιατί τα περισσότερα παιδιά που ήμουν μαζί τους στον Πανιώνιο δεν ήμασταν από τις ακαδημίες της ομάδας, αλλά εκεί ουσιαστικά αναδείξαμε τον εαυτό μας και βάλαμε τα θεμέλια για την καριέρα μας. Δεν μπορώ να εξηγήσω πραγματικά αυτό το φαινόμενο, αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακό».
Στη συνέχεια ακολούθησε το πέρασμα σου από τον Ατρόμητο. Τι συνέβη και δεν σου δόθηκαν οι ευκαιρίες που περίμενες εκεί;
«Στον Ατρόμητο τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελα. Ξεκινήσαμε τη σεζόν με τον Δέλλα και ενώ έβλεπα στη συμπεριφορά του πως αργά ή γρήγορα θα παίξω και πως υπολογίζει σε μένα έφυγε. Η ομάδα δεν πήγαινε πολύ καλά και η διοίκηση αποφάσισε να φέρει τον Σα Πιντο.
Με το που ήρθε ο Σα Πίντο σε μια προπόνηση έκανα ένα λάθος και μου έβαλε τις φωνές, αλλά με άσχημο τρόπο, θόλωσα εκεί και τον έβρισα στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα ήταν να παίξω μόνο πέντε παιχνίδια στο κύπελλο και ουσιαστικά στο τέλος της σεζόν να πρέπει να φύγω. Πάντως έφυγα με τις καλύτερες εντυπώσεις από την ομάδα του Ατρομήτου, με τον Σα Πίντο απλά δεν ταιριάξαμε και δεν μπορούσαμε να συνυπάρξουμε».

Η Λαμία ήρθε να σου δώσει το χρόνο και το χώρο που χρειαζόσουν ξανά. Ήταν εύκολη η απόφαση να πας εκεί; Πως ήταν η εμπειρία σου εκεί;
«Η Λαμία ήρθε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για μένα γιατί ουσιαστικά έπρεπε να ξαναμπώ στο προσκήνιο, αν ήθελα η καριέρα μου να έχει ανοδική πορεία. Ήταν μια ομάδα που είχε ανεβεί πρώτη φορά στην ιστορία της στην Α εθνική και ήταν το πρώτο φαβορί για υποβιβασμό.
Παρόλα αυτά καταφέραμε με τεράστια προσπάθεια να σώσουμε την ομάδα και εγώ προσωπικά να είμαι από τους στυλοβάτες αυτής της προσπάθειας. Δεν ήταν εύκολο αλλά ήταν μια πρόκληση που ήταν πετυχημένη στο τέλος. Γενικά έχω μόνο καλά πράγματα να θυμάμαι από την πόλη και την ομάδα της Λαμίας και ήταν ένας σταθμός κομβικός για την καριέρα μου».
Η πολύ καλή σεζόν σου έκανε τον Αστέρα Τρίπολης να προχωρήσει στην απόκτηση σου. Υπήρχαν άλλες προτάσεις τότε πέρα από αυτή των Αρκάδων;
«Πριν δείξει ενδιαφέρον ο Αστέρας υπήρχε ενδιαφέρον από τη Ράγιο Βαγιεκάνο. Η Ράγιο όμως ήθελε να τελειώσει η σεζόν για να έχει περισσότερο χρόνο στη διάθεση της να κοιτάξει τις επιλογές που θα είχε για τους τερματοφύλακες που θα επιλέξει και έτσι μόλις ήρθε η πρόταση του Αστέρα δεν γινόταν να ρισκάρω. Ο Αστέρας τότε θα συμμετείχε στα προκριματικά του Γιουρόπα Λιγκ, οπότε ήταν μια πρόκληση για μένα και ένα βήμα παραπέρα στην καριέρα μου. Οπότε η απόφαση ήταν εύκολη».

Όντας 6 χρόνια στον Αστέρα, ποιοι είναι οι λόγοι που κάνουν την ομάδα της Αρκαδίας μια από τις πιο σταθερές και συνεχώς εξελισσόμενες επαρχιακές ομάδες του πρωταθλήματος;
«Νομίζω πως το σημείο κλειδί στη συνεχή εξέλιξη του Αστέρα είναι πως η διοίκηση δεν λειτουργεί ευκαιριακά και εφήμερα αλλά με πλάνο και στόχο να παραχθεί έργο το οποίο θα μείνει».
Ποια είναι η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή σου στην ομάδα της Τρίπολης;
«Η καλύτερη μου στιγμή νομίζω πως δεν έχει έρθει ακόμα γιατί υπάρχει μεγάλη προσμονή και ενθουσιασμός ώστε η ομάδα για δεύτερη φορά στην ιστορία της να βρεθεί στον τελικό κυπέλλου και να διεκδικήσει το τρόπαιο. Η χειρότερη μου στιγμή είναι πέρσι που στο παιχνίδι με τον Πανσερραϊκό στις Σέρρες γύρισε το πόδι μου σοβαρά και έμεινα εκτός 3 μήνες και ουσιαστικά έχασα το υπόλοιπο της σεζόν».
Θες να κλείσεις εκεί την καριέρα σου;
«Το ιδανικό θα ήταν να κλείσω την καριέρα μου στον Αστέρα αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να αγωνιστώ και στην Παναχαϊκή γιατί από το 2005 που έφυγα από την Πάτρα δεν έχω αγωνιστεί ποτέ ξανά στην πόλη μου».

Μετά το ποδόσφαιρο τι; Το έχεις σκεφτεί;
«Δεν μου αρέσει να κάνω τόσο μακρινά σχέδια γιατί η ερώτηση σου αφορά μια 4ετια μετά αλλά σίγουρα δεν θα φύγω από το χώρο του ποδοσφαίρου και προς το παρόν έχω μια μικρή καλλιέργεια ελιάς που θέλω να την επεκτείνω».
Η ενεργή ενασχόληση σου με την πολιτική και η υποψηφιότητα σου στις βουλευτικές εκλογές αλλά και στις Ευρωεκλογές με το ΚΚΕ πως προέκυψε; Τι σε ώθησε σε αυτό το βήμα;
«Προέκυψε από την ανάγκη για μια κοινωνική αλλαγή. Βλέποντας όλες αυτές τις αδικίες που υπάρχουν στην κοινωνία μας, όλους αυτούς τους πολέμους, την εξαθλίωση, την διαστρέβλωση κάθε ανθρώπινης αξίας, ένιωσα την ανάγκη να βγω μπροστά και να μπω στη μάχη για μια καλύτερη ζωή για όλους και νομίζω πως μόνο το ΚΚΕ μπορεί να φέρει αυτή την αλλαγή. Εξάλλου όλα τα υπόλοιπα έχουν δοκιμαστεί».

Τι θες να αλλάξει στην ελληνική κοινωνία;
«Θέλω να λειτουργεί η κοινωνία μας και το κράτος μας με βάση την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών και όχι με βάση το κέρδος. Δεν γίνεται το κράτος όπως έχει τώρα να σκέφτεται αν το συμφέρει να κάνει ένα έργο για την προστασία του λαού, να αποφασίζει πως δεν το συμφέρει και να αφήνει εκτεθειμένο το λαό.
Και ο λαός μας το έχει πληρώσει πολύ ακριβά με φωτιές, πλημύρες, ακόμα και στην πανδημία που το σύστημα υγείας κατέρρευσε. Δεν μπορεί το κράτος να σκέφτεται πως δεν το συμφέρει να έχουμε σύγχρονα σχολεία που να καλύπτουν τις ανάγκες των μαθητών και να στοιβάζει τους μαθητές σε κοντέινερ ή απαρχαιωμένα σχολεία.
Δεν γίνεται εν έτει 2025 να καταργείται το 8ωρο για τους εργαζόμενους και από την άλλη μεγάλες εταιρίες να σπάνε κάθε ρεκόρ κερδών. Είναι πολλά τα παραδείγματα που δείχνουν πως χρειαζόμαστε μια αλλαγή».
Τι θες να αλλάξει στο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα;
«Θα ήθελα καταρχάς να φροντίσει το κράτος να φτιαχτούν σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις όπου ο λαός θα μπορεί να αθληθεί δωρεάν. Θα ήθελα να μην υπάρχουν φαινόμενα όπου οι ποδοσφαιριστές ζουν με μισθούς πείνας και δεν τηρούνται τα συμφωνηθέντα. Πολλά τα παραδείγματα που οι ομάδες δεν πληρώνουν καν τους εργαζόμενους, τι κάνει το κράτος για αυτούς τους ανθρώπους; Πρέπει ο λαός μας να απαιτήσει δωρεάν αθλητισμό για όλους γιατί υγεία χωρίς αθλητισμό δεν υπάρχει».

Πολλοί θεωρούν πως το ποδόσφαιρο πρέπει να είναι no politica. Πως κρίνεις αυτή την άποψη;
«Από μόνη της η άποψη πως το ποδόσφαιρο πρέπει να είναι no politica είναι πολιτική πράξη. Στοχεύει στην ουδετεροποίηση από τα κοινά όσων ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και γενικότερα με τον αθλητισμό και αυτό ωφελεί μόνο το υπάρχον σύστημα, γιατί άνθρωπος που δεν έχει πολιτική άποψη είναι και εύκολα χειραγωγίσιμος.
Επίσης επειδή το ποδόσφαιρο κινητοποιεί μεγάλη μερίδα του λαού, όσοι προωθούν το no politica στοχεύουν στο να μην ακουστούν ριζοσπαστικά συνθήματα και μηνύματα για ιμπεριαλιστικούς πολέμους, για τη γενοκτονια στην Παλαιστινη, για το άδικο και βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα και τις αντιθέσεις που γεννά, για τα Τεμπη και την κρατική δολοφονία, δηλαδή στοχεύουν στο να μην γίνουν τα γήπεδα χώροι αφύπνισης συνειδήσεων και συλλογικής δράσης.
Γιατί όπως είδαμε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία μια χαρά άφησαν ελεύθερα τα πολιτικά μηνύματα επειδή τους συνέφερε οι λαοί να διαλέξουν πλευρά και να ακολουθήσουν την πολιτική που τους συμφέρει».
Πριν από ένα έτος κυκλοφόρησε από τον ΠΣΑΠΠ το ντοκιμαντέρ «ΧΑΟΣ» με θέμα την κατάσταση που επικρατεί στη Super League 2. Έχεις αντιμετωπίσει ανάλογες συνθήκες στην καριέρα σου; Τι θεωρείς πως πρέπει να γίνει για να μην υπάρχει Χάος στη δεύτερη τη τάξει εθνική κατηγορία;
«Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ήταν μια πάρα πολύ καλή πρωτοβουλία του ΠΣΑΠΠ για την ανάδειξη των όσων βιώνουν οι χαμηλότερες κατηγορίες. Πραγματικά η πλειοψηφία στις χαμηλότερες κατηγορίες είναι απελπιστική, πολλοί συνάδελφοι μου δεν έχουν να πληρώσουν τα νοίκια και τρώνε από συσσίτια.
Έχω αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις στον Πανιώνιο όπου ήμασταν απλήρωτοι για σχεδόν ένα χρόνο και όσοι δεν είχαν κάποια χρήματα στην άκρη πραγματικά δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι πως όλοι οι ποδοσφαιριστές πρέπει να ενωθούμε και να απαιτήσουμε καλύτερες συνθήκες για όλους. Ο μαζικός αγώνας και η διεκδίκηση είναι ο μόνος δρόμος».

Οπαδική βία και ποδόσφαιρο. Ποιός είναι ο τρόπος να απαλλαγούμε από τα συνεχή φαινόμενα οπαδικής βίας. Πως θα κρατηθούν τα παιδιά μακριά από αυτό;
«Ο μόνος τρόπος να σταματήσει η οπαδική βία είναι να απεμπλακεί ο αθλητισμός από επιχειρηματικές δραστηριότητες. Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο η οπαδική βία αλλά παντού στον κόσμο υπάρχει αυτό το φαινόμενο και ο κοινός παρονομαστής είναι τα επιχειρηματικά συμφέροντα που δρουν μέσα στον αθλητισμό».
Τι θα συμβούλευες ένα νεαρό παιδί που διαβάζει τη συνέντευξη αυτή σήμερα και θέλει να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο;
«Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές γιατί ο καθένας χαράσσει τον δικό του δρόμο αλλά θα τον συμβούλευα να μείνει ακέραιος και να εφοδιαστεί με αρκετή υπομονή».
