Ο Στέφανος Κοτσόλης μίλησε στις 24/5 αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και στον Θανάση Σχοινά λίγες εβδομάδες μετά την άνοδο της Κηφισιάς στην Stoiximan Super League, αναλύοντας την πορεία της ομάδας των Βορείων Προαστίων και τον ρόλο του ως τεχνικός διευθυντής.
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που το παιχνίδι τελειώνει, αλλά η αποστολή μόλις αρχίζει. Όταν τα φώτα του γηπέδου σβήνουν, κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν να δουλεύουν για αυτό που αγαπούν. Ο Στέφανος Κοτσόλης δεν έμεινε στην ανάμνηση της καριέρας του. Γύρισε σελίδα. Από εκείνη την ειλικρινή κόπωση της ψυχής που σε ωθεί να απομακρυνθείς, για να ξαναβρείς το λόγο που ξεκίνησες.
Μετά από μια περίοδο σιωπής και πλήρους αποτοξίνωσης από το ποδόσφαιρο, γύρισε ως αρχιτέκτονας ενός ονείρου. Δεν τον τράβηξε η λάμψη των πάγκων, αλλά η πρόκληση της οργάνωσης. της αναδόμησης μιας ομάδας.
Στο Mpaladofatses.gr μιλά για το ρόλο του τεχνικού διευθυντή, τις υποχρεώσεις και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει καθημερινά ενώ περιγράφει με αγάπη το ταξίδι της Κηφισιάς από τη Γ’ Εθνική έως τη Stoiximan Super League.

Πώς αποφασίσατε να γίνετε τεχνικός διευθυντής, αφού τελειώσατε την καριέρα σας;
«Σταμάτησα την καριέρα μου, κυρίως γιατί ήμουν κορεσμένος πνευματικά, σωματικά άντεχα να παίξω κι άλλο. Είχα κορεστεί με τα πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο. Έκανα μια πλήρη αποτοξίνωση από τον χώρο. Δηλαδή, για 2-2,5 χρόνια δεν έβλεπα ούτε τον τελικό του Champions League. Αμέσως μετά, πήρα τα πρώτα διπλώματα προπονητικής, αλλά μέσα μου πάντα ήξερα ότι πιο πολύ αυτό που με εξιτάρει ήταν το διοικητικό, το οργανωτικό κομμάτι, η έννοια του τεχνικού διευθυντή κατά κάποιο τρόπο.
Προέκυψε μια τυχαία συνάντηση με τον ιδιοκτήτη της ομάδας τον κύριο Πρίτσα, με τον οποίο είμαστε φίλοι σχεδόν 25 χρόνια, είχαμε χαθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της καριέρας μου και των υποχρεώσεων που είχα. Από την πρώτη στιγμή που με είδε μου πρότεινε να αναλάβω δίπλα του τον ρόλο του τεχνικού διευθυντή. Η ομάδα τότε ήταν στη Γ’ ΕΘνική, δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω όσων αφορά την ομάδα, αλλά επειδή είναι ένας άνθρωπος που παίρνει πάντα αυτό που θέλει, με πολύ έντονη πίεση αποφασίσαμε να συνεργαστούμε ξεκινώντας από τη Γ’ Εθνική και φτάσαμε αυτά τα χρόνια να πραγματοποιήσουμε αυτή την πορεία με την ομάδα της Κηφισιάς, φτάνοντας ξανά για δεύτερη φορά στην Super League 1».
Ποιο ήταν το «κλειδί» της επιτυχίας και των συνεχόμενων ανόδων οργανωτικά, στο δικό σας κομμάτι;
«Το «κλειδί» της επιτυχίας σίγουρα ξεκινά από τον ιδιοκτήτη, που είναι ένας άνθρωπος με τεράστιο όραμα. Αυτό το όραμα είναι που με έπεισε και εμένα να ασχοληθώ με την ομάδα και κατά την άποψη μου είναι το οικογενειακό κλίμα, που επικρατεί όλα αυτά τα χρόνια στην ομάδα. Όλο το οικοδόμημα της Κηφισιάς είναι δομημένο πάνω σε πολύ καλές οικογενειακές σχέσεις και νομίζω πως αυτό είναι το «κλειδί» της επιτυχίας. Ταυτόχρονα, ένας από τους λόγους που αποτύχαμε την πρώτη φορά που ανεβήκαμε ήταν ότι δεν υπήρχε αυτό το έντονο οικογενειακό κλίμα στα αποδυτήρια και γενικότερα στην ομάδα».
Στην οργάνωση της ομάδας τι αλλαγές έπρεπε να γίνουν από τη Γ’ ΕΘνική στις επαγγελματικές κατηγορίες;
«Εμένα το πρώτο μου μέλημα, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα τον ρόλο αυτό, από την Γ’ ΕΘνική κιόλας που ήμασταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ήταν να αλλάξω την λειτουργία της ομάδας. Η ομάδα είχε έντονο το στοιχείο του ερασιτεχνισμού σε όλα τα επίπεδα, οπότε η πρώτη αλλαγή που έκανα ήταν να λειτουργούμε σε επαγγελματικά πρότυπα, σαν η ομάδα να βρίσκεται στη Super League 1, σε όλους τους τομείς. Είτε αυτό αφορούσε το προπονητικό, το ιατρικό τιμ, τις παροχές στους ποδοσφαιριστές και νομίζω αυτό έκανε τεράστια διαφορά στην κατηγορία εκείνη και ήταν ο κύριος λόγος που ανεβήκαμε τόσο εύκολα από τη Γ’ ΕΘνική στη Super League 2».
Πέρα από το ότι δεν υπήρχε το οικογενειακό κλίμα που θέλατε, όπως είπατε, στην πρώτη χρονιά στη Super League 1, υπήρχαν άλλοι λόγοι για την αποτυχία και τον υποβιβασμό;
«Υπήρχαν πολλοί λόγοι. Καταρχάς, αν θυμάστε, το τελευταίο ματς ήταν στις 18 Ιουνίου και 2-3 Ιουλίου έπρεπε να ξεκινήσουμε προετοιμασία. Άρα ο χρόνος προετοιμασίας που είχαμε για να στελεχωθούμε σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο αγωνιστικό, γιατί είναι χαώδης η διαφορά από τη Super League 2 στη Super League 1, ήταν ελάχιστος. Υπήρξε αλλαγή προπονητή, οπότε έπρεπε να αναζητήσουμε και προπονητή. Όποιες κινήσεις είχαν γίνει για να εντοπίσουμε παίκτες, όλες ανατράπηκαν και ξεκινήσαμε από μηδενική βάση. Παίξαμε τα πρώτα ματς εκτός έδρας, στη Λαμία. Ήταν πάρα πολλά τα πράγματα που έπρεπε να αλλάξουν. Η ομάδα τα τελευταία χρόνια κάνει άλματα, αλλά το άλμα από τη Super League 2 στη Super League 1 είναι πάρα μα πάρα πολύ δύσκολο. Δυστυχώς, φανήκαμε ανέτοιμοι, κάναμε πολλά λάθη απειρίας και εγώ προσωπικά. Παρόλο που αγωνιστικά δεν θεωρώ πως ήμασταν η δεύτερη χειρότερη ομάδα του πρωταθλήματος δεν τα καταφέραμε και υποβιβαστήκαμε».

Πόσο δύσκολη ήταν η μετάβαση από τη Super League 1 ξανά στη Super League 2, η διαχείριση του υποβιβασμού και η πορεία πρωταθλητισμού;
«Ο υποβιβασμός και ο τρόπος που ήρθε μας στοίχισε πάρα πολύ. Ήταν ένα πολύ ισχυρό σοκ για όλους μας. Για λίγες μέρες δεν είχαμε ούτε τη δύναμη να το διαχειριστούμε, αλλά όπως έχω ξαναπεί η ομάδα αυτή αντλεί τη δύναμη της από τον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης ήταν εκείνος που έδωσε δύναμη σε όλους, ακόμα και σε εμένα που σκεφτόμουν να σταματήσω. Δεν ήθελα να βιώσω ξανά τη Super League 2. Ήταν εκείνος που κινητοποίησε όλο τον οργανισμό, μας έδωσε τεράστιο κίνητρο και μετά από λίγες ημέρες είπαμε ότι πάμε πάλι να φτιάξουμε μια ομάδα ανταγωνιστική, να διεκδικήσει το πρωτάθλημα και να καταφέρει κάτι που δεν έχει επαναληφθεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μια ομάδα που σε τρεις συμμετοχές στη Super League 2 θα κατορθώσει να πετύχει δεύτερη άνοδο. Οπότε όλα ξεκίνησαν από εκείνον και σιγά – σιγά καταστρώσαμε τα πλάνα για τη σεζόν που ολοκληρώθηκε».
Είπατε πριν πως δεν θέλετε να ξαναζήσετε τη Super League 2. Είναι όντως το ΧΑΟΣ που έδειξε στο ντοκιμαντέρ του ο ΠΣΑΠΠ; Ποια είναι η προσωπική σας εμπειρία στην κατηγορία αυτή;
«Για να είμαι ειλικρινής, η φετινή σεζόν ήταν τελείως διαφορετική από την προηγούμενη σεζόν, που είχα βιώσει στη Super League 2. Νομίζω καθοριστικό ρόλο έπαιξαν σίγουρα και οι κινήσεις του ΠΣΑΠΠ, ακόμα και αυτό το ντοκιμαντέρ, και επίσης η προβολή του πρωταθλήματος από το ΣΚΑΪ και από το monobala. Βοήθησε στο να έχει ο κόσμος καλύτερη εικόνα του πρωταθλήματος, έφερε πιο πολύ κόσμο κοντά στις ομάδες, έφερε λίγο περισσότερα έσοδα, γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα που μαστίζει αυτή την κατηγορία είναι ότι τα έσοδα σε σχέση με τα έξοδα είναι μηδαμινά, είναι ελάχιστα. Εκείνο που δεν ήθελα να βιώσω ήταν οι κακές συνθήκες και πράγματα που δεν τιμούν το ποδόσφαιρο ως άθλημα».
Αποφασίσατε να δώσετε το χρίσμα του προπονητή στον κύριο Λέτο. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση; Θεωρήσατε ότι είναι ένα ρίσκο για εσάς;
«Να επαναλάβω ότι με τον Σέμπα, όταν ήμασταν συμπαίκτες, είχαμε μια πάρα πολύ καλή σχέση αλληλοεκτίμησης και αλληλοσεβασμού, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ήμασταν ποτέ κολλητοί. Ο Σέμπα ήρθε κοντά μας την περσινή χρονιά σαν βοηθός προπονητή. Η προσπάθεια του, το έργο που παρουσίασε ως βοηθός, η όρεξη για δουλειά, η νοοτροπία νικητή που τον χαρακτηρίζει ήταν και το έναυσμα για εμάς για να μπούμε στη διαδικασία να σκεφτούμε να του δώσουμε τον ρόλο που πρώτου προπονητή.
Συνεπώς, για εμάς δεν υπήρχε ρίσκο. Η αξιολόγηση είχε προηγηθεί τους έξι μήνες που εργαζόταν ως βοηθός προπονητή. Ξέραμε ότι το κίνητρο του είναι τεράστιο. Έχει τεράστιο κίνητρο να αποδείξει πως μπορεί να κάνει ακόμα μεγαλύτερη καριέρα από ότι έκανε ως ποδοσφαιριστής. Οπότε, εσωτερικά στην ομάδα δε θεωρούσαμε ότι παίρνουμε ρίσκο. Θεωρούσαμε ότι επιβραβεύουμε έναν άνθρωπο, που τους προηγούμενους έξι μήνες μας έχει αποδείξει ότι αξίζει αυτή την ευκαιρία».

Μες στη χρονιά υπήρχαν σκαμπανεβάσματα στην απόδοση της ομάδας, ποιο ήταν το σημείο που είπατε ότι η ομάδα κατευθύνεται 100% προς την άνοδο;
«Δεν θεωρώ ότι είχαμε σκαμπανεβάσματα. Θα πω ότι ξεκινήσαμε με ένα διαφορετικό σύστημα, στο οποίο έδειχνε η ομάδα μια δυσκολία στη δημιουργία πολλών ευκαιριών, σε σχέση και με τους ποδοσφαιριστές που είχε, αλλά ο προπονητής απέδειξε ότι δεν είναι δογματικός. Όταν χρειάστηκε να άλλαξει το σύστημα, γιατί ξεκινήσαμε με 3-4-2-1, και να γίνει 4-3-2-1, η ομάδα έδειξε πολύ πιο επιθετική εικόνα.
Σίγουρα, σε μία χρονιά υπάρχουν και κλυδωνισμοί, δεν μπορεί μια ομάδα να έχει πάντα την ίδια καλή απόδοση. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που η απόδοση τους μεταβάλλεται, αλλά νομίζω γενικότερα σε όλη τη χρονιά είχαμε μια σταθερότητα, ήμασταν πρώτοι από την αρχή και μοναδική στιγμή που αμφισβητήθηκε η πρωτιά ήταν πριν το καθοριστικό αυτό ματς με την Καλαμάτα στα πλέι – οφ. Με διαφορετικό φορμάτ, αν οι βαθμοί δεν είχαν διαιρεθεί δια δύο, θα είχαμε μεγαλύτερη απόσταση από την Καλαμάτα. Γενικότερα η ομάδα μας δεν είχε τεράστια σκαμπανεβάσματα, είχε μια σταθερή πορεία, ίσως η απόδοση της στο ξεκίνημα να μην ήταν το ίδιο καλή με αυτή που είχε στο τελείωμα του πρωταθλήματος».
Ποιοι θεωρείτε ότι ήταν οι λόγοι της ανόδου εν τέλει;
«Οι λόγοι ήταν αυτοί που είπα, ότι παρά τους κλυδωνισμούς η ομάδα έδειξε σταθερότητα και πίστη στο πλάνο, είχαμε πάρα πολλούς πρωταγωνιστές, πέρα από τον προπονητή, στο αγωνιστικό τμήμα. Δεν μπορώ να κάνω αναφορά μόνο σε 1-2 παιδιά. Όλα τα παιδιά στη διάρκεια της χρονιάς βγήκαν μπροστά και κατά περιόδους υπήρχαν διαφορετικοί πρωταγωνιστές και θα επαναλάβω ξανά τα πολύ στιβαρά αποδυτήρια μας, που ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, όταν όλοι έδειχναν να αμφισβητούν ότι θα καταφέρουμε να ανέβουμε , ακόμα και μετά την ισοπαλία με τον Πανιώνιο στο Ζηρίνειο δηλαδή, στα αποδυτήρια μας υπήρχε η πίστη ότι θα πάμε και θα πάρουμε αυτό που πρέπει να πάρουμε από το παιχνίδι με την Καλαμάτα και θα πάρουμε την άνοδο».

Ποιος είναι ο ρόλος του τεχνικού διευθυντή; Ποιες είναι οι αρμοδιότητες του στην καθημερινότητα μιας ομάδας Super League 1 – Super League 2;
«Εγώ θα το ξεκινήσω από πιο πριν, από τη Γ’ ΕΘνική. Ο ρόλος και η έννοια του τεχνικού διευθυντή είναι λίγο αφηρημένη στην Ελλάδα. Για μένα αυτός που πρέπει να καθορίσει τις αρμοδιότητες είναι ο ιδιοκτήτης. Ξεκάθαρα. Να πει για παράδειγμα, από τον τεχνικό διευθυντή θέλω την στελέχωση μόνο του αγωνιστικού, ή θέλω να ασχολείται γενικότερα με το οικοδόμημα. Εγώ ξεκινώντας από τη Γ’ ΕΘνική αντιλαμβάνεστε ότι είχα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι, ήμουν πιο πολύ γενικός διευθυντής παρά τεχνικός διευθυντής. Με την εξέλιξη όμως και τις ανόδους, προσπάθησα να φεύγουν κάποια κομμάτια οργανωτικά από εμένα. Όντως η ομάδα, ειδικά φέτος, είχε πολύ καλύτερη στελέχωση σε όλα τα επίπεδα.
Εγώ «λανσάρω» ένα νέο στυλ τεχνικού διευθυντή. Δεν είμαι κλεισμένος στο γραφείο, έχω άμεση επαφή με την ομάδα, παρακολουθώ όλες τις προπονήσεις, μπαίνω στα αποδυτήρια σχεδόν καθημερινά να αφουγκράζομαι το κλίμα που επικρατεί, έχω καθημερινή επαφή και επικοινωνία με όλο το προπονητικό τιμ, το ιατρικό τιμ, είμαι πολύ κοντά στην ομάδα. Η καθημερινότητα δεν είναι εύκολη, απαιτεί πάρα πολλές ώρες. Έχω ξαναπεί πως είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ποδοσφαιριστής και αυτό λέω και στα παιδιά συνέχεια πως είναι ευλογία να είσαι ποδοσφαιριστής, όταν αγωνιζόμαστε δεν το αντιλαμβανόμαστε πόσο θεωρητικά εύκολη είναι η δουλειά του ποδοσφαιριστή. Σίγουρα κρύβει δυσκολίες, αλλά ασχολείσαι με τον εαυτό σου, πως θα είσαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, ενώ ως τεχνικός διευθυντής έχω από κάτω μου να ασχοληθώ με 50-60 ανθρώπους, τις προσωπικότητες τους, τις ιδιαιτερότητες τους, τα προβλήματα τους, οπότε είναι πολύ πιο απαιτητική δουλειά και πιο αγχωτική.
Παρόλα αυτά εμένα το κίνητρο μου ξεκινά στο ότι συμμετέχω σε αυτή την προσπάθεια από τη Γ’ ΕΘνική. Η Κηφισιά για εμένα είναι ένα μωρό που το πήρα στα χέρια μου μαζί με τον ιδιοκτήτη, το διαπαιδαγωγούμε, το κάνουμε καλύτερο άνθρωπο και αυτή τη στιγμή έχουμε κατορθώσει αυτό το παιδί να έχει φτάσει ξανά στη Super League 1. Δεν ξέρω αν μπορεί να το αντιληφθεί ο κόσμος, αλλά είναι τεράστιο το κίνητρο. Εμένα μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά να νιώθω ότι συμμετέχω, ότι χτίζω το DNA αυτής της ομάδας. Όλα αυτά που περιέγραψα και πολλά ακόμα της καθημερινότητας, για παράδειγμα δεν έχουμε σταθερό προπονητικό κέντρο, η ομάδα κάνει προπόνηση σε 2-3 γήπεδα, απαιτούν όλα αυτά λοιπόν μεγάλη προσπάθεια και καθημερινή δουλειά για να μπορέσει η ομάδα να λειτουργήσει στις καλύτερες δυνατές συνθήκες».
Θα ήταν στα πλάνα να δημιουργηθεί και ένα προπονητικό κέντρο ανάλογο με τη δυναμική της ομάδας;
«Ξαναλέω πώς αυτό που με έφερε κοντά στην ομάδα είναι το όραμα του προέδρου. Υπάρχει και αυτό μέσα στο σχεδιασμό, άλλωστε από τις πρώτες συζητήσεις μας στη Γ’ Εθνική είχα τονίσει ότι για να αλλάξει μια ομάδα επίπεδο χρειάζεται δικό της γήπεδο, προπονητικό κέντρο και καλές ακαδημίες. Γίνονται προσπάθειες σε όλα αυτά τα πεδία, απλά δεν μπορεί μόνος του ένας ιδιοκτήτης να καταφέρει ταυτόχρονα τόσα πολλά πράγματα. Χρειάζεται να συνεισφέρει ο κρατικός φορέας, χρειάζεται να συνεισφέρει η δημοτική αρχή και δεν σας κρύβω ότι είμαι λίγο απογοητευμένος, γιατί αυτή τη στιγμή νιώθω ότι μόνο ένας άνθρωπος παλεύει προς αυτή την κατεύθυνση και δεν έχει τις βοήθειες που θα έπρεπε να έχει από τους υπόλοιπους φορείς».

Είπατε πριν πως έχετε ενεργό ρόλο στην ομάδα, βρίσκεστε στα αποδυτήρια. Πως καταφέρνετε να το διαχειρίζεστε αυτό και να κρατάτε την ισορροπία και την απόσταση μεταξύ τεχνικού διευθυντή προπονητή, έτσι ώστε να μη συγχέονται οι ρόλοι;
«Όλα ξεκινούν από τον σεβασμό. Ο σεβασμός κερδίζεται. Δεν τον απαιτείς. Δεν είναι κάτι προαπαιτούμενο, τον κερδίζεις με τη συμπεριφορά σου. Όλα αυτά τα χρόνια χτίζω τη σχέση μου με οποιονδήποτε απαρτίζει την ομάδα, είτε λέγεται προπονητής, μέλος του ιατρικού τιμ, φροντιστής, πάνω στην ειλικρίνεια και στο σεβασμό. Οπότε, ταυτόχρονα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εισπράττω το ίδιο και από εκείνους. Είμαι της λογικής ότι δώσεις θα πάρεις και όταν είσαι νοήμων μπορείς να αντιληφθείς ποια είναι αυτή η γραμμή που δεν πρέπει ποτέ να περάσεις, και εγώ αλλά και εκείνοι. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε πρόβλημα σε αυτή τη διαχείρηση και όλα βαίνουν όπως πρέπει».

Ποια είναι η φιλοσοφία σας σχετικά με την απόκτηση των παικτών και το στήσιμο της ομάδας;
«Είναι μια συνεργασία τριών ανθρώπων. Του ιδιοκτήτη, γιατί εκείνος καθορίζει το τι ομάδα θέλει να βλέπει, του τεχνικού διευθυντή και του προπονητή. Θα πρέπει να υπάρχει κοινή λογική σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους. Δεν μπορεί, δηλαδή, ο ιδιοκτήτης να θέλει μια επιθετική ομάδα, για παράδειγμα, και ο προπονητής με τον τεχνικό διευθυντή να χτίζουν την ομάδα και με το σύστημα και με τους ποδοσφαιριστές με αμυντικογενές πλάνο.
Δικό μου μέλημα είναι πέρα από την αξία των ποδοσφαιριστών, πάντα προσπαθώ να ψάχνω πάρα πολύ καλά τον χαρακτήρα τους, γιατί τουλάχιστον τα προσωπικά μου βιώματα είναι πως όσες φορές στις ομάδες που συμμετείχα κατορθώσαμε κάτι σημαντικό( κατάκτηση πρωταθλήματος, κυπέλλου, πορεία στην Ευρώπη), πάντα είχαμε καλά αποδυτήρια και υπήρχαν καλές σχέσεις μεταξύ των παικτών. Άρα, έξτρα κριτήριο που βάζω πάντα είναι ο χαρακτήρας και το κίνητρο των ποδοσφαιριστών.
Η ηλικία για εμένα δεν παίζει πάντα ρόλο, γιατί υπάρχουν παιδιά που θεωρητικά είναι μεγάλοι, όμως αποτελούν πρότυπο για τους νεότερους και δείχνουν τον δρόμο και έχουν πολύ καλή προσωπικότητα. Το ιδανικό είναι να υπάρχει μια μίξη ηλικιών, αλλά πάντα ξαναλέω το κύριο κριτήριο πέρα από την αγωνιστική αξία είναι ο χαρακτήρας».
Βρισκόμαστε στην μεταγραφική περίοδο, πόσο δύσκολο είναι για τον τεχνικό διευθυντή αυτό το διάστημα;
«Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ένα πράγμα που έχουμε θέσει ως στόχο με τον πρόεδρο να βελτιώσουμε και να εξελίξουμε είναι το κομμάτι του scouting. Χρειάζομαι σίγουρα βοήθεια σε αυτό το κομμάτι. Είναι μια περίοδος που το τηλέφωνο δεν σταματά να χτυπά. Είναι μια περίοδος που πρέπει να βλέπω να αναλύω και να αξιολογώ εκατοντάδες παίκτες, ταυτόχρονα να οργανώσω την επόμενη χρονιά σε όλα τα επίπεδα(προπονητικό τιμ, ιατρικό τιμ, συνθήκες), οπότε είναι η πιο δύσκολη περίοδος για έναν τεχνικό διευθυντή».

Υπάρχει κάποιο μοντέλο ομάδας του εξωτερικού ή της Ελλάδας που έχετε ως πρότυπο για το μέλλον της Κηφισιάς;
«Ναι, υπάρχουν κάποια πρότζεκτ που μας αρέσουν και θέλουμε να ακολουθήσουμε. Αυτά όμως δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Η ομάδα κάνει άλματα. Πρέπει να σταθεροποιηθεί στη Super League 1 και σιγά-σιγά να εξελίξει, όπως είπα, τις εγκαταστάσεις, να έχουμε σταθερό γήπεδο, σταθερό προπονητικό για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε τα πρότζεκτ που μας ελκύουν από το εξωτερικό.
Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης αυτής της ομάδας θα είναι κάποια στιγμή να κατορθώσει να γίνει selling club, να δίνει, δηλαδή, την ευκαιρία σε νέα παιδιά να δείξουν τι αξίζουν, να κάνουμε πωλήσεις και να αποκτήσουμε τη φήμη μια ομάδας που βοηθά νέους παίκτες να εξελιχθούν και ταυτόχρονα η ομάδα να έχει έσοδα και να μη στηρίζεται αποκλειστικά στις οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη. Βέβαια θα πρέπει να μπαίνουν σιγά-σιγά όχι μαζικά στην ομάδα, γιατί αν το κάνεις αυτό μαζικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχεις. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σε κάποια παιδιά που πραγματικά αξίζουν την ευκαιρία, να δείξουν τι μπορούν να κάνουν».
Σε αυτή τη φιλοσοφία που αναλύσατε σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ακαδημίες. Σε τι φάση βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι ακαδημίες της Κηφισιάς και ποιες είναι οι ενέργειες που πρέπει να κάνετε για να εξελιχθούν περαιτέρω;
«Επανερχόμαστε σε αυτό που συζητούσαμε πριν. Για να αντιληφθείτε τι δυσκολίες έχουμε, έχουμε 500 παιδιά στην ακαδημία, τα οποία μέχρι και φέτος έκαναν προπόνηση σε ένα γήπεδο. Με προσωπικές ενέργειες του προέδρου η ακαδημία μας απέκτησε ακόμα ένα γήπεδο για να μπορέσει να στεγάσει όλα αυτά τα παιδιά. Είναι ολοφάνερο πως όσο η ομάδα ανεβαίνει επίπεδο τόσο πιο πολλά παιδιά θέλουν να έρθουν κοντά μας, αλλά ξαναλέω για να μπορέσει η ακαδημία να ξεκινήσει να παράγει ποδοσφαιριστές χρειάζεται καλύτερες συνθήκες, περισσότερα γήπεδα, περισσότερους προπονητές.
Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια έχουμε κατορθώσει κάποια παιδιά που ξεκίνησαν από την ακαδημία μας να έχουν φτάσει μέχρι την πρώτη ομάδα. Η δυσκολία στο να πάρουν περισσότερες ευκαιρίες είναι ότι η ομάδα κάθε χρόνο είτε διεκδικεί ένα τίτλο, είτε πάλευε στη Super League 1 για να μην υποβιβαστεί. Οπότε αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι εύκολο, όταν είσαι σε αυτή τη διαδικασία και διακυβεύονται τόσο μεγάλοι στόχοι, να εντάξεις σε αυτή τη διαδικασία πολλά νέα παιδιά».
Πώς διαχειρίζεστε τις κρίσεις στο εσωτερικό της ομάδας;
«Κρίσεις υπάρχουν πάντα, ακόμα και σε μια επιτυχημένη χρονιά όπως η φετινή. Υπήρξαν κρίσεις και φέτος. Τεράστιο ρόλο στον καλό τρόπο διαχείρισης παίζει η προσωπική σχέση που έχω με τον πρόεδρο, γνωριζόμαστε εδώ και 25 χρόνια, έχουμε πολλές συγκρούσεις, αλλά πλέον επειδή ξέρουμε και οι δύο πως ότι γίνεται, γίνεται καλοπροαίρετα και για το καλό της ομάδας και οτι δεν υπάρχει κάτι άλλο από πίσω έχουμε κατορθώσει μέχρι και σήμερα όλες αυτές τις κρίσεις να τις διαχειριστούμε σωστά και να βγούμε και πιο δυνατοί μέσα από αυτές. Απαιτούν πολλές ώρες συζήτησης, πολλή ανάλυση, πολλή κατανόηση».
Υπάρχει η ελευθερία κινήσεων που θα θέλατε;
«Αν έλεγα οτιδήποτε άλλο θα ήταν λάθος μου και ίσως και προσβλητικό. Ξαναλέω ότι έχω άριστη σχέση με τον ιδιοκτήτη. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι είμαι ο Yes Man, που ότι πει ο ιδιοκτήτης θα το κάνω, ούτε ο ιδιοκτήτης ότι του πω εγω. Φιλτράρουμε τα πάντα και προσπαθούμε μέσα από αυτή τη διαδικασία να κάνουμε τις σωστές επιλογές, αλλά είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί όχι μόνο σε μένα αλλά σε όλους όσους εργάζονται στο σωματείο να παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες».

Τι ρόλο παίζει η τεχνολογία στη δουλειά σας;
«Πλέον, τεράστιο ρόλο. Είναι και ένας τομέας που πρέπει κι εγώ συνεχώς να εξελίσσομαι, να βελτιωθώ. Αλλά πλέον ναι με τις πλατφόρμες που υπάρχουν, τα στατιστικά και όλα τα δεδομένα που υπάρχουν σε αυτές τις πλατφόρμες είναι το έναυσμα για να μπεις στη διαδικασία να παρακολουθήσεις έναν ποδοσφαιριστή, που δεν τον έχεις κοντά σου, που δεν μπορείς να τον παρακολουθείς συχνά.
Το ιδανικό και αυτό που θέλω πλέον να εξελίξουμε στην ομάδα είναι μέσα από αυτή τη διαδικασία να επιλέγουμε κάποιους ποδοσφαιριστές και να έχω τη δυνατότητα μέσα στη χρονιά να προετοιμάζω την επόμενη και να μπορώ να τους παρακολουθώ και ζωντανά όσες περισσότερες φορές γίνεται».
Πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση των ισχυρών προσωπικοτήτων σε μια ομάδα;
«Είναι αυτό που είπαμε πριν, η διαχείριση εξαρτάται από τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι, από τον άνθρωπο που έχουν απέναντι τους οι ποδοσφαιριστές. Αν βλέπουν ότι έχουν έναν άνθρωπο που το κίνητρο του είναι πως θα τους βελτιώσει, πως θα τους παρέχει τις καλύτερες συνθήκες, που είναι ειλικρινής μαζί τους, που είναι πάντα δίπλα τους τότε και εκείνοι αντίστοιχα έχουν ένα καλό πρόσωπο και μπορείς να διαχειριστείς την οποιαδήποτε κατάσταση.
Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά όταν τα αποδυτήρια είναι στιβαρά ακόμα και αυτές οι εξαιρέσεις απομονώνονται και δεν δημιουργούν πρόβλημα στο υπόλοιπο σύνολο. Για εμάς είναι τεράστιο παράσημο ακόμα και ποδοσφαιριστές που έχουν φύγει από την ομάδα και δεν έχουν συνεχίσει στην ομάδα να εξακολουθούν να ενδιαφέρονται, να ρωτούν για την πορεία της και να μιλούν με καλά λόγια για εμάς».
Η ομάδα της Κηφισιάς τι πρόταση θέλει να κάνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Τι θέλει να φέρει σε αυτό τα επόμενα χρόνια;
«Αυτή τη στιγμή είμαστε μια πολύ φρέσκια ομάδα, που διαμορφώνει το DNA και τον χαρακτήρα της. Θα έχετε παρατηρήσει ότι η πλειοψηφία των φιλάθλων μας είναι οικογένειες με παιδιά. Η ακαδημία μας αποτελεί τη βάση αυτών των φιλάθλων, οπότε αυτό που θέλουμε είναι να φέρουμε τον κόσμο των Βορείων Προαστίων κοντά μας, να μην έχουμε φαινόμενα βίας στο γήπεδο, να είναι το ποδόσφαιρο και οι αγώνες της ομάδας, όταν αποκτήσει την έδρα της στα Βόρεια Προάστια, γιορτή. Επειδή δεν έχουμε αυτή την πίεση των μεγάλων ομάδων με τους εκατομμύρια φανατικούς οπαδούς να ακολουθούν, να δώσουμε μέσα από αυτή τη διαδικασία τη δυνατότητα σε νέα παιδιά να δείξουν τι μπορούν να κάνουν και μέσα από την ομάδα μας να εξελίσσονται και να παίξουν σε ακόμα καλύτερες ομάδες και σε καλύτερα πρωταθλήματα».

Πώς βλέπετε την Κηφισιά στα επόμενα 3-5 χρόνια; Ποιο είναι το όνειρο σας, που ίσως να μην έχετε παραδεχτεί ούτε στον εαυτό σας;
«Αρχικά, πρώτος και άμεσος στόχος είναι η ομάδα να παραμείνει του χρόνου στη Super League 1. Να σταθεροποιηθεί σε αυτή την κατηγορία, να αποκτήσει δικό της γήπεδο στα Βόρεια Προάστια, να αποκτήσει σταθερό προπονητικό κέντρο και οι ακαδημίες μας να έχουν τη δυνατότητα να έχουν περισσότερα γήπεδα, ώστε ο αριθμός των παιδιών που εντάσσονται σε αυτές να είναι ακόμα μεγαλύτερος. Νομίζω ότι με αυτά τα βήματα που μόλις ανέφερα η ομάδα θα αλλάξει άμεσα επίπεδο, θα φέρει ακόμα περισσότερο κόσμο κοντά της και νομίζω πως θα φέρει όντως κάτι φρέσκο και καινούριο στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου».
Μαζί με την Κηφισιά και η ΑΕΛ πανηγύρισε την άνοδο στη Stoiximan Super League, μια ιστορική ομάδα που έχετε φορέσει ως ποδοσφαιριστής για πολλά χρόνια τη φανέλα της. Πώς νιώσατε για αυτή την εξέλιξη και πώς ήταν τα χρόνια σας ως ποδοσφαιριστής εκεί;
«Πέρυσι, πριν την έναρξη των επίσημων υποχρεώσεων είχαμε δώσει ένα φιλικό στη Λάρισα και τότε με είχαν βραβεύσει και είχα πει δημόσια ότι πιστεύω και εύχομαι ταυτόχρονα του χρόνου οι δύο ομάδες, η ΑΕΛ και η Κηφισιά, να βρίσκονται στη Super League 1. Δικαιώθηκα στο τέλος της σεζόν. Η πόλη της Λάρισας ζει και αναπνέει για την ποδοσφαιρική της ομάδα. Τα τέσσερα χρόνια που έπαιξα στη Λάρισα είναι αξέχαστα. Είμαι περήφανος που συμμετείχα σε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της ομάδας, όπως ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου, η συμμετοχή στους ομίλους του UEFA.
Ίσως εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος των επιτυχιών. Τώρα που επιστρέφω στην πόλη πολύ συχνά και εισπράττω ακόμα την αγάπη του κόσμου και την αναφορά σε αυτά που πετύχαμε μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικά ήταν αυτά τα επιτεύγματα. Είναι μια ομάδα με πολύ κόσμο να την ακολουθεί τόσο εντός όσο και εκτός έδρας. Είναι μια ομάδα που για μένα πρέπει και αυτή να σταθεροποιηθεί στη Super League 1 και μια ομάδα που αν όντως οργανωθεί σωστά μπορεί να διεκδικήσει πολλά μεγαλύτερα πράγματα από αυτά που διεκδικούσε τώρα».

Είναι η τελευταία επαρχιακή ομάδα που κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας. Ποιο ήταν το «κλειδί» της επιτυχίας εκείνη τη σεζόν; Είχατε συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο ήταν να επαναληφθεί αυτό;
«Εκείνη τη χρονιά δεν συνειδητοποιήσαμε τι πετύχαμε όταν πήραμε το κύπελλο. Όταν συμμετείχαμε στη διαδικασία και βλέπαμε ότι πλησιάζουμε στον τελικό, ένα λάθος που κάναμε τότε ήταν πως στο πρωτάθλημα φαινόταν η ομάδα να μην έχει το ίδιο κίνητρο, γιατί είχαμε εστιάσει στο Κύπελλο και όντως εκείνη τη χρονιά κινδυνεύσαμε να υποβιβαστούμε. Είχαμε επικεντρωθεί τόσο πολύ σε εκείνο τον τίτλο, γιατί είναι ο πιο άμεσος και σύντομος δρόμος για μια τόσο μεγάλη επιτυχία.
Το «κλειδί» ήταν αυτό που είπα και πριν, ήμασταν μια ομάδα πολύ δεμένη. Η πόλη της Λάρισας αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι Αθήνα. Τελείωνε η προπόνηση, μπορεί να πηγαίναμε για καφέ 3-4 ποδοσφαιριστές και μετά από μισή ώρα να ήμασταν 20. Γινόντουσαν αστεία από ιδιοκτήτες εστιατορίων είτε καφετεριών ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να κάνουμε τακτική είτε στην καφετέρια είτε στο εστιατόριο γιατί ήμασταν όλοι εκεί. Υπήρχαν τόσο καλές σχέσεις και τόσο μεγάλο δέσιμο ανάμεσα μας. Ακόμα και σήμερα με την πλειοψηφία εκείνων των παιδιών έχω επαφή, φιλική σχέση και αναπολούμε τα χρόνια που ζήσαμε τότε στη Λάρισα».
Ως ποδοσφαιράνθρωπος πως κρίνεται το νέο φορμάτ του Κυπέλλου Ελλάδας;
«Το γεγονός ότι είναι πλέον απαιτούμενο να αγωνίζεται 90 λεπτά ένα παιδί που είναι γεννημένο από το 2004 και κάτω είναι σημαντικό για να μπορέσουν και αυτά τα παιδιά να βρουν χώρο και ευκαιρίες για να δείξουν τι μπορούν να κάνουν. Το νέο φορμάτ είναι στηριγμένο στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αν δούμε πως πήγαν οι ευρωπαϊκές διοργανώσεις φέτος νομίζω θα πάει καλά, θα γίνουν εκπλήξεις, θα δώσει χώρο και σε άλλες ομάδες να δείξουν τι μπορούν να κάνουν, οπότε θέλω να πιστεύω όπως αντίστοιχα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις λειτούργησε καλά, να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο εσωτερικά και το κύπελλο».

Πώς βιώσατε τα χρόνια σας στον Παναθηναϊκό;
«Είναι ευλογία για έναν ποδοσφαιριστή που ξεκινάει από την ακαδημία μιας μεγάλης ομάδας από πολύ μικρός να φτάσει να είναι μέλος της πρώτης ομάδας. Είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται. Είχα την ευκαιρία να υπάρξω συμπαίκτης με τεράστιες προσωπικότητες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και όχι μόνο του ελληνικού, να ζήσω μεγάλες πορείες. Πάντα η απόφαση μου να παραμένω στην ομάδα, ακόμα κι όταν δεν έπαιρνα ευκαιρίες στηριζόταν κυρίως στο συναίσθημα και όχι στο οικονομικό συμφέρον ή ακόμα και στο συμφέρον της καριέρας, για άλλους καλώς για άλλους κακώς.
Ο Παναθηναϊκός ήταν ο δρόμος και η ευκαιρία να ζήσω πράγματα που δεν αφορούν μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά γενικότερα τη ζωή. Ανδρώθηκα ποδοσφαιρικά, γαλουχήθηκα και ως άνθρωπος όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής και νομίζω ότι ήμουν ευλογημένος που διέγραψα αυτή την πορεία στην ομάδα του Παναθηναϊκού».
Ως ένα παιδί τότε από τις ακαδημίες που έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και έπαιξε στην πρώτη ομάδα του Παναθηναϊκού, τι θα συμβουλεύατε ως τεχνικός διευθυντής πλέον ένα παιδί των ακαδημιών της Κηφισιάς;
«Η αλήθεια είναι ότι από τα χρόνια που ήμουν εγώ παιδί των ακαδημιών μέχρι τη σημερινή εποχή έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Πλέον, οι ευκαιρίες στα νέα παιδιά δίνονται πολύ εύκολα και νιώθω πως τα παιδιά τη σημερινή εποχή δεν συνειδητοποιούν πόσο πιο εύκολο γίνεται αυτό και δεν καταβάλλουν την προσπάθεια που θα έπρεπε για να διεκδικήσουν την παρουσία τους στην πρώτη ομάδα ή ένα επαγγελματικό συμβόλαιο. Θεωρούν ότι όλα θα έρθουν πολύ πιο εύκολα.
Ένα παράδειγμα της δικής μου εποχής ήταν ο Γιώργος Καραγκούνης, πόσο πολύ ταλαιπωρήθηκε, διεκδίκησε τη θέση του στον ερασιτέχνη Παναθηναϊκό, πήγε δανεικός στον Απόλλωνα, τραυματίστηκε, ξαναγύρισε. Πόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε για να φτάσει να γίνει ο Γιώργος Καραγκούνης που όλοι ξέρουμε.
Τα παιδιά στη σημερινή εποχή εισπράττω ότι περιμένουν όλα αυτά, η επιβράβευση, το καλό συμβόλαιο, οι τίτλοι, να έρθουν πολύ εύκολα. Δεν είναι έτσι. Απαιτείται τεράστιος κόπος, υπομονή, επιμονή, να είναι προσγειωμένοι και να διεκδικούν καθημερινά όλα αυτά που στο μυαλό τους φαίνονται εύκολα. Παίζουν ρόλο και τα social media, παίζει ρόλο ότι στη σημερινή εποχή όλοι θέλουν να βλέπουν νεαρούς ποδοσφαιριστές να αγωνίζονται, αλλά αυτό το πράγμα απαιτεί τεράστιες θυσίες, πολύ μεγάλη προσπάθεια και νιώθω ότι η πλειοψηφία των παιδιών νομίζει πως όλα αυτά μπορεί να τα διεκδικήσει χωρίς να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια.
Οπότε η συμβουλή μου είναι να είναι πλήρως προσηλωμένοι σε αυτό, προσγειωμένοι και καθημερινά να διεκδικούν το μέγιστο δυνατό από την προπόνηση και από οτιδήποτε μπορούν να κάνουν για να βελτιωθούν ως ποδοσφαιριστές».
