Ο Στάικος Βεργέτης μιλά αποκλειστικά στο mpaladofatses.gr και στον Θανάση Σχοινά για τον αγαπημένο του Αστέρα Τρίπολης, την ονειρική πορεία μέχρι τους ομίλους του Europa League αλλά και την εμπειρία του ως προπονητής στο Ινδικό πρωτάθλημα.
Ο Στάικος Βεργέτης έχει μια άρρηκτη σύνδεση με την πόλη της Τρίπολης. Πέρα από γενέτειρα του και τόπος κατοικίας του, είναι το μέρος που έχει περάσει εκεί τα πιο όμορφα χρόνια του ως προπονητής.
Εκείνος ήταν που οδήγησε την ομάδα του Αστέρα στα σαλόνια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, κερδίζοντας την πρόκριση στους ομίλους του UEFA Europa League. Μεγάλη χαρά όμως δεν έδωσε μόνο στους κατοίκους της Τρίπολης αλλά και στο Παντζάμπ, ένα προάστιο της Βόρειας Ινδίας, οδηγώντας την τοπική ομάδα στην πρώτη κατηγορία του Ινδικού ποδοσφαίρου.
Αυτές τις αναμνήσεις του ανακάλεσε στη συνέντευξη που έδωσε αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr:

Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την προπονητική και να ακολουθήσετε αυτή την καριέρα;
«Καταρχάς, σπούδασα στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, στη Γυμναστική Ακαδημία με ειδικότητα ποδόσφαιρο. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και επέστρεψα στην Τρίπολη που είναι η γενέτειρα μου, ασχολιόμουν με ακαδημίες ποδοσφαίρου. Όταν ανέλαβαν τον Αστέρα οι ιδιοκτήτες, η ομάδα μεγάλωσε. Όταν ήταν στη Β’ ΕΘνική ο Αστέρας εκλήθη στις ακαδημίες αρχικά. Μετά με πήρανε στη μεγάλη ομάδα, όταν είχαμε προπονητή τον Πάουλο Κάμπος. Η ομάδα ήταν ακόμα στη Β’Εθνική κατηγορία και εντάχθηκα στο προπονητικό team της. Για επτά χρόνια συνεργάστηκα με διάφορους προπονητές μέχρι το 2013 που τον Οκτώβριο με κάλεσαν και έγινα εγώ ο πρώτος προπονητής της ομάδας».
Πως ήταν η μετάβαση από μέλος του προπονητικού επιτελείου σε πρώτο προπονητή στον Αστέρα Τρίπολης;
«Καταρχάς, ήρθε απροσδόκητα. Δεν το περίμενα. Δεν ήταν κάτι που το είχα στο μυαλό μου καν. Περίμενα μια πιο ομαλή μετάβαση από μέλος του staff σε πρώτο προπονητή, δηλαδή να αναλάμβανα την Κ17, την Κ19, κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα συμβεί. Εν τούτοις, πήγα κατευθείαν στα βαθιά, ήταν μια απόφαση της διοίκησης, σαν να με έσπρωξαν στα βαθιά νερά και να μου είπαν «κολύμπα».
Το καλό ήταν ότι, επειδή εγώ ανήκα στο staff, ήξερα ήδη τους παίκτες, ήξερα το υλικό που είχα ήδη στα χέρια μου και έτσι δεν χρειάστηκε κάποια προσαρμογή. Πήγε καλά η ομάδα, πήρε ευρωπαϊκό εισιτήριο, που ήταν και ο στόχος μας, και ξεκίνησαν μετά δύο σεζόν φανταστικές που μας βρήκαν στους ομίλους του Europa League. Ήταν κάτι φανταστικό, ζήσαμε μεγάλες στιγμές εδώ στον σύλλογο και η πόλη γενικότερα. Δόξα τω θεό έζησα πράγματα που ούτε είχα ονειρευτεί να τα ζήσω».
Βλέπουμε ελληνικές ομάδες με υψηλό μπάτζετ και πολύ κόσμο να δυσκολεύονται σε προκριματικές φάσεις ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Το γεγονός αυτό σας κάνει να αντιλαμβάνεστε το έπος που κάνατε ευρωπαϊκά τη σεζόν 2014-15 με τον Αστέρα Τρίπολης;
«Ήταν ένα φοβερό επίτευγμα, ιδιαίτερα η πρώτη χρονιά που χρειάστηκε να περάσουμε τρεις προκριματικούς γύρους. Είχαμε τρεις προκρίσεις για να το καταφέρουμε. Την επόμενη χρονιά προκριθήκαμε απευθείας γιατί πήραμε καλή θέση στο πρωτάθλημα μέσω των playoffs. Ναι είναι επίτευγμα, αν αναλογιστείς πως ο Αστέρας δεν είναι μια από τις υπερδυνάμεις του Ελληνικού ποδοσφαίρου, όμως βασιστήκαμε στην καλή ομοιογένεια που είχαμε, στην πολύ καλή συνεργασία που υπήρχε μεταξύ των προπονητών, της διοίκησης και των παικτών. Ήμασταν ΟΜΑΔΑ, με την κυριολεκτική έννοια του όρου και αυτό μας βοήθησε πάρα πολύ. Είχαμε ομοιογένεια και πήγαν όλα καλά».
Ροβανιέμι, Μάιντς και Μακάμπι Τελ Αβίβ. Ποιο ζευγάρι αγώνων ήταν πιο δύσκολο και γιατί;
«Νομίζω τη βραδιά που αποκλείσαμε τη Μάιντς εδώ στην Τρίπολη ήταν κάτι το ανεπανάληπτο, που δεν το έχουμε ξαναζήσει. Είχαμε χάσει 1-0 στη Γερμανία στον πρώτο αγώνα, είχαμε δοκάρι, είχαμε κάποιες καλές στιγμές αλλά παίζαμε και απέναντι σε μια πολύ καλή ομάδα, σε πολύ καλή φάση εκείνη την περίοδο στη Γερμανία.
Προτίμησα να «κλείσουμε» την ομάδα λίγο πίσω, να διατηρήσουμε το 1-0. Δεν έκανα την ομάδα πιο επιθετική, να προσπαθήσουμε να διεκδικήσουμε κάτι στη Γερμανία γιατί ήξερα ότι αν προσπαθούσαμε να βγούμε μπροστά θα δεχόμασταν δεύτερο, τρίτο γκολ και θα τελείωνε η υπόθεση πρόκριση. Είναι κάτι για το οποίο κατηγορήθηκα τότε. «Ο Βεργέτης έκλεισε την ομάδα πίσω.» έλεγαν.
Προτίμησα να φύγω με το 1-0 και να το παλέψουμε στον επαναληπτικό αγώνα, γεγονός που συνέβη. Τελειώσαμε το ματς 1-0 εκεί, στα τελευταία λεπτά «υποφέραμε», θυμάμαι και εδώ στην Τρίπολη κάναμε ένα φανταστικό παιχνίδι, ιδιαίτερα στο δεύτερο ημίχρονο όπου ενώ ήμασταν 1-1 στην ανάπαυλα, βάλαμε δύο γκολ και πήραμε την πρόκριση. Ήταν μια ανεπανάληπτη βραδιά, ο κόσμος το χάρηκε πάρα πολύ».
Ποιες είναι οι στιγμές που θυμάστε πιο έντονα από εκείνη την ευρωπαϊκή πορεία;
«Υπάρχουν πάρα πολλές έντονες στιγμές που έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου. Θα τολμήσω να πω την στιγμή της λήξης στην Κύπρο στον αγώνα με την Μακάμπι Τελ Αβίβ, που μας βρίσκει ηττημένους σε αυτό το ματς μεν, αλλά έχοντας πάρει την πρόκριση δε. Όταν έληξε ο αγώνας, οι πανηγυρισμοί, η συνειδητοποίηση πως είχαμε μπει στους ομίλους ήταν κάτι ανεπανάληπτο. Είχαμε σύνδεση με την πόλη, είχε βγει ο κόσμος στους δρόμους εδώ στην Τρίπολη, περάσαμε ωραίες στιγμές.
Στη συνέχεια ήρθε η πρώτη νίκη στους ομίλους που κερδίσαμε 2-0 την Παρτιζάν στην Τρίπολη και έχοντας πάρει ήδη μια ισοπαλία μέσα στη Μπεσίκτας που ήταν μια πάρα πολύ καλή ομάδα, έφτασε μέχρι τους «8» εκείνη τη χρονιά. Μες στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από δυνατή βροχή, πήραμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Ήταν κι αυτό μια έντονη στιγμή. Νικώντας την Παρτιζάν στην Τρίπολη, ήμασταν στην πρωτεύουσα θέση του ομίλου εκείνη τη στιγμή.
Μετά ήρθαν τα δύο ματς με την Τότεναμ όπου ηττηθήκαμε αλλά ήταν φοβερές εμπειρίες. Έχω να θυμάμαι πολλά πράγματα και πραγματικά νιώθω ευλογημένος που μπόρεσα να ζήσω τέτοιες καταστάσεις».

Τι διαχείριση απαιτούσε από εσάς αυτή η μεγάλη επιτυχία;
«Γενικότερα, σε έναν προπονητή η ισορροπία στα συναισθήματα είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό που πρέπει να το έχει. Δηλαδή ούτε στη νίκη να «πετάς στα σύννεφα» ούτε στην ήττα να «πέφτεις στα πατώματα». Εγώ προσπάθησα, παρά το γεγονός πως ήμουν μόλις 37 ετών τότε να έχω αυτή την ισορροπία στα συναισθήματα μου, έτσι είμαι και σαν χαρακτήρας. Προσπάθησα να κρατάω προσγειωμένους τους παίκτες και αυτό νομίζω πως ήταν το πιο λειτουργικό εκείνη την περίοδο».
Χάσατε έναν από τους κορυφαίους παίκτες σας μετά από αυτή την επιτυχία, τον Ντε Μπλάσις που συνέχισε στη Μάιντς. Πως διαχειριστήκατε μια τέτοια απώλεια λίγο πριν το ξεκίνημα της σεζόν;
«Είναι μια κατάσταση που ήρθε ως απόρροια μιας επιτυχημένης πορείας. Για να γίνει μια επιτυχημένη πορεία κάποιοι παίκτες έκαναν υπέρβαση στην απόδοση τους, ένας από αυτούς ήταν ο Πάμπλο Ντε Μπλάσις. Η Μάιντς αποκλείστηκε μεν από εμάς αλλά γοητεύτηκε από τον Πάμπλο Ντε Μπλάσις και έκανε πρόταση. Ο σύλλογος και ο οποιοσδήποτε σύλλογος σε μια πρόταση με καλά οικονομικά δεδομένα συμφωνεί συνήθως και από εκεί και πέρα ψάχνεις λύσεις.
Δεν κάθεσαι να κλάψεις που έχασες έναν καλό παίκτη, ψάχνεις να τον αντικαταστήσεις. Εμείς τον αντικαταστήσαμε θυμάμαι τότε με τον Γιάννη τον Γιαννιώτα, που παίζει τώρα στον Λεβαδειακό και προχωρήσαμε. Αυτή είναι μια φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Ένας καλός παίκτης κάνει πολύ καλές εμφανίσεις, «γυαλίζει» σε κάποιους συλλόγους, κάνουν μια καλή πρόταση, τον δίνεις και ψάχνεις να βρεις αντικαταστάτη. Έτσι ακριβώς πήγε η κατάσταση».
Είχατε την ευλογία να είστε στο πάγκο του Αστέρα απέναντι στη Τότεναμ του Μαουρίτσιο Ποκετίνο στο Γουάιτ Χαρτ Λειν. Πως βιώσατε το συγκεκριμένο παιχνίδι;
«Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι όταν έληξε το ματς που ήρθε ο Ποκετίνο και μου είπε ότι αυτό που είδα σήμερα είναι ομάδα του προπονητή της και μου έδωσε συγχαρητήρια. Αυτή τη φράση του τη θυμάμαι. Θυμάμαι ότι μέχρι το 42’ ήμασταν ανταγωνιστικοί και δεν είχαμε δεχτεί γκολ. Εντάξει είναι μεγάλη υπόθεση να παίζεις απέναντι σε μια ομάδα πρωταγωνίστρια στην Premier League και μέχρι το 42’ να στέκεσαι καλά στο γήπεδο. Θυμάμαι τη ραμπόνα του Λαμέλα.( γέλια) Το κοινό ήταν πάρα πολύ ωραίο στο Γουάιτ Χάρτ Λέιν. Ήταν μάλιστα το τελευταίο Ευρωπαϊκό παιχνίδι που έπαιζε η Τότεναμ στο Γουάιτ Χάρτ Λέιν».
Έχοντας γνώση του ελληνικού πρωταθλήματος πόσο εφικτό θεωρείτε είναι μια επαρχιακή ομάδα να πρωταγωνιστήσει στο ελληνικό πρωτάθλημα και να γίνει μια νέα Λάρισα του 1988;
«Εντάξει, οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο δεν είναι πολλές. Γίνεται μια φορά στα 20-30 χρόνια. Ο Αστέρας Τρίπολης είναι ένας σύλλογος που έχει υγεία σε όλα τα επίπεδα, αυτό είναι το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή. Έχει μια οικονομική σταθερότητα, δεν υπάρχουν οφειλές, δεν υπάρχουν προβλήματα που έχουν άλλοι σύλλογοι, έχει δικές του εγκαταστάσεις, γήπεδο, προπονητικό κέντρο, γυμναστήρια, τα πάντα. Από εκεί ξεκινάς. Ένας σύλλογος πρέπει να είναι πολύ καλά οργανωμένος να έχει οργάνωση και στις υποδομές του και μετά θα έρθει μια χρονιά επιτυχημένη, που θα έχεις μια καλή φουρνιά, ένα καλό ρόστερ με καλή χημεία. Θα γίνουν και τέτοιες χρονιές. Δεν μπορεί να είναι κάθε χρονιά έτσι, αλλά τουλάχιστον ο Αστέρας Τρίπολης έχει δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να μπορεί να πει ότι κάποια στιγμή θα γίνει πάλι».
Θεωρείτε η διοργάνωση της Super League δίνει κίνητρα στις ομάδες και στους παίκτες πέρα του Big 4 να είναι ανταγωνιστικές και να παλεύουν κάθε παιχνίδι;
«Κατά τη δική μου κρίση, αν εξαιρέσουμε τους μεγάλους όπως είπες, παίζει ρόλο πόσο οικονομικά δυνατή είναι κάποια ομάδα ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει με το μπάτζετ του την κατηγορία. Δηλαδή, όταν μια ομάδα όπως ο Αστέρας, ο ΟΦΗ, ο ΠΑΣ Γιάννινα, ο Παναιτωλικός, ομάδες που δεν είναι μεγαθήρια αλλά ιστορικά είναι κάποια χρόνια στο προσκήνιο, έχουν το μπάτζετ το ανάλογο ώστε να υποστηρίξουν την κατηγορία, δηλαδή να πάρουν καλούς παίκτες, καλούς προπονητές, να έχουν μια οικονομική σταθερότητα τότε αμέσως δημιουργούνται οι προοπτικές για κάτι τέτοιο. Πάνω από όλα ρόλο παίζει το μπάτζετ πιστεύω. Από εκεί ξεκινάνε όλα».
Άξιζε ο Αστέρας το Κύπελλο Ελλάδας το 2013; Θεωρείτε πως ήταν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία;
«Σίγουρα ήταν ευκαιρία γιατί δεν πας στον τελικό πολύ συχνά. Μάλιστα, ήταν ευκαιρία γιατί έγινε μια φάση στην οποία θα μπορούσε να είχε προηγηθεί. Θεωρώ πως κακώς μείναμε εκεί και κολλήσαμε εκεί για τη συνέχεια του αγώνα. Θα μπορούσαμε να το αφήσουμε λίγο στην άκρη και να κοιτάξουμε τη συνέχεια του αγώνα εκείνη τη στιγμή. Εμείς λίγο κολλήσαμε πάνω σε αυτή την άδικη στιγμή και αυτό μας έκανε κακό τελικά αλλά είναι μια στιγμή στην οποία αδικήθηκε ναι, αδικήθηκε εμφανώς. Μακάρι να υπήρχε το VAR τότε να ήταν διαφορετικά τα δεδομένα».
Είχατε υπό τις οδηγίες σας ποδοσφαιριστές που διαπρέπουν εντός και εκτός συνόρων και αποτελούν μέλη της Εθνικής Ομάδας όπως είναι ο Κουρμπέλης, ο Δουβίκας , ο Μπακασέτας και ο Κυριακόπουλος. Περιμένατε από κάποιον αυτή την εξέλιξη;
«Το περίμενα για όλους αυτούς που ανέφερες. Τολμώ να πω πως αδίκησα λίγο τον Κυριακόπουλο εγώ ως προπονητής. Νομίζω πως δεν έδωσα σε αυτό το παιδί τις ευκαιρίες που δικαιούταν. Σε ότι αφορά τους άλλους παίκτες όμως τους πίστεψα και τους έβαλα να αγωνιστούν. Τον Δουβίκα τον είχα στη δεύτερη μου θητεία στον Αστέρα δεν πρόλαβα να τον χρησιμοποιήσω πολύ, τον πήρα στην προετοιμασία, του έδωσα το χρόνο του στα πρώτα παιχνίδια αλλά έφυγα νωρίς. Οι υπόλοιποι παίκτες είχαν τα φόντα, είχαν τις ικανότητες. Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο για ένα νεαρό παιδί να παλέψει για τη θέση του στο ρόστερ του Αστέρα, που υπάρχουν καλοί παίκτες, υπάρχει η δυνατότητα να φέρνει η ομάδα παίκτες από το εξωτερικό. Τους πίστεψα όμως και θεωρώ πως έβαλα ένα λιθαράκι στο να τους βοηθήσω να πάρουν μια ώθηση στην καριέρα τους».
Μετά τον Αστέρα Τρίπολης συνεχίσατε την καριέρα σας σε ιστορικές ομάδες της Β Εθνικής όπως είναι η Νίκη Βόλου και η Δόξα Δράμας. Πως ήταν η μετάβαση;
«Αρχικά, πήγα στο Κυπριακό πρωτάθλημα στη Νέα Σαλαμίνα. Γνώρισα το Κυπριακό ποδόσφαιρο, ήταν μια «πόρτα» που ήθελα να ανοίξω, μια πολύ καλή εμπειρία. Το παράπονο που μου έχει μείνει εμένα είναι ότι μετά τον Αστέρα δεν είχα προτάσεις από την Super League. Είναι κάτι που ακόμα και σήμερα με στενοχωρεί κάποιες φορές που το σκέφτομαι, γιατί θεωρώ πως παρουσίασα κάποια πράγματα, τα οποία δεν τα είχαν δει εύκολα στην Ελλάδα. Εν τούτοις δεν μετουσιώθηκαν σε προτάσεις.
Μου έκανα την τιμή ομάδες όπως η Δόξα Δράμας, η Νίκη Βόλου και ο ΟΦ Ιεράπετρας στη Super League 2 να αναλάβω την τεχνική ηγεσία. Έχω πάρα πολύ καλές αναμνήσεις από αυτές τις ομάδες. Με τη Δόξα Δράμας κάναμε μια σταθερά καλή πορεία σε υψηλές θέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωταθλήματος.
Με τη Νίκη Βόλου κάναμε στη Football League τότε μια φανταστική πρώτη χρονιά. Ανέλαβα την ομάδα στις τελευταίες θέσεις και φτάσαμε, μέχρι που κλείσαμε για τον covid, δύο βαθμούς πίσω από τον δεύτερο, κάναμε ένα φοβερό πρωτάθλημα.
Με τον ΟΦ Ιεράπετρας είχαμε μια πάρα πολύ καλή χρονιά, με καλούς και ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που την απόλαυσα. Η ομάδα σώθηκε άνετα και πιστεύω θα μπορούσε να κάνει και την υπέρβαση, το κάτι παραπάνω. Ήταν τιμή που δούλεψα στη Β’ Εθνική σε αυτούς τους συλλόγους και προπονητικά κέρδισα πράγματα».

Είναι η Super League 2 Χάος όπως την χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ του ΠΣΑΠΠ;
«Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που το ντοκιμαντέρ τα ανέδειξε όπως είναι στη ρεαλιστική τους πραγματικότητα. Δεν θα πω όμως τη λέξη χάος. Υπάρχει ποδόσφαιρο και εκεί, υπάρχουν σύλλογοι αξιοπρεπέστατοι, υπάρχουν πρόεδροι, ποδοσφαιριστές, προπονητές αξιόλογοι που δουλεύουν σωστά. Ίσως πάει περισσότερο η κουβέντα στο μπάτζετ που λέγαμε πριν. Ενδεχομένως, κάποιες ομάδες δεν έχουν το μπάτζετ να υποστηρίξουν την ύπαρξη τους στην κατηγορία και από εκεί ξεκινούν και προκύπτουν πολλά προβλήματα οικονομικής φύσεως. Δεν νομίζω ότι πρέπει να απαξιώνουμε εντελώς την κατηγορία. Νομίζω ότι το πιο σώφρον είναι να βοηθήσουμε αυτή την κατηγορία να ανέλθει, όχι να κάτσουμε να την στοχοποιούμε».
Τι πιστεύετε πρέπει να γίνει για να ανέβει το επίπεδο της κατηγορίας;
«Δεν ξέρω ακριβώς να πω, αλλά νομίζω πως η Πολιτεία πρέπει να βοηθήσει πάνω από όλα. Να μπορέσει να δώσει κάποιες επιχορηγήσεις στις ομάδες, κάποιες οικονομικές ανάσες για να μπορέσουν να διεκπεραιώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν. Μια σεζόν, εκτός από το να πληρώσεις τους μισθούς του προσωπικού, των ποδοσφαιριστών, των προπονητών, έχει ταξίδια πολλά, έχει ξενοδοχεία, έχει πολλά έξοδα. Αν μπορέσει η Πολιτεία να κάνει κάτι, να «κόψει» ένα κονδύλι ώστε να βοηθήσει λίγο να «αναπνεύσουν» οι ομάδες οικονομικά συν την αρωγή των προέδρων που έχουν, νομίζω ότι θα πάει καλύτερα».
Πως ήταν η εμπειρία σας στην Κύπρο; Έχει φτάσει το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος το κυπριακό πρωτάθλημα γιατί βλέπουμε να εξελίσσεται συνεχώς;
«Πραγματικά, ανεβαίνει συνεχώς και πάλι θα αναφερθώ σε αυτό που λέμε, στο μπάτζετ. Δηλαδή, η Πάφος και ο Άρης Λεμεσού, όταν ήμουν εγώ στην Κύπρο, δεν ήταν στην πρώτη κατηγορία. Αυτή τη στιγμή πρωταγωνιστούν στην Α’ αλλά έχουν αναλάβει κάποιοι Ρώσοι επιχειρηματίες από ότι ακούω, «πέφτει» το χρήμα, έχει ανέβει το μπάτζετ, φέρνουν καλύτερους παίκτες και παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα. Κατ’ επέκταση ανεβαίνει και το κυπριακό ποδόσφαιρο σε πρεστίζ. Επειδή είναι επαγγελματικό το ποδόσφαιρο, ο μόνος τρόπος είναι αυτός, να υπάρχει το μπάτζετ, να υπάρχουν τα διαθέσιμα χρήματα ώστε οι ομάδες να διεκπεραιώνουν τις υποχρεώσεις τους. Στην Κύπρο αυτό έχει αρχίσει και συμβαίνει σε πολλές ομάδες. Ενώ υπήρχαν καλές ομάδες όπως είναι ο ΑΠΟΕΛ, η Ανόρθωση, η Ομόνοια, ΑΕΛ Λεμεσού, Απόλλωνας Λεμεσού, και από εκεί και έπειτα όλες οι ομάδες ήταν στο β’ γκρουπ, τώρα έχουν αναδειχθεί νέες δυνάμεις στο Κυπριακό ποδόσφαιρο και αυτό το κάνει πιο ανταγωνιστικό και πιο ενδιαφέρον».
Πως προέκυψε η πρόταση από την Ινδία και την Παντζάμπ; Τι σας έκανε να πείτε το ναι;
«Στην Ινδία ήταν και είναι ακόμα τεχνικός διευθυντής ο Νίκος Τοπολιάτης, ένας Έλληνας ο οποίος έψαχνε εκείνη την περίοδο προπονητή, ήθελε να «κλείσει» Έλληνα προπονητή. Του ετέθη από κάποιους γνωστούς πως είμαι ελεύθερος αφού είχε τελειώσει το συμβόλαιο μου με τον ΟΦ Ιεράπετρας και κάναμε μια συνάντηση σε ξενοδοχείο της Αθήνας. Με γοήτευσε αυτό το project. Εμείς εν τω μεταξύ προερχόμασταν από μια φάση που λόγω covid είχαμε τις καραντίνες, είχαμε μπει σε αναστολή, δεν υπήρχαν προπονήσεις, ήταν λίγο σε αμφιβολία τι μέλλει γενέσθαι και θεώρησα ότι είναι μια καλή ευκαιρία για μένα να φύγω στο εξωτερικό, να δω έναν καινούριο πολιτισμό, ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο γιατί πολλές φορές ανοίγοντας τους ορίζοντες και τα φτερά σου βοηθάς στην εξέλιξη σου και ήθελα να το κάνω.
Μου άρεσε και το project της Παντζάμπ. Η Παντζάμπ είναι μια περιοχή στον Βορρά της Ινδίας, όπου ποδόσφαιρο έχουμε κυρίως στα ανατολικά κοντά στην Κίνα και στον Νότο. Ήταν μια αποκομμένη ποδοσφαιρικά περιοχή. Η ομάδα τότε ήταν στη δεύτερη κατηγορία και έτσι πήρα την απόφαση. Πήγαν όλα καλά την πρώτη χρονιά, πήραμε το πρωτάθλημα ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία, ήταν κάτι φανταστικό και για την περιοχή θυμάμαι, υπήρξε μεγάλη έκρηξη χαράς με όλα αυτά που πετύχαμε. Απολαύσαμε τη δεύτερη χρονιά μας στην πρώτη κατηγορία, για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου, όπου για τρεις βαθμούς χάσαμε τα playoffs. Ήταν μια διδακτική χρονιά σε όλα τα επίπεδα».

Πως σας αντιμετώπισαν οι φίλαθλοι μετά από αυτή την επιτυχία;
«Με πολλή χαρά! Γενικότερα, και εκτός έδρας που παίζαμε πάρα πολλοί φίλαθλοι περίμεναν στην έξοδο των αθλητών για αυτόγραφα, χειροκροτούσαν την αντίπαλη ομάδα, το έχουν σαν γιορτή το ποδόσφαιρο. Παίξαμε και σε γήπεδα με 90.000 κόσμο θυμάμαι και ο κόσμος σε αγκάλιαζε, σε χειροκροτούσε κι ας ήσουν αντίπαλος, πόσο μάλλον οι δικοί σου οπαδοί. Υπάρχει μια εξέλιξη στο ινδικό ποδόσφαιρο, θέλουν να το αναδείξουν. Βασιλιάς των σπορ εκεί είναι το κρίκετ αλλά έχει αρχίσει το ποδόσφαιρο και ανεβαίνει σε ενδιαφέρον και πραγματικά ο κόσμος ήταν τρελαμένος, το γούσταρε πολύ.
Είχαμε κόσμο και των δύο ομάδων σε κάποια γήπεδα ταυτόχρονα που πολλές φορές έρχονταν μαζί. Όπως γινόταν στην Ελλάδα του 80’ που Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί «πειράζονταν» και πήγαιναν μαζί στο γήπεδο, ακριβώς αυτό το είδα πολλές φορές στην Ινδία».
Άρα σε αυτό τον τομέα είναι σε καλύτερο επίπεδο από εμάς;
«Ναι πραγματικά, είναι στην κουλτούρα τους σαν λαός και στη φιλοσοφία τους, είναι φιλήσυχοι άνθρωποι και αυτό αντανακλάται στις εξέδρες των γηπέδων».
Ποιο είναι το επίπεδο του Ινδικού ποδοσφαίρου;
«Είναι χαμηλό αλλά είναι σε φάση εξέλιξης και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς, δηλαδή, έχουν αρχίσει και δίνουν μεγάλη βάση στις ακαδημίες τους. Πλέον πολλά παιδάκια πάνε στο ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο στο κρίκετ, που είναι ο βασιλιάς των σπορ. Φτιάχνουν λοιπόν ακαδημίες και φέρνουν καλούς ξένους παίκτες και καλούς προπονητές. Επτά ομάδες που αντιμετωπίσαμε είχαν Ισπανούς προπονητές στην πρώτη κατηγορία όπως και στη δεύτερη κατηγορία είχε αρκετούς ξένους προπονητές.
Παίζουν επτά Ινδοί υποχρεωτικά στην ενδεκάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Τι σημαίνει αυτό, ότι θέλουν να ενισχύσουν το Ινδικό στοιχείο μέσα στις ομάδες. Δεν είναι σαν και εμάς που είναι ελεύθερο αυτό και πολλές φορές βλέπουμε έναν, δύο Έλληνες μες στην ενδεκάδα. Εφτά Ινδοί υποχρεωτικά».
Θεωρείτε πως και στην Ελλάδα πρέπει να θεσπιστεί ένα όριο Ελλήνων παικτών προκειμένου να υπάρξει εξέλιξη και να ενισχυθεί η Εθνική Ομάδα;
«Ναι πρέπει. Τώρα βλέπουμε κάποιες ομάδες να αγωνίζονται με δύο Έλληνες το πολύ. Τι όραμα δίνουν στα παιδιά της ακαδημίας οι ομάδες που παίζουν με έναν Έλληνα; Τι στόχο, τι όνειρα; Πως θα τροφοδοτηθεί η ελληνική εθνική ομάδα με παίκτες; Σε κάποιες θέσεις έχουμε πολύ καλούς ποδοσφαιριστές και πολλούς και σε κάποιες δεν έχουμε τόσους πολλούς ή τόσο καλούς για να επιλέξει ο εκλέκτορας της Εθνικής.
Νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουμε έναν αριθμό Ελλήνων παικτών στην ενδεκάδα των ομάδων. Να πω 5; Τους μισούς; Δεν ξέρω, αυτό είναι άλλοι αρμόδιοι να το κρίνουν, αλλά θα ήταν καλό να υπάρχει ένας αριθμός υποχρεωτικής παρουσίας Ελλήνων παικτών καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα».
Πως βιώσατε ως άνθρωπος την μετάβαση στην Ινδία; Πως ήταν οι συνθήκες ζωής;
«Η δική μου ζωή δεν είχε διαφορές από τη ζωή που κάνω σε όλα τα μέρη που πάω ως προπονητής, δηλαδή το πρωί θα πάω στο προπονητικό κέντρο, θα δουλέψω μέχρι το μεσημέρι, το απόγευμα θα δουλέψω στον υπολογιστή την ανάλυση του δικού μου παιχνιδιού και του αντίπαλου. Η ζωή μου και ο ρυθμός μου είναι ο ίδιος.
Η ζωή όμως στην Ινδία είναι εντελώς διαφορετική από την Ελλάδα. Υπάρχει μεγάλη φτώχεια και μεγάλη εξαθλίωση και πολύς πλούτος, ακραίες αντιθέσεις οι οποίες συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο. Δηλαδή, μπορεί να βλέπεις ένα παλάτι στη μια πλευρά στου δρόμου και στην απέναντι πλευρά να βλέπεις ανθρώπους να ζουν σε παλιό αυτοκίνητο χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό. Εμείς πολλά πράγματα τα βλέπαμε μέσα από τα λεωφορεία που πηγαίναμε στο αεροδρόμιο, από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο, στις μετακινήσεις. Εκεί που μέναμε εμείς ήταν διαμερίσματα ασφαλή, αξιοπρεπέστατα να ζήσει άνθρωπος. Εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν σε επίπεδα φτώχειας, σε παραγκουπόλεις».
Έπειτα επιστρέψατε ξανά στην Ελλάδα για λογαριασμό της δεύτερης ομάδας του Αστέρα Τρίπολης αυτή τη φορά. Πώς έγινε αυτή η επιστροφή και τι σημαίνει ο Αστέρας Τρίπολης για εσάς;
«Επέστρεψα στον Αστέρα Τρίπολης, μολονότι είχα πρόταση να ανανεώσω στην Ινδία και είχα και προτάσεις και από άλλες ινδικές ομάδες να πάω, για οικογενειακούς λόγους.
Ως οικογενειάρχης δέχτηκα πιέσεις από την οικογένεια, επειδή έλειπα χρόνια. Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια που ήμουν στην Ινδία δεν ήταν εύκολο να έρθω στην Ελλάδα να δω την οικογένεια μου. Θέλησα να τους δώσω χρόνο. Και αυτός ήταν ο λόγος που δέχτηκα αμέσως την πρόταση του Αστέρα Τρίπολης να είμαι ένα στέλεχος εδώ στην ομάδα.
Ξεκινήσαμε στην αρχή με την ομάδα Β’, η οποία εξαιτίας της απειρίας της δεν είχε καλά αποτελέσματα στον πρώτο γύρο του πρωταθλήματος, αλλά είναι ένα εγχείρημα που τώρα ξεκίνησε με παιδιά κάτω των 23 ετών κατά 80% του ρόστερ. Ήταν λογικό δηλαδή, να θέλουμε παιχνίδια και χρόνο. Τελείωσα τα καθήκοντα μου πριν από ένα μήνα και αυτή τη στιγμή είμαι στο scouting department του Συλλόγου. Ήταν μια εντελώς διαφορετική κατάσταση η ομάδα Β’. Έπρεπε να συνδέσεις την Κ19 με τη μεγάλη ομάδα, προσθέτοντας ένα σκαλοπάτι στα παιδιά ενδιάμεσο, γιατί το άλμα στην μεγάλη ομάδα είναι τεράστιο.
Ήταν ένας ρόλος που μου άρεσε πάρα πολύ, απλά θέλει το χρόνο του αυτό. Θέλει παιχνίδια και πολλή υπομονή για να «περπατήσει» ένα τέτοιο project».
Πως κρίνετε τη δουλειά που γίνεται αναπτυξιακά στον σύλλογο; Υπάρχουν παίκτες από την B’ ομάδα που θα μπορούσαν να στελεχώσουν την πρώτη ομάδα;
«Ναι, υπάρχουν κάποιοι παίκτες ταλαντούχοι που τους ωφελεί η παρουσία τους στην ομάδα Β’, τους κάνει καλό ότι φεύγουν από τη φάση, ακαδημίας, Κ19 και μπαίνουν στη Super League 2 που είναι πιο «ανδρικό», πιο ανταγωνιστικό, πιο σκληρό, πιο δυνατό πρωτάθλημα. Μπαίνουν σε αυτή την διαδικασία, προετοιμάζονται καλύτερα για την πρώτη ομάδα. Αυτή τη στιγμή είμαστε σε φάση που τους αξιολογούμε, παίζουν τα παιδιά τους αγώνες τους και νομίζω προς την άνοιξη θα είμαστε σε καλύτερη θέση να πούμε ότι κάποια παιδιά μπορούν να στελεχώσουν την ομάδα για την επόμενη σεζόν.
Τώρα όσον αφορά τον Αστέρα γενικότερα και τη λειτουργία του θα απαντήσω με μια ευχή: Μακάρι όλοι οι ελληνικοί σύλλογοι να είχαν τη λειτουργία και την οργάνωση του Αστέρα. Υπάρχουν βέβαια αδυναμίες, υπάρχουν λάθη, υπάρχουν ατέλειες αλλά γενικότερα αυτό που κυριαρχεί είναι η οργάνωση σε όλα τα επίπεδα, οι άνθρωποι εδώ προσπαθούν να ενημερώνονται και να βελτιώνουν όλες τις εκφάνσεις του συλλόγου(την ακαδημία, την Β’ ομάδα, τη γυναικεία ομάδα), προσπαθούν σε όλα τα επίπεδα να υπάρχει εξέλιξη».
Ποια είναι τα καθήκοντα στο νέο σας ρόλο;
«Αυτή τη στιγμή δεν είμαι στο γήπεδο να προπονώ παίκτες όπως ήταν τα καθήκοντα μου νωρίτερα, είμαι σε ένα γραφείο, σε έναν υπολογιστή, παρακολουθώ παίκτες που προτείνονται για τον σύλλογο, υπάρχει μια συνεννόηση και μια επικοινωνία με τη διοίκηση και τον προπονητή της πρώτης ομάδας και της ομάδας Β’ και προσπαθούμε να βοηθήσουμε μέσα από αυτή την οπτική γωνία τον σύλλογο».
Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί που θέλει να παίξει ποδόσφαιρο επαγγελματικά;
«Θα πω αυτό που λέω και στα παιδιά μου, γιατί παίζουν ποδόσφαιρο, ανήκουν στην ακαδημία του Αστέρα: «Να είσαι ταπεινός και φιλόδοξος και να ξέρεις πως τα περισσότερα παιδιά πάνε μέχρι ένα σημείο και μετά τέλος, λίγα είναι αυτά που ξεχωρίζουν και προχωράνε.» Οπότε πρέπει να έχουν ένα backup, να μην παρατάνε το σχολείο τους για να έχουν να κάνουν κάτι στη ζωή τους».
Σας ευχαριστώ πολύ Coach!
