Ο Γιούρι Ζντοβτς μιλά αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και τον Θανάση Σχοινά για την σπουδαία καριέρα του τόσο ως καλαθοσφαιριστής όσο και ως προπονητής, ρίχνοντας φως στις αθέατες πλευρές της.
Ένας Hall of Famer στο Mpaladofatses.gr. Ο Γιούρι Ζντοβτς, ένας θρύλος του παγκόσμιου μπάσκετ, ανοίγει την καρδιά του στον Θανάση Σχοινά, ξετυλίγοντας το κουβάρι της σπουδαίας καριέρας του.
Από ένα χωριό της Σλοβενίας στην απόλυτη δόξα. Μέλος της καλύτερης ευρωπαϊκής εθνικής ομάδας που υπήρξε ποτέ και ηγέτης της Λιμόζ στην πορεία της έως την κατάκτηση της EuroLeague.
Αυτός είναι ο Γιούρι Ζντοβτς. Ένας άνθρωπος του μπάσκετ, που παραμένει ταπεινός και προσγειωμένος παρά την τεράστια αναγνώριση και επιτυχία. Δεν ξεχνά τον αγαπημένο του Ηρακλή, ούτε διστάζει να μας αναλύσει την μπασκετική του φιλοσοφία.
Ένας απλός άνθρωπος, που αγαπά το μπάσκετ και προτιμά να βάζει την ομάδα πάνω από τη μονάδα.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το μπάσκετ;
«Δεν ξέρω ακριβώς πότε ήταν η πρώτη μου επαφή. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό. Εκείνη την εποχή το μπάσκετ ήταν πολύ δημοφιλές στη Γιουγκοσλαβία. Βλέπαμε την Εθνική ομάδα πολύ. Την γενιά του Κιτσάνοβιτς, του Ντελίμπασιτς, αν θυμάσαι. Ζούσα κοντά σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Όπως όλα τα παιδιά έβγαινα έξω και έπαιζα ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Αυτά τα δύο αθλήματα ήταν διαθέσιμα και εύκολα να τα παίξουμε. Αυτή ήταν ίσως η πρώτη μου επαφή με την μπάλα.
Εκείνες τις εποχές, όταν ήσουν μικρός, συνήθως κοιτούσες τους μεγαλύτερους να παίζουν μπάσκετ στο γήπεδο. Ίσως σε καλούσαν να παίξεις μαζί τους και έκανες κάποια σουτ στο καλάθι. Από πολύ νωρίς αποφάσισα να γίνω μέλος μιας ομάδας, ήμουν 8 ετών, όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ σε έναν σύλλογο. Ήμουν τυχερός, γιατί στην πόλη μου το μπάσκετ ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και είχαμε ιστορία. Είχαμε μια καλή ομάδα με καλούς παίκτες ειδικά για το επίπεδο της Σλοβενίας. Οπότε ήταν εύκολο για μένα να διαλέξω αυτό το άθλημα. Αν και προπονούμουν και στο ποδόσφαιρο, γιατί ο δάσκαλος που μας έκανε γυμναστική στο σχολείο ήταν ποδοσφαιριστής και προσπάθησε να με ωθήσει να προπονηθώ σοβαρά στο ποδόσφαιρο, να πάω σε ομάδα, γιατί ήμουν και εκεί καλός. Αλλά εγώ επέλεξα το μπάσκετ».
Ήταν δύσκολο να παίξει κανείς επαγγελματικά μπάσκετ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία;
«Όχι, για εμένα ήταν πολύ απλό γιατί στη Σλοβενία δεν είχαμε πόλεμο. Είχαμε μόνο 14 ημέρες. Τότε αισθανθήκαμε μια επιθετικότητα από τον στρατό της Γιουγκοσλαβίας και αυτό συνέβη το καλοκαίρι, οπότε δεν επηρέασε το μπάσκετ. Τελειώσαμε κανονικά τη σεζόν. Έφυγα από την Ρώμη και την ΕΘνική Ομάδα, επειδή ξεκίνησε αυτή η επιθετικότητα στα τέλη του Ιουνίου με αρχές Ιουλίου και την επόμενη σεζόν έγινα μέλος της Κίντερ Μπολόνια. Δεν ένιωσα να επηρεάζει ο πόλεμος το μπάσκετ».

Πως νιώσατε όταν η κυβέρνηση της Σλοβενίας σας κάλεσε πίσω στην πατρίδα σας και δεν παίξατε στον τελικό του Eurobasket του 1991 και χάσατε και το μετάλλιο εκείνη τη σεζόν;
«Στο τέλος ήταν δική μου η απόφαση. Δεν με κάλεσε η κυβέρνηση, με κάλεσε η ομάδα και δεν με διέταξαν να γυρίσω πίσω. Μου το πρότειναν. Ήμουν πολύ καλά πληροφορημένος για το τι συνέβαινε εκείνες τις ημέρες. Σχεδίαζα τον γάμο μου τον Ιούλιο και είχα ήδη την πρώτη μου κόρη με την γυναίκα μου, οπότε ήταν εύκολη η απόφαση μου να φύγω από την Εθνική Ομάδα. Δεν ζήτησα ποτέ το μετάλλιο. Έφυγα πριν τον ημιτελικό με δική μου απόφαση και ανέλαβα όλη την ευθύνη».
Με την Εθνική Ομάδα της Γιουγκοσλαβίας κατακτήσατε 3 Χρυσά μετάλλια και ένα Ασημένιο Ολυμπιακό μετάλλιο. Ήταν εκείνη η ομάδα η καλύτερη Ευρωπαϊκή Εθνική Ομάδα όλων των εποχών;
«Κοίταξε, είναι πολύ δύσκολο να το πω αυτό. Κάθε γενιά έχει την δική της ποιότητα, τους δικούς της κανόνες. Το μπάσκετ αλλάζει, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει σύγκριση. Εκείνη τη στιγμή, η ομάδα μας ήταν πραγματικά πάρα πολύ καλή. Διασκέδαζα πολύ να παίζω μαζί με αυτούς τους παίκτες. Περνούσα πολύ όμορφα, ήταν πολύ εύκολο. Πραγματικά κυριαρχούσαμε.
Το ότι διαλύθηκε αυτή η ομάδα με την διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας είναι το μόνο που με στεναχωρεί. Ήμασταν ακόμα νέοι. Εγώ ήμουν 24 ετών, ο Ράτζα και ο Ντίβατς ήταν 23, ο Πάσπαλι 24, πολλοί παίκτες ήταν ακόμα πολύ νέοι. Αλλά οι αναμνήσεις που έχουν μείνει είναι πολύ καλές».

Είχατε συμπαίκτη τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Πώς ήταν ως συμπαίκτης; Πείτε μου για την προσωπικότητα του, γιατί η αγωνιστική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη.
«Ήταν υπέροχος. Ήταν ευγενικός, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Ήταν πολύ θετικός, χαμογελούσε όλη την ώρα. Τον συμπαθούσα πάρα πολύ. Όταν έγινα μέλος της Εθνικής Ομάδας, εκείνος ήταν ήδη παίκτης – κλειδί για τη Γιουγκοσλαβία. Το 1998 ήταν στην Ρεάλ Μαδρίτης, έπειτα πήγε στο NBA. Είχα μια πολύ καλή σχέση μαζί του, αν και στην αρχή ήμουν φοβισμένος. Μου φέρθηκε πολύ καλά, με βοήθησε και διασκέδαζα να παίζω μαζί του».
Πέτροβιτς, Κούκοτς, Ράτζα , Ντίβατς. Με ποιον είχατε την καλύτερη συνεργασία εντός παρκέ και με ποιον είχατε καλύτερη χημεία εκτός γηπέδου;
«Υπήρχαν και άλλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία, πολύ καλοί παίκτες εκείνη την εποχή όπως ο Τσούτουρα, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς που ήταν μέρος εκείνης της ομάδας. Εκτός γηπέδου έκανα περισσότερη παρέα με τους μεγαλύτερους. Ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Τσούτουρα, έβγαινα αρκετά με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Εντός γηπέδου απολάμβανα να παίζω μαζί με τον Κούκοτς. Δεν ήταν ποτέ εγωιστής. Του άρεσε να πασάρει, είχε μεγάλη αντίληψη του παιχνιδιού. Ήταν ο τύπος παίκτη που μου αρέσει. Μετέπειτα που έγινα προπονητής μου άρεσε να τον φέρνω ως παράδειγμα στους παίκτες μου. Απολάμβανε περισσότερο να δίνει καλές πάσες και σκόραρε όταν έπρεπε, όταν το χρειαζόταν η ομάδα».

Έπειτα από έναν χρόνο στην Κίντερ Μπολόνια γίνατε ο νο1 μεταγραφικός στόχος του coach Μάλκοβιτς στη Λιμόζ, η οποία και σας απέκτησε. Περιμένατε να κατακτήσετε την Ευρωλίγκα εκείνη τη σεζόν;
«Ήταν αρκετά δύσκολο να είσαι ξένος σε μια ομάδα εκείνη την εποχή. Επιτρεπόταν κάθε ομάδα να έχει μόνο δύο ξένους, οπότε η πλειοψηφία των ξένων σε μια ομάδα ήταν από τις Η.Π.Α. Χρειαζόταν να είσαι παίκτης κορυφαίου επιπέδου για να είσαι μέλος των κορυφαίων αυτών ομάδων.
Από την άλλη πλευρά, ήταν πιο εύκολο να κερδίσεις την EuroLeague ή το Eurocup γιατί τα χρήματα δεν έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο εκείνη την εποχή. Υπήρχαν μόνο 2 ξένοι παίκτες και 10 γηγενείς σε όλες τις ομάδες. Για αυτό τον λόγο ήταν πιο εύκολο να κερδίσεις κάτι, να κάνεις την έκπληξη. Σίγουρα ήταν μεγάλη έκπληξη η κατάκτηση της EuroLeague από τη Λιμόζ στην Αθήνα, αλλά το αξίζαμε».
Ποιο ήταν το «κλειδί» εκείνης της επιτυχίας;
«Πρώτα από όλα, ο coach Μάλκοβιτς ήταν ένας εξαιρετικός προπονητής. Αναγνώριζε το είδος του μπάσκετ που ήθελε να παίξει αυτή η ομάδα, προκειμένου να πετύχει. Τα σκορ ήταν πολύ χαμηλά. Δεν μας επέτρεπε να παίζουμε γρήγορα, να πηγαίνουμε σε αιφνιδιασμούς. Ήθελε να παίζουμε αργό μπάσκετ, να έχουμε τον έλεγχο και να παίζουμε καλή άμυνα. Και στο τέλος το πλάνο αυτό στέφθηκε με επιτυχία».
Ήταν το buzzer – beater σουτ που πετύχατε στα playoffs απέναντι στον Ολυμπιακό το πιο σημαντικό σουτ της καριέρας σας;
«Δεν ξέρω. Έχω παίξει τόσα πολλά παιχνίδια, έχω βάλει αρκετά σημαντικά σουτ. Σίγουρα ήταν ένα από αυτά αλλά δεν κερδίσαμε τον τελικό με αυτό. Κερδίσαμε τον προημιτελικό. Ήταν πολύ σημαντικό αλλά μετά από κάποιο καιρό το ξέχασα. Μου το θύμισαν λίγα χρόνια πριν στην γιορτή για τα 30 χρόνια από την κατάκτηση της EuroLeague με τη Λιμόζ. Δεν ξέρω αν ήταν το πιο σημαντικό σουτ της καριέρας μου, αλλά στο τέλος ήταν καθοριστικό γιατί αν δεν κερδίζαμε τον προημιτελικό δεν θα προκρινόμασταν στο Final Four».
Αρκετοί έλεγαν ότι ο τρόπος που έπαιζε τότε η Λιμόζ ήταν ο θάνατος του μπάσκετ. Ποια είναι η άποψη σας για αυτό το σχόλιο; Κερδίζει η άμυνα τρόπαια;
«Ακόμα πιστεύω ότι η άμυνα κερδίζει τρόπαια. Στο τέλος της ημέρας, μπορείς να κερδίσεις ένα παιχνίδι με την επίθεση σου ακόμα και αν αυτός είναι ο ημιτελικός ή ο τελικός. Αλλά μακροπρόθεσμα, για να βρεθείς εκεί, χρειάζεται να παίξεις άμυνα. Επειδή ένα από τα δυνατά μου σημεία ήταν η καλή άμυνα, ακόμα πιστεύω, όπως και άλλοι προπονητές, πως η άμυνα είναι το «κλειδί». Μπορεί να γίνει μια συνεχή ανασφάλεια στο παιχνίδι.
Αν κοιτάξουμε πίσω στο Final Four που νικήσαμε, θα συμφωνήσω με την άποψη τους. Την επόμενη σεζόν έφυγα από τη Λιμόζ και πήγα στον Ηρακλή, που ήταν μια κίνηση έκπληξη για πολλούς, και ένας από τους λόγους ήταν αυτός. Δεν απολάμβανα το μπάσκετ με τον τρόπο που έπαιζε η Λιμόζ. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οι περισσότερες ομάδες μετά έπαιζαν με τον ίδιο τρόπο με τη Λιμόζ. Και το ελληνικό μπάσκετ είναι φημισμένο για την άμυνα του, για τα χαμηλά σκορ και τον έλεγχο του παιχνιδιού».

Πώς πήρατε την απόφαση να πάτε στον Ηρακλή, που δεν έπαιζε στην Ευρώπη εκείνη τη σεζόν;
«Ειλικρινά ήταν μια πολύ εύκολη απόφαση να πάω στον Ηρακλή. Ήμουν χωρίς ομάδα, δεν ήμουν πλέον στη Λιμόζ, και ήμουν ένα παιδί που ήταν εύκολο να το πείσεις. Ο Λευτέρης Σούμποτιτς και ο Ντράγκαν Σάκοτα με πήραν τηλέφωνο και με έπεισαν πολύ εύκολα και γρήγορα. Αλλά όπως είπα και πριν δεν ήταν εύκολο για εμένα, ακόμα και που κέρδισα την Ευρωλίγκα, να βρω ομάδα.
Εξαιτίας του τρόπου που έπαιζε η Λιμόζ η στατιστική μου δεν ήταν καλή. Δεν το θυμάμαι ακριβώς τώρα, αλλά δεν πρέπει να είχα πάνω από 10 πόντους κατά μέσο όρο. Όλες οι ομάδες της EuroLeague είχαν μόνο δύο ξένους παίκτες, όπως προείπα, και δεν ήταν εύκολο για εμένα να βρω τη θέση μου στους κορυφαίους συλλόγους».
Πως θα περιγράφατε τα χρόνια σας στον Ηρακλή; Σας έλειψε ένα τρόπαιο;
«Ξεκάθαρα. Τα χρόνια στον Ηρακλή ήταν, μετά τη Λιμόζ, τα καλύτερα τέσσερα χρόνια της καριέρας μου. Ακόμα τα θυμάμαι. Όταν μαζευόμαστε με την οικογένεια μου, μιλάμε πολλές φορές εκείνα τα χρόνια στον Ηρακλή. Με τον Ηρακλή κάναμε θαύματα αδιαμφισβήτητα. Παίξαμε στην EuroLeague, φτάσαμε κοντά στο να παίξουμε τελικό στο Κύπελλο Κόρατς. Ήμασταν λίγο άτυχοι στην Ισπανία. Δεν κερδίσαμε κάποιο τρόπαιο, είχαμε την ευκαιρία αλλά ανεξαρτήτως αυτού ήταν μια εξαιρετική περίοδος για εμένα και για τον σύλλογο».
Γίνατε ένας «θρύλος» του συλλόγου.
«Ένας από αυτούς. Πολλοί εξαιρετικοί παίκτες έπαιξαν στον Ηρακλή. Πριν λίγους μήνες ήμουν ξανά εκεί και ήταν πολύ ωραίο που είδα ξανά όλους αυτούς τους παίκτες και την Θεσσαλονίκη. Είχα πολύ καιρό να βρεθώ εκεί και το απόλαυσα πολύ».

Και με τους φιλάθλους έχετε μια ξεχωριστή σύνδεση.
«Ναι, με αγαπούν ακόμα παρά το γεγονός πως έφυγα από την ομάδα δύο φορές. Την πρώτη, ως παίκτης, έφυγα επειδή δεν μας πλήρωναν. Τη δεύτερη φορά έφυγα ως προπονητής. Ήταν μια απαίσια κατάσταση. Δεν νιώθω περήφανος για αυτό. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα έτσι, ίσως τώρα να δρούσα διαφορετικά. Αλλά ακόμα και μετά από αυτά, με συγχώρεσαν και μου έδειξαν τον σεβασμό τους».
Οι φίλαθλοι του Ηρακλή σας είχαν δώσει και ένα παρατσούκλι, το «Ξανθό» Σκυλί. Πως προέκυψε; Σας άρεσε;
«Δεν έχω ιδέα πως προέκυψε. Πραγματικά δεν ξέρω. Μπορεί και να το έχω ξεχάσει. Ήμουν πολύ επαγγελματίας. Η καθημερινότητα μου ήταν προπόνηση – σπίτι – προπόνηση. Δεν έβγαινα έξω, δεν κυκλοφορούσα πολύ. Πρώτη φορά πήγα στα μπουζούκια, μετά από δύο χρόνια από όταν ήμουν στην Ελλάδα. Ειλικρινά δεν το ήξερα ότι με έλεγαν έτσι».
Επιστρέψατε ξανά ως παίκτης στην Ελλάδα το 2001 στον Πανιώνιο. Πώς ήταν εκείνη η σεζόν;
«Ήταν υπέροχα. Ο προπονητής ήταν εξαιρετικός. Υπήρχαν κάποια οικονομικά προβλήματα, τίποτα καινούριο (σ.σ γέλια). Εκείνη την περίοδο το μπάσκετ άλλαξε λίγο. Επέτρεψαν με τον νόμο Μπόσμαν να υπάρχουν αρκετοί ξένοι παίκτες στις ομάδες. Είχαμε μερικούς νεαρούς ταλαντούχους παίκτες, όπως ήταν ο Θοδωρής(Παπαλουκάς). Ήταν όμορφα, απόλαυσα εκείνη τη σεζόν».

Εκείνη τη σεζόν πήρατε τον ρόλο του μέντορα προς τον Παπαλουκά;
«Ήμουν ήδη 34 ετών και ένιωσα για πρώτη φορά πως δεν ήμουν τόσο γρήγορος όσο παλιά. Ένιωθα τον χρόνο που είχε περάσει(σ.σ γέλια). Είχα κάποια προβλήματα με τη μέση μου, ήμουν λίγο απογοητευμένος εξαιτίας αυτού. Ένιωθα πως δεν μπορώ να αποδώσω όπως παλαιότερα. Αλλά ναι, ο Θοδωρής ήταν εκεί και ήταν τεράστια χαρά και τιμή για εμένα που μπορούσα να τον βοηθήσω και που με άκουγε. Πολλοί νεαροί παίκτες δεν ακούν. Νομίζουν πως ξέρουν τα πάντα».
Ποια είναι η γνώμη σας για εκείνον ως παίκτη και ως άνθρωπο;
«Ο Θοδωρής είναι εξαιρετικός, πραγματικά εξαιρετικός. Ειλικρινά, δεν περίμενα ότι θα έκανε μια τόσο ξεχωριστή καριέρα. Όταν ήταν νεαρός, το σουτ του δεν ήταν πολύ αξιόπιστο, αλλά είχε μέγεθος, είχε αθλητικότητα και είμαι πολύ χαρούμενος για τις επιτυχίες του. Είμαι επίσης πολύ περήφανος γιατί σε αρκετές συνεντεύξεις του αναφέρεται σε εμένα και λέει πως το βοήθησα πολύ. Αυτό είναι ίσως το καλύτερο πράγμα που μπορεί να ακούσει κανείς, να μεταδώσει τις γνώσεις του σε νέους παίκτες».

Πότε αποφασίσατε ότι μετά το τέλος της καριέρας σας θα γίνετε προπονητής;
«Πολλοί άνθρωποι του μπάσκετ στις ομάδες που έπαιζα μου έλεγαν: «θα γίνεις εξαιρετικός προπονητής, πρέπει να γίνεις προπονητής». Αλλά δεν ήμουν τόσο σίγουρος. Όταν ολοκλήρωσα την καριέρα μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Όπως και πολλοί άλλοι παίκτες. Δεν είναι εύκολη αυτή η μετάβαση. Έγινα πολύ γρήγορα προπονητής. Ο Ντίνο Ράτζα με κάλεσε στην Σπλίτ και πήρα τη δουλειά. Τα πήγαμε πολύ καλά, κερδίσαμε το κύπελλο Κροατίας, παίξαμε στην Αδριατική Λίγκα. Έπειτα από 2-3 χρόνια που δούλεψα ως προπονητής, ήμουν λίγο απογοητευμένος γιατί εκείνες τις εποχές γίνονταν πολλά με τους διαιτητές. Πιστεύω πως όλα τα πράγματα πρέπει να είναι δίκαια, αλλά προφανώς δεν ήταν έτσι.
Αποφάσισα να σταματήσω την προπονητική, έγινα ατζέντης, στη συνέχεια αθλητικός διευθυντής αλλά κατέληξα να αποφασίσω ότι η δουλειά του προπονητή μου ταίριαζε περισσότερο. Δεν ήμουν καλός στο business κομμάτι, ήμουν καλός στο μπάσκετ. Είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να είμαι συνεπής σε αυτό για πέντε χρόνια και μετά θα αξιολογούσα αν ήμουν καλός σε αυτό ή όχι».
Στην πορεία αυτή γίνατε προπονητής της Εθνικής Σλοβενίας. Πως νιώσατε τότε;
«Ήταν τέραστια τιμή να είμαι προπονητής της ΕΘνικής Ομάδας της χώρας μου. Είχαμε εξαιρετικούς παίκτες, εξαιρετική ομάδα. Θεωρούσαμε πως θα παίξουμε στον τελικό, αλλά ήμασταν λίγο άτυχοι, υπήρχε και το θέμα των διαιτητών, αλλά δεν έχει σημασία, ήταν υπέροχα».

Και χάσατε το χάλκινο μετάλλιο από την Εθνική ομάδα της Ελλάδας.
«Ναι, στον μικρό τελικό. Έπρεπε όμως να παίζουμε στον μεγάλο τελικό, να νικήσουμε τη Σερβία στον ημιτελικό. Είχαμε κάποιους τραυματισμούς, κάποια προβλήματα. Οι Έλληνες ήταν πολύ δυνατοί εκείνη την περίοδο . Επίσης παίξαμε τον ημιτελικό αργά, τελείωσε μετά τα μεσάνυχτα, πολλά έγιναν, αλλά δεν έχουν σημασία πια, κανείς δεν νοιάζεται για αυτά. Είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε ένα μετάλλιο, αλλά δεν το καταφέραμε».
Αισθάνεστε απογοήτευση για αυτό το γεγονός;
«Φυσικό είναι. Το έχω στο αίμα μου, θέλω να κερδίζω κάθε παιχνίδι. Για εμένα η 4η θέση δεν σημαίνει κάτι. Σε κάθε παιχνίδι, σε κάθε διοργάνωση θες να είσαι ο πρώτος, να κερδίσεις το χρυσό μετάλλιο. Μερικές φορές οι προσδοκίες μου είναι πολύ υψηλές».

Το 2015 γίνατε προπονητής της ΑΕΚ. Πως αξιολογείτε την πορεία σας εκεί;
«Ήταν υπέροχα. Δεν είναι εύκολο να είσαι προπονητής στην ΑΕΚ. Αλλάζουν πολλούς προπονητές. Σέβομαι πολύ τον Μάκη Αγγελόπουλο. Δουλεύει με τον δικό του τρόπο. Πρέπει είναι σεβαστό από όλους ότι βρίσκεται εκεί. Χωρίς εκείνον η ΑΕΚ δε θα βρισκόταν σε αυτό το επίπεδο. Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ είναι δύσκολοι. Μερικές φορές αποδοκίμαζαν εμάς και όχι την αντίπαλη ομάδα, αλλά έτσι είναι. Το σέβομαι. Έχω καλές αναμνήσεις από την ΑΕΚ».
Είχατε βρεθεί κοντά στον Ολυμπιακό ή στον Παναθηναϊκό είτε ως παίκτης είτε ως προπονητής;
«Ναι, είχα πρόταση από τον Ολυμπιακό ως προπονητής. Ήμουν στην Τουρκία, όταν άλλαξαν προπονητή, όταν έφυγε ο Μπαρτζώκας, μου έγινε πρόταση αλλά είχα συμβόλαιο. Αυτό ίσως είναι κάτι που θα άλλαζα στην καριέρα μου στο μπάσκετ. Ένα χρόνο πριν ήμουν στην Σπαρτακ Αγίας Πετρούπολης, παίξαμε Final Four, ήμουν προπονητής της χρονιάς στο EuroCup και πήρα με ρίσκο τη δουλειά σε μια αδύναμη ομάδα της Τουρκίας. Κάναμε όμως μια πολύ καλή δουλειά και μες στη σεζόν μου έκανε πρόταση ο Ολυμπιακός, αλλά δεν με άφησαν να φύγω. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να τους αφήσω και έτσι έμεινα στην Τουρκία».

Το έχετε μετανιώσει;
«Δεν μετανιώνω τίποτα. Όπου και να πήγα, πέρασα όμορφα αλλά ίσως η προπονητική μου καριέρα να ήταν διαφορετική αν είχα αναλάβει τον Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός τότε είχε τον Σπανούλη, ήταν πολύ καλή ομάδα, θα απολάμβανα να είμαι προπονητής εκεί».
Από άλλη ελληνική ομάδα; Υπήρξε πρόταση αυτά τα χρόνια;
«Όχι, όχι. Το ελληνικό μπάσκετ είχε τότε τρεις καλές ομάδες. Πλέον, εξελίσσεται, μεγαλώνει. Ο Άρης έπαιξε ξανά στο EuroCup. Ο Προμηθέας, το Περιστέρι παίζουν στην Ευρώπη. Το πρωτάθλημα δυναμώνει και αυτό είναι πολύ καλό».

Ποιο ήταν το συναίσθημα όταν μπήκατε στο Hall of Fame της FIBA;
«Ήταν περίεργο. Ήταν ο Covid τότε, και μας έδωσαν αυτό το βραβείο μέσω βίντεο. Μου έστειλαν την τιμητική πλακέτα με το ταχυδρομείο. Είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι εκεί και είμαι πολύ περήφανος».

Ποια είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά που θέλετε να έχει η ομάδα σας;
«Στην εποχή μας στην προπονητική είναι σημαντικό κομμάτι το να έχεις καλές δημόσιες σχέσεις. Θα σου πω μια αστεία ιστορία. Ένας από τους λόγους που αποχώρησα από την ΑΕΚ είναι το γεγονός πως δεν έβγαινα έξω με τον πρόεδρο, δεν έκανα δημόσιες σχέσεις. Γυρνούσα σπίτι, κοιμόμουν νωρίς κάτι που δεν είναι σύνηθες για τους Έλληνες. Η αδυναμία μου ήταν το PR, οι δημόσιες σχέσεις. Οι Σέρβοι είναι πολύ καλοί σε αυτό, ξέρουν πως να μιλήσουν, πως να πείσουν, έχουν τον τρόπο τους. Εγώ ήμουν συγκεντρωμένος στο γήπεδο.
Σήμερα, για να πετύχεις πρέπει να έχεις μεγάλη συνέπεια. Υπάρχουν τόσα πολλά παιχνίδια, τόσα σκαμπανεβάσματα. Χρειάζεται να επιλέγεις το κατάλληλο ρόστερ. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Στη συνέχεια παίζει ρόλο και η τύχη, πρέπει να είσαι λίγο τυχερός, να μην έχει τραυματισμούς η ομάδα, και αν υπάρξει κάποιος σοβαρός να γίνει άμεση αντικατάσταση. Είναι ομαδική δουλειά. Κάθε προπονητής εύχεται να έχει όλων των ειδών τα «όπλα» στην ομάδα του. Αυτό ζητά το μοντέρνο μπάσκετ. Και φυσικά πολλή δουλειά».

Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο που θέλει να ακολουθήσει επαγγελματικά την καριέρα του καλαθοσφαιριστή και του προπονητή;
«Από την πλευρά του καλαθοσφαιριστή σήμερα είναι πολύ δύσκολο. Πιστεύω πλέον κανείς δεν ακούει τους προπονητές. Οι νέοι παίκτες ακούν τους φίλους τους, τους γονείς, τους ατζέντηδες, τα social media είναι πολύ σημαντικά επίσης. Θα συμβούλευα τα νεαρά παιδιά που θέλουν να παίξουν μπάσκετ επαγγελματικά να αναλάβουν ευθύνες. Τελευταία, όλοι μεταδίδουν την ευθύνη στους άλλους, δεν κοιτούν τον εαυτό τους. Αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια.
Ακόμα, για τους νέους παίκτες πλέον είναι κακό κάποιος να τους ωθεί να προπονηθούν περισσότερο. Έχουν ταλέντο, αλλά δεν νοιάζονται και πολύ. Ενώ πρέπει να είναι το αντίθετο. Το να γίνεις παίκτης κορυφαίου επιπέδου είναι δύσκολο. Δεν έχεις πολλές ευκαιρίες, μπορεί να υπάρξει κάποιος τραυματισμός, δεν υπάρχει χρόνος για το σχολείο. Πρέπει να θέλεις πολύ να γίνεις καλός παίκτης.
Για κάποιον που θέλει να γίνει προπονητής έχω να του πω ότι είναι επίσης δύσκολο. Υπάρχουν δύο κατηγορίες. Οι πρώην παίκτες όπως εγώ, ο Σπανούλης, ο Γιασικεβίτσιους που έχουν εξασφαλιστεί ήδη οικονομικά, έχουν μεγάλο όνομα και για αυτούς είναι πολύ πιο εύκολο να κάνουν το «άλμα» στο υψηλότερο επίπεδο.
Από την άλλη υπάρχουν και οι νεαροί προπονητές. Για να φτάσουν στο υψηλότερο επίπεδο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Στην αρχή μπορεί να μην πληρώνονται. Πρέπει να αγαπάς πολύ αυτή τη δουλειά, να είσαι φανατικός με αυτή και το μπάσκετ για να γίνεις προπονητής. Ίσως είναι πιο εύκολο στην εποχή που διανύουμε γιατί όλη σου η δουλειά υπάρχει στα Social Media και οτιδήποτε θες θα το βρεις. Πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχε τίποτα. Είχες απλά την εμπειρία, δούλευες μαζί με κάποιους προπονητές. Τώρα είναι πιο εύκολο, αλλά παραμένει μια πολύ δύσκολη δουλειά».

Ποιοι προπονητές που είχατε ως παίκτης σας ενέπνευσαν να γίνετε προπονητής; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχετε πάρει από εκείνους;
«Μου αρέσουν οι προπονητές που έχουν τον δικό τους τρόπο, τη δική τους φιλοσοφία, που φέρνουν κάτι καινούργιο. Είχα πολλούς καλούς προπονητές, αλλά στο τέλος της ημέρας πρέπει να έχεις τη δική σου φιλοσοφία βάσει του τι πιστεύεις εσύ όχι του τι πιστεύουν οι άλλοι. Ακόμα κι αν δούλεψα με τον Ίβκοβιτς, τον Μεσίνα, τον Σάκοτα, τον Σούμποτιτς, τον Μάλκοβιτς, πολλούς εξαιρετικούς προπονητές που βρέθηκαν και βρίσκονται στο κορυφαίο επίπεδο στο τέλος μαθαίνω από τα δικά μου λάθη. Αυτό είναι που θέλω να πω. Αυτό βοηθάει να χτίσεις τη φιλοσοφία σου ως προπονητής. Το μπάσκετ αλλάζει και οι γενιές αλλάζουν και πρέπει να προσαρμόζεσαι».
