Ο Γκόρντον Σίλντενφελντ μίλησε αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και στον Θανάση Σχοινά για την ποδοσφαιρική του καριέρα, το πέρασμα του από την Ελλάδα για λογαριασμό του ΠΑΟΚ και του Παναθηναϊκού, αλλά και τη νέα καριέρα που ανοίγεται μπροστά του στη θέση του προπονητή.
Από τις αλάνες της Κροατίας στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ο Γκόρντον Σίλντενφελντ ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε με την μπάλα στα πόδια και με όνειρο να παίζει ποδόσφαιρο όχι για τη δόξα και τα χρήματα, αλλά γιατί το αγαπούσε πραγματικά.
Η μπάλα ήταν χαρά, ελευθερία, παιχνίδι. Και κάπως έτσι ήρθε και η εξέλιξη για εκείνον. Από τη Σίμπενικ στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Από εκεί στην Τουρκία, στην Αυστρία, στην Ελλάδα και την Κύπρο. Κάθε βήμα του και μια νέα εμπειρία, ένα καινούριο μάθημα.
Σήμερα, από την άκρη του πάγκου συνεχίζει να βλέπει το ποδόσφαιρο με το ίδιο πάθος, αλλά με διαφορετική ευθύνη. Να μεταδίδει εμπειρίες, να χτίζει ομάδες, να δουλεύει χαρακτήρες. Όπως λέει και ο ίδιος, το ταλέντο δεν αρκεί – αυτό που μετράει τελικά είναι η νοοτροπία.
Στο Mpaladofatses.gr ξετυλίγει το κουβάρι της ποδοσφαιρικής του ιστορίας με αγάπη, χωρίς να διστάσει να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές της καριέρας του αλλά και το όνειρο που έχει ως προπονητής,πλέον.

Πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο;
«Αυτό ήταν κάτι πολύ απλό στην Κροατία. Κάθε παιδί έπαιζε ποδόσφαιρο. Είναι κάτι που συνηθίζεται στα Βαλκάνια και στην Κροατία. Είναι μέρος της παιδικής μας ηλικίας και του μεγαλώματος μας. Ο δρόμος ήταν ένα σημαντικό μέρος της παιδικής μας ηλικίας. Στην αρχή παίζαμε για την πλάκα μας με τους φίλους μας, μετά πήγαμε σε ομάδες και έτσι έγινε το ποδόσφαιρο μια μεγάλη αγάπη και σιγά σιγά το ακολούθησα και επαγγελματικά».
Η πρώτη σου επαγγελματική συμμετοχή ήταν με την ομάδα της πόλης που μεγάλωσες. Πώς ένιωσες εκείνη τη στιγμή;
«Κοίταξε, δεν το είδα ποτέ ως δουλειά. Το έβλεπα ως παιχνίδι, αλήθεια. Απολάμβανα το παιχνίδι, απολάμβανα να αγωνίζομαι και να γίνομαι όσο καλύτερος μπορούσα ανεξάρτητα με το αν έπαιζα στο δρόμο, ή στο γήπεδο με την ομάδα μου. Έτσι ξεκίνησε. Λίγο αργότερα στην καριέρα μου έγινε δουλειά αλλά και πάλι ήταν μια ανταγωνιστική δουλειά.
Στην αρχή η Σίμπενικ ήταν στη δεύτερη κατηγορία, ανέβηκε στην πρώτη, ξαναέπεσε στη δεύτερη ήταν σαν «ασανσέρ», πάνω – κάτω. Από τη στιγμή που ήρθε αυτή η γενιά, μια γενιά πολύ ταλαντούχων ποδοσφαιριστών για τον σύλλογο και ανεβάσαμε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία. Μάλιστα, στα μισά εκείνης της σεζόν βρεθήκαμε στη 3η θέση της βαθμολογίας, που σημαίνει ότι είχαμε μια πολύ καλή ομάδα. Τον Γενάρη πουλήθηκαν 13 παίκτες από αυτή την ομάδα. Κάποιοι από αυτούς πήγαν στη Χάιντουκ Σπλιτ, άλλοι στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ και σε άλλες ομάδες της Κροατίας.
Για εμένα το ποδόσφαιρο τότε ήταν αγάπη. Δεν το έβλεπα ως κάτι επαγγελματικό, το έβλεπα πραγματικά σαν ένα παιχνίδι, σαν ένα παιδί που απολάμβανε και αγαπούσε αυτό που έκανε. Και αυτό ίσχυε για μένα για πολλά χρόνια, νομίζω μέχρι να πάω στη Ρωσία».

Πώς ήταν η μετάβαση στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ, σε μια μεγάλη ομάδα, με πολλούς φιλάθλους, ευρωπαϊκές αναμετρήσεις;
«Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Έπαιζα με την Σίμπενικ δύο ή τρία χρόνια στη δεύτερη κατηγορία και όταν καταφέραμε να πάρουμε την άνοδο, ήταν ένα παιχνίδι που παίξαμε πριν από τα Χριστούγεννα εκείνη τη σεζόν με τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Κερδίσαμε 2-0. Μετά από αυτό το παιχνίδι υπήρξε ενδιαφέρον για μένα τόσο από τη Χάιντουκ Σπλιτ όσο και από τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Ήταν ένα σοκ για εμένα. Έξι μήνες πριν έπαιζα στη δεύτερη κατηγορία, που δεν ήταν όσο καλή είναι τώρα.
Όταν πήγα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ ήταν άλλο το επίπεδο. Γεμάτα γήπεδα, προσδοκίες, καταπληκτικοί συμπαίκτες. Είπα στον εαυτό μου: « Κοίταξε, το πιο σημαντικό πράγμα είναι ότι σε αυτή την ηλικία έχεις την πρώτη σου κόρη»(έγινα πατέρας στα 21 μου). Για εμένα ήταν πολύ σημαντικό γιατί ακριβώς δύο μήνες αφότου υπέγραψα το συμβόλαιο μου με τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ η πρώην σύζυγος μου έμεινε έγκυος. Οπότε για εμένα ήταν μια μεγάλη ευθύνη και είπα στον εαυτό μου: «Τώρα έχεις αυτή την ευκαιρία, μην την σπαταλήσεις». Με αυτή τη σκέψη πήγα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Πίστευα στον εαυτό μου και στις δυνατότητες μου, ακόμα και ερχόμουν από τη δεύτερη κατηγορία ουσιαστικά, μιας και έπαιξα μόλις έξι μήνες στην πρώτη κατηγορία. Ήταν πολύ ξεκάθαρο για εμένα στο κεφάλι μου ότι μπορώ να τα καταφέρω.
Όταν υπέγραφα το συμβόλαιο, ο πρόεδρος της ομάδας, ο Ζντράβκο Μάμιτς, μου ανακοίνωσε πως θα πήγαινα δανεικός κάπου αλλού. Του είπα πως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση και πως θα μείνω εδώ για να παίξω. Εκείνος μου απάντησε: «Απόδειξε το μου πως μπορείς να παίξεις». Ένα μήνα αργότερα έπαιξα με τα χρώματα της Ντιναμό Ζάγκρεμπ».

Στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ είχες συμπαίκτη τον Λούκα Μόντριτς στα 22 του χρόνια τότε. Πώς ήταν ως συμπαίκτης και ως άνθρωπος; Περίμενες ότι η καριέρα του θα εξελισσόταν έτσι;
«Ο Λούκα είναι ο ίδιος. Σίγουρα κανείς δεν το περίμενε, δεν ξέρεις πώς είναι το κορυφαίο επίπεδο ποδοσφαίρου. Αυτό είναι που λέω τώρα στους παίκτες μου. Η διαφορά που είχα εγώ στη δεύτερη κατηγορία της Κροατίας και η διαφορά που είχα στη Ντίναμο Ζάγκρεμπ ήταν οι λεπτομέρειες, οι μικρές λεπτομέρειες. Πολύ μικρές λεπτομέρειες, αλλά στο τέλος της ημέρας πολύ σημαντικές.
Μόλις πήγα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ, ο Μάντζουκιτς ήταν εκεί, ο Λούκα(σ.σ Μόντριτς) ήταν εκεί. Στη συνέχεια ήρθε ο Λόβρεν, ο Βίντα. Βλέπεις την ποιότητα αυτών των παικτών, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πως θα φτάσουν στο κορυφαίο επίπεδο. Όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε Europa League, Champions League, καταλάβαμε πως μπορούμε να παίξουμε σε αυτό το επίπεδο. Εκείνη τη χρονιά είχαμε εξαιρετικούς παίκτες, τον Τσόρλουκα, τον Λούκα(σ.σ Μόντριτς), τον Εντουάρντο Ντα Σίλβα, τον Μάντζουκιτς, τον Σόκοτα, έναν πολύ έμπειρο ποδοσφαιριστή που έπαιξε στη Μπενφίκα για πολλά χρόνια. Είχαμε μια εξαιρετική ομάδα και ήμασταν όλοι νέοι.
Την πρώτη φορά που είπα πως μπορώ να παίξω στο κορυφαίο επίπεδο ήταν όταν παίξαμε προκριματικά με τον Άγιαξ. Ο Άγιαξ τότε είχε τον Σουάρεζ, τον Χούντελαρ. Τους ανταγωνιστήκαμε, τους κερδίσαμε και τους αποκλείσαμε. Ήταν μια απόδειξη ότι μπορούσαμε να παίξουμε σε αυτό το επίπεδο. Φυσικά, οι λεπτομέρειες μετράνε για να διατηρήσεις αυτές τις υψηλού επιπέδου εμφανίσεις σε κάθε αγώνα, σε κάθε προπόνηση.
Ο Λούκα ήταν καλός. Ήταν ο ο ίδιος άνθρωπος που είναι και σήμερα. Φυσικά είχε λίγο διαφορετική νοοτροπία. Πάντα έδινε τις καλύτερες ομιλίες στην προπόνηση και στους αγώνες, κάτι που το συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Δεν μπορούσα να πω ότι θα κατέληγε στη Ρεάλ Μαδρίτης και ότι θα είναι ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Φυσικά, το ευχόμουν για εκείνον. Εκείνη τη στιγμή θα έλεγα ψέματα, αν σου έλεγα ότι το είχα προβλέψει. Δεν είχαμε ιδέα για το πραγματικό επίπεδο της Ρεάλ Μαδρίτης τότε. Φυσικά ο Λούκα είναι δέκα φορές καλύτερος ποδοσφαιριστής τώρα, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να το πούμε για κανέναν αυτό».

Άρα ήταν ηγέτης από μικρή ηλικία;
«Φυσικά και ήταν. Πάντα ήθελε να κερδίζει ακόμα και στην προπόνηση, πόσο μάλλον στους αγώνες. Όταν κάναμε ένα λάθος, το διόρθωνε αμέσως. Και όλο αυτό το υποστήριζε με την ποιότητα του. Του είχαμε εμπιστοσύνη. Ξέραμε ότι ήθελε το καλύτερο για εμάς. Δεν ήταν απλά ένας τύπος που παραπονιόταν. Είχε τρομερή ποιότητα με την μπάλα στα πόδια και η ομάδα δούλευε για να του προσφέρει το καλύτερο για την καριέρα του. Ήταν ξεκάθαρο ότι θα έκανε καριέρα, αλλά ήταν άγνωστο το επίπεδο που θα έφτανε».
Μετά τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ πήγες στην Μπεσίκτας. Είχες ενδιαφέρον από ομάδες ανώτερων πρωταθλημάτων από το τουρκικό τότε;
«Αυτό που ξέρω είναι ότι υπήρχαν συζητήσεις με τον Άγιαξ εκείνη τη στιγμή. Μια ομάδα που όπως είπα και πριν παίξαμε εναντίον της. Ήταν μια κατάσταση όμως, που δεν μπορούσα να διαλέξω. Εκείνη τη στιγμή επιθυμία της ομάδας μου ήταν να πάω στη Μπεσίκτας και έτσι κατέληξα εκεί. Δεν το μετανιώνω. Θα με ρωτήσεις τι θα γινόταν αν είχα πάει στον Άγιαξ. Κοίταξε, δεν μπορούσα να διαλέξω. Επίσης, η Μπεσίκτας είναι μια τεράστια ομάδα. Είχα ακούσει για αυτήν, είχα δει αγώνες της αλλά την αξία της, το πόσο μεγάλη ομάδα είναι το αντιλήφθηκα όταν πήγα εκεί. Κατάλαβα πως είναι η μεγαλύτερη ομάδα εκείνου του μέρους του πλανήτη».

Κατά τη διάρκεια της παραμονής σου στην Μπεσίκτας, πήγες δανεικός στην Στούρμ Γκρατς. Ποιο ήταν το επίπεδο του Αυστριακού ποδοσφαίρου τότε και πως ήταν η εμπειρία σου εκεί;
«Ήταν η καλύτερη απόφαση για εμένα. Μετά από έξι μήνες που βρισκόμουν στην Μπεσίκτας, υπήρξε μια εξωαγωνιστική κατάσταση και αποφάσισα να φύγω. Κατέληξα στην Στουρμ, που ήταν ένα σκαλί κάτω από την Μπεσίκτας εκείνη την εποχή. Το αυστριακό πρωτάθλημα είναι ένα καλό και δυνατό πρωτάθλημα. Οι ομάδες είναι οργανωμένες και το πρωτάθλημα το παρακολουθούν πολλές ομάδες της Ευρώπης. Πήγα εκεί σε μια παράξενη περίοδο για την ομάδα. Παρά το γεγονός πως ήταν μεγάλη ομάδα, δεν είχε κερδίσει το πρωτάθλημα για πολλά χρόνια. Οπότε δεν ήταν η καλύτερη περίοδος της ομάδας, όταν έγινα μέλος της. Αλλά εξελίχθηκε πολύ καλά, γιατί έπειτα από 13 χρόνια κερδίσαμε και το πρωτάθλημα και το κύπελλο για δύο συνεχόμενες σεζόν.
Η Στουρμ Γκρατς ήταν το «εισιτήριο» μου για την Εθνική ομάδα της Κροατίας. Το πρώτο μου παιχνίδι με την Εθνική Κροατίας, το έπαιξα ως παίκτης της Στουρμ. Ήταν πολύ σημαντικό για εμένα αυτό. Ακόμα, η Στουρμ ξεκίνησε να παίζει στην Ευρώπη, η ομάδα μεγάλωνε και ήταν μια πολύ καλή περίοδος. Πάντα λέω για την Στουρμ ότι πέρασα καταπληκτικά εκεί, γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους εκεί, που ακόμα και σήμερα είμαστε φίλοι, βγαίνουμε για καφέ κτλ. Οπότε η Στουρμ ήταν μια πολύ πολύ όμορφη εμπειρία για εμένα».
Πώς είναι το συναίσθημα να αγωνίζεσαι με την Εθνική Ομάδα της χώρας σου;
«Είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω με λόγια. Όταν σκέφτομαι πόσοι χιλιάδες Κροάτες ποδοσφαιριστές υπάρχουν, ότι είναι καλοί, ότι πολλοί από αυτούς παίζουν στα κορυφαία πρωταθλήματα και εγώ κατάφερα 9 χρόνια να είμαι μέλος της ΕΘνικής ομάδας, ανατριχιάζω. Όταν ακούς τον εθνικό ύμνο, όταν βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους να σε αποθεώνουν, που για αυτούς παίζεις, για τους φίλους σου, την οικογένεια σου, δεν μπορώ να εξηγήσω το πως αισθάνομαι. Είμαι ευτυχισμένος και ευλογημένος που το έζησα και το ένιωσα αυτό στην καριέρα μου. Και είχε διάρκεια. Δεν κράτησε για μια μικρή περίοδο, κράτησε για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου. Είδα πολλούς παίκτες εκεί να μεγαλώνουν, να εξελίσσονται και να γίνονται όλο και καλύτεροι. Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο κομμάτι».

Πως ήταν η εμπειρία σου στο Euro 2012;
«Η εμπειρία μου ήταν φανταστική. Ήμασταν σε έναν πολύ καλό όμιλο μαζί με την Ισπανία, την Ιταλία και τη Βόρεια Ιρλανδία, αν θυμάμαι σωστά. Ξεκινήσαμε με ισοπαλία απέναντι στην Ιταλία και νικήσαμε τη Βόρεια Ιρλανδία και στη συνέχεια ήταν το τελευταίο παιχνίδι απέναντι στην Ισπανία, που έπρεπε να κερδίσουμε για να προκριθούμε στον επόμενο γύρο. Ήμασταν πάρα πολύ καλοί, ο Ράκιτιτς δημιούργησε πολύ καλές ευκαιρίες, αλλά δεν καταφέραμε να σκοράρουμε. Δυστυχώς αργότερα μες στο παιχνίδι, δεχτήκαμε γκολ, επειδή ρισκάραμε πολύ και δεν προκριθήκαμε. Είμαι λυπημένος, γιατί θεωρώ πως εκείνη η ομάδα ήταν μια από τις καλύτερες στην ιστορία της ΕΘνικής Κροατίας».

Το πρωτάθλημα της Κροατίας δεν βρίσκεται ανάμεσα στα κορυφαία της Ευρώπης, όμως η Εθνική Ομάδα έχει πραγματοποιήσει εξαιρετικές πορείες και εμφανίσεις τόσο στα τελευταία Μουντιάλ όσο και στα Euro. Το περίμενες αυτό; Ποιο είναι το «κλειδί» αυτών των επιτυχιών;
«Νομίζω πως μπορείς να παρατηρήσεις πως όποτε βρίσκεται ένας Κροάτης σε μια ομάδα, φέρνει κάτι σε αυτή. Φυσικά, μιλάμε για παίκτες κάποιου επιπέδου. Οι παίκτες που προέρχονται από τα Βαλκάνια έχουν μια συγκεκριμένη νοοτροπία. Θέλουμε να κερδίσουμε, να είμαστε ανταγωνιστικοί, θέλουμε να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό. Και το βλέπω συνέχεια, πάντα φέρνουν κάτι το διαφορετικό στις ομάδες τους.
Όπως είπες και εσύ το Κροατικό πρωτάθλημα δεν είναι ανάμεσα στα κορυφαία της Ευρώπης, αλλά αυτό που έχουμε όταν αγωνιζόμαστε στο γήπεδο είναι ότι βλέπουμε το ποδόσφαιρο με διαφορετικό τρόπο από ότι σε άλλες λίγκες. Δεν είμαστε απλά τρελοί με τους αριθμούς, τα σπριντ κτλ. Ακόμα στην Κροατία μπορείς να βρεις ποδοσφαιριστές που είναι σαν τα παλιά 10αρια, που είχαν καλή τεχνική, καλή ικανότητα με την μπάλα στα πόδια, που έβλεπαν κάποιες κινήσεις που δεν μπορούσε να τις δει ο οποιοσδήποτε παίκτης.
Και στο τέλος – τέλος έχουμε αυτή τη νοοτροπία. Δεν θέλουμε να χάνουμε, δεν μας αρέσει να χάνουμε και νομίζω πως κάθε Βαλκάνιος ποδοσφαιριστής το έχει αυτό».
Πες μου για τη μετακίνηση σου στον ΠΑΟΚ. Πώς προέκυψε;
«Ήρθε όπως κάθε άλλη ομάδα που έπαιξα. Υπήρχε ένα ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ για εμένα, που μου γνωστοποιήθηκε. Είχα ακούσει για τον ΠΑΟΚ, αγαπούσα την Ελλάδα, αλλά δεν είχα παίξει ποτέ στην Ελλάδα μέχρι τότε ούτε καν σε φιλικό αγώνα. Αλλά ερχόμουν γιατί είχα κάποιους φίλους εκεί. Φυσικά ήξερα και τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Μίλησα με τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ και με τον προπονητή και ήταν εύκολο να αρχίσει να μου αρέσει η προοπτική να αγωνιστώ εκεί.
Η Ελλάδα είναι μια πολύ όμορφη χώρα με πολύ καλούς ανθρώπους, η ομάδα ήταν καλή, όλα ήταν καλά. Όταν είδα τη νοοτροπία της Ελλάδας, πόσο τους αρέσει το ποδόσφαιρο, πόσο παθιασμένοι είναι πήρα την απόφαση να πάω εκεί και να το δω από κοντά. Έκατσα εκεί έξι μήνες, πίστευα πως θα έμενα περισσότερο αλλά αυτό δεν συνέβη. Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρώτη μου εμπειρία στην Ελλάδα. Ο ΠΑΟΚ».

Στη θητεία σου στον ΠΑΟΚ είχες εξαιρετικούς συμπαίκτες όπως τον Κώστα Κατσουράνη, τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη αλλά και τον Πάμπλο Γκαρσία. Έχεις κάποια ιστορία μαζί τους;
«Θυμάμαι την πρώτη μέρα που ήρθα στο γήπεδο να δω τον ΠΑΟΚ. Ο Πάμπλο μπήκε στον αγώνα στο 75- 80’ κάπου εκεί, και όλο το γήπεδο φώναζε ΠΑΑΑΑΜΠΛΟ, ΠΑΑΑΑΜΠΛΟ(σ.σ γέλια) και σκεφτόμουν τι στο καλό είναι αυτό, τι συμβαίνει. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία σε αυτό, ήθελα να δω περισσότερο την ομάδα, την πόλη. Στη συνέχεια μου εξήγησαν την ιστορία και το δέσιμο του Πάμπλο με την ομάδα και είπα πως αυτό θέλω κι εγώ. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Όποτε ακουμπούσε την μπάλα οι οπαδοί τρελαίνονταν. Το λάτρεψα. Είναι μια στιγμή που τη θυμάμαι μέχρι και σήμερα. Η ομάδα ήταν πολύ καλή. Ο Κατσουράνης ήταν εκεί, ο Σάλπι ήταν εκεί, ο Βούκιτς ήταν εκεί, ο Έτο, που παίζαμε μαζί στην Ντιναμό. Ήταν μια καλή ομάδα».
Την επόμενη σεζόν έμεινες στην Ελλάδα, αλλά έπαιξες για τον Παναθηναϊκό αυτή τη φορά σε μια περίοδο αρκετών αλλαγών για τους Πράσινους. Πώς τη βίωσες;
«Κοίταξε, δεν ήξερα την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Έπαιξα απέναντι στον Παναθηναϊκό στο Europa League, όταν ήμουν στην Στουρμ, και ένας παιδικός μου φίλος έπαιζε τότε εκεί, ο Άντε Ρουκάβινα. Βγαίναμε στην Αθήνα κάποια βράδια μαζί. Όλοι ξέραμε τι ομάδα είναι ο Παναθηναϊκός. Είχα έναν φίλο που ήταν παίκτης πόλο στον ΠΑΟΚ και έπαιζε στον Ολυμπιακό πριν και μου έλεγε τα καλύτερα για την Αθήνα. Και του είπα ξέρεις κάτι, αν ποτέ έχω πρόταση από οποιαδήποτε ομάδα της Αθήνας θα πάω. Ήταν ένα αστείο μεταξύ μας.
Ένα μήνα αργότερα, δέχτηκα μια πρόταση από τον Παναθηναϊκό, αλλά δεν ήξερα πως ο Παναθηναϊκός αντιμετωπίζει προβλήματα. Ήξερα πως ο Παναθηναϊκός είναι μια μεγάλη ομάδα, οπότε δεν περίμενα να έχει προβλήματα. Κατάλαβα ότι κάτι τρέχει στην ομάδα από την πρώτη ερώτηση που μου κάνανε στη συνέντευξη τύπου, όταν με ρωτήσανε γιατί ήρθα στον Παναθηναϊκό. Και ήμουν σε φάση «τι εννοείς γιατί ήρθα στον Παναθηναϊκό». Ήρθα για να πολεμήσω για να κατακτήσω το πρωτάθλημα. Και με ρώτησε αν ξέρω την κατάσταση που βρίσκεται η ομάδα. Δεν περίμενα αυτή την απάντηση.
Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αυτό. Είχα όμως ένα πολύ θετικό προαίσθημα. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, θέλω απλά και οι υπόλοιποι να κάνουν την δική τους. Τελικά, η ομάδα ήταν πολύ καλή. Δημιουργήθηκε μια ομάδα που ήταν ένα πολύ καλό σύνολο παικτών. Είχαμε πολύ καλό κλίμα στα αποδυτήρια. Υπήρχαν πολύ καλοί χαρακτήρες, πολλοί ήμασταν φίλοι και εκτός γηπέδου και αυτό μας έδωσε την ποιότητα για να πολεμήσουμε μέχρι το τέλος για το πρωτάθλημα και να κερδίσουμε το κύπελλο Ελλάδας. Έτσι ξεκινήσαμε τη νέα εποχή του Παναθηναϊκού. Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε ο Σισέ, υπήρχαν μεγάλα μπάτζετ. Μετά από εμάς η ομάδα ξεκίνησε να μεγαλώνει ξανά και να φτάνει στο σήμερα που κάθε χρόνο είναι οικονομικά σε καλύτερο επίπεδο».

Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον coach Αναστασίου και με τους υπόλοιπους συμπαίκτες σου;
«Ήταν εκπληκτική. Ήταν μια πολύ καλή ομάδα. Ήμασταν φίλοι και εκτός γηπέδου. Οι περισσότεροι ήταν νέοι και ήταν καλοί χαρακτήρες και καλοί ποδοσφαιριστές. Η ποιότητα που είχαμε ήταν διαφορετική από αυτή που είχε ο Ολυμπιακός εκείνη τη σεζόν. Είχαμε καλό ρόστερ και πεθαίναμε ο ένας για τον άλλον. Ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον και ξέραμε ο καθένας τι μπορεί να δώσει στην ομάδα.
Αν τους ανταγωνιζόμασταν ατομικά θα ήμασταν καλοί. Όμως ως ΟΜΑΔΑ ήμασταν καλύτεροι από αυτούς, σύμφωνα με το πως βλέπω εγώ το ποδόσφαιρο. Συνδυάζαμε καλούς παίκτες και καλούς χαρακτήρες. Η συνεργασία μου με τον προπονητή, τον αθλητικό διευθυντή και το υπόλοιπο επιτελείο ήταν εκπληκτική για εμένα. Ο προπονητής δεν μπορούσε να ευχαριστήσει όλους τους 30 παίκτες. Ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετική άποψη για εκείνον. Αναφορικά με εμένα, όλα ήταν καλά μαζί του. Θα ευχόμουν η συνεργασία μας να διαρκέσει λίγο περισσότερο».

Την επόμενη σεζόν ακόμα ένας Κροάτης ποδοσφαιριστής με μεγάλη καριέρα ήρθε στον Παναθηναϊκό, ο Ντάνιελ Πράνιτς. Είχες μιλήσει μαζί του πριν την άφιξη του στην Ελλάδα;
«Γνωριζόμασταν από την Εθνική Ομάδα. Φυσικά και μιλήσαμε. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Όλοι στην Κροατία γνωρίζουμε το ελληνικό πρωτάθλημα, τις μεγάλες ελληνικές ομάδες. Βλέπαμε τον Παναθηναϊκό στην τηλεόραση, ξέραμε τους Έλληνες παίκτες οπότε δεν ήταν δύσκολο για αυτόν να επιλέξει να συνεχίσει την καριέρα του στον Παναθηναϊκό. Μιλήσαμε ναι, αλλά δεν μιλήσαμε για να τον πιέσω να έρθει. Του είπα ότι όλα είναι καλά, ότι θα φτιαχτεί μια καλή ομάδα και υποστήριξα τις σκέψεις του».
Μετά τον Παναθηναϊκό επέστρεψες στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Πες μου την ιστορία με τον Ντάνι Όλμο που μου ανέφερες πιο πριν.
«Θυμάμαι τις πρώτες προπονήσεις του Ντάνι(σ.σ Όλμο) και έλεγες πως δεν μπορεί να παίξει στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Ήταν μικρός, έκανε πολλά λάθη και πολλές φορές ήμουν θυμωμένος μαζί του και έλεγα πως μπορεί να κάνει τέτοια λάθη. Την επόμενη σεζόν όμως η γνώμη μου άλλαξε εντελώς μετά από έξι μήνες. Του είπα: «Οκ, αυτό που κάνεις τους τελευταίους έξι μήνες να το συνεχίσεις γιατί πηγαίνει καλά».
Τον τρίτο του χρόνο στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ άρχισε να γίνεται ο ηγέτης της ομάδας. Τότε είπα μέσα μου ότι τώρα ναι βλέπω πως θα κάνει μια σπουδαία καριέρα. Αλλά στην αρχή δεν περίμενα ότι θα έφτανε να παίξει στη Μπαρτσελόνα. Ο Ντάνι είναι ένα απίστευτο παιδί, ένας εξαιρετικός χαρακτήρας, αλλά στην αρχή έκανε πολλά λάθη. Είναι πολύ σημαντικό στο ξεκίνημα σου να έχεις ανθρώπους που σε εμπιστεύονται, που σε αφήνουν να κάνεις λάθη, να μαθαίνεις από αυτά και έπειτα να κάνεις την καριέρα σου».

Είναι η ιστορία του Όλμο μια ιστορία που θα έλεγες στα παιδιά που ονειρεύονται να παίξουν ποδόσφαιρο επαγγελματικά;
«Φυσικά. Ο Ντάνι είναι ένα πολύ ευγενικό παιδί. Έμαθε Κροατικά, σεβάστηκε τη χώρα. Κάθε μέρα προσπαθούσε, προσπαθούσε, προσπαθούσε. Ξέρεις τον παίκτη που είναι πάντα στην ώρα του στις προπονήσεις και δεν κάνει ποτέ λάθος; Αυτός ήταν ο Όλμο. Με τη νοοτροπία του εξελίχθηκε πολύ. Γιατί, όπως σου είπα, τους πρώτους μήνες που τον είδα έλεγα στον εαυτό μου: «Αν είναι δυνατόν, πως μπορεί να κάνει τέτοια λάθη».
Η εξέλιξη του ήταν εντυπωσιακή. Ήταν πάντα ταπεινός, κρατούσε τα πόδια του στο έδαφος, δεν πετούσε στα σύννεφα και ειδικά στον τρίτο του χρόνο που έπαιζε με τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ στο Europa League έβλεπες τη διαφορά σε εκείνον, είχε γίνει ένας άλλος Όλμο. Εκεί ήταν που είπα ότι θα γίνει καταπληκτικός ποδοσφαιριστής».
Τα περισσότερα χρόνια της καριέρας σου σε μια ομάδα (4) τα πέρασες στην Ανόρθωση. Πώς ήταν η εμπειρία σου εκεί;
«Για το Κυπριακό Πρωτάθλημα είχα γνώση μόνο για κάποιους συλλόγους. Ειδικότερα την περίοδο που αγωνιζόμουν στην Ελλάδα. Γνώριζα τον ΑΠΟΕΛ, την Ομόνοια, την Ανόρθωση. Είναι αστεία ιστορία το πως πήγα να παίξω στην Κύπρο. Η σύζυγος μου είναι Ελληνίδα και όταν εκείνη την περίοδο είχα προτάσεις από τη Ρωσία, από την Τουρκία μου έλεγε «σε παρακαλώ μην πάμε εκεί, έχει κρύο».
Έτσι στη συνέχεια ήρθαν κάποιες προτάσεις από την Κύπρο. Αν θυμάμαι καλά πρώτα μου έκανε πρόταση ο ΑΠΟΕΛ και στη συνέχεια η Ανόρθωση. Ήρθε ο πρόεδρος της ομάδας και μου μίλησε, ήταν πολύ επαγγελματική η προσέγγιση του. Είπα στη γυναίκα μου: «Θες να πάμε εκεί; Μιλούν Ελληνικά, έχει ήλιο και θάλασσα παντού.» Ήταν πολύ εύκολο να πει το ναι(σ.σ γέλια).

Δεν είχα μεγάλες προσδοκίες. Ήξερα ότι είναι μεγάλη ομάδα που παλεύει κάθε χρόνο για να κατακτήσει κάποιο τρόπαιο στην Κύπρο. Ήμουν 31 – 32. Από όταν ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο μέχρι τη στιγμή που τελείωσα την καριέρα μου πάντα ήθελα να κερδίζω, είχα νοοτροπία νικητή. Όταν πήγα, λοιπόν, εκεί με εξέπληξε το επίπεδο του ποδοσφαίρου τους. Δεν περίμενα να είναι τόσο καλό. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει πέσει λίγο το επίπεδο, αλλά τη στιγμή που πήγα εγώ στην Ανόρθωση δεν ήταν εύκολο το πρωτάθλημα. Πολλοί μπορεί να πιστεύουν ότι είναι μικρή χώρα και θα είναι πολύ εύκολο το πρωτάθλημα, δεν θα υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός. Δεν ισχύει αυτό. Ήμουν πολύ εντυπωσιασμένος με τον τρόπο ζωής στην Κύπρο και με το ποδόσφαιρο.
Στο τέλος, κατέληξα να μείνω εκεί τα περισσότερα χρόνια της καριέρας μου, κάτι που δεν περίμενα, αλλά είχαμε πολύ καλή ποιότητα ζωής, η ομάδα ήταν πολύ ανταγωνιστική. Όταν τελείωσε το συμβόλαιο μου είχα προτάσεις να φύγω, αλλά αποφάσισα να ανανεώσω και να μείνω στην Κύπρο εξαιτίας της οικογένειας μου».
Ολοκλήρωσες την καριέρα σου στην Κύπρο με τη φανέλα του Άρη Λεμεσού και στη συνέχεια έγινες βοηθός προπονητή εκεί; Πώς ήταν αυτή η μετάβαση για σένα;
«Τους πρώτους έξι μήνες ήμουν βοηθός προπονητή και στη συνέχεια έγιναν προπονητής και τεχνικός διευθυντής στις ακαδημίες της ομάδας. Ήταν ωραία. Θα ευχόμουν να έπαιζα ποδόσφαιρο λίγο ακόμα, αλλά δεν μετανιώνω την απόφαση μου να σταματήσω την καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής και να γίνω προπονητής. Βρήκα τον εαυτό μου ακολουθώντας την καριέρα του προπονητή. Ήξερα πως αυτό θα ήταν το επόμενο μου βήμα. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να παίζω έως την τελευταία μου στιγμή στο γήπεδο, πάντα μιλούσα στους συμπαίκτες μου. Τους διόρθωνα, τους βοηθούσα.
Ως παίκτης δεν είχα ταχύτητα. Έπρεπε, λοιπόν, να δουλέψω για να κρύψω αυτό το μειονέκτημα. Έπρεπε να τοποθετούμαι στον αγωνιστικό χώρο με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να προλαβαίνω την κίνηση του αντιπάλου, που είναι ταχύτερος από εμένα. Οπότε μιλούσα πολύ στον αγωνιστικό χώρο. Αυτό με βοηθούσε, ήταν η δύναμη μου ως ποδοσφαιριστής. Έβλεπα την κίνηση του αντιπάλου νωρίτερα, μπορούσα να προβλέψω την επόμενη του κίνηση. Σε όλες τις ομάδες που έπαιξα ήμουν από τους πιο αργούς ποδοσφαιριστές, αλλά το μετέτρεψα αυτό σε πλεονέκτημα για εμένα.

Η καριέρα μου ως προπονητής δεν ξεκίνησε ουσιαστικά τώρα, ξεκίνησε 6-7 χρόνια πριν όταν οι προπονητές μου μού έλεγαν συνέχεια ότι μιλάω πολύ στο γήπεδο και ότι θα γίνω πολύ καλός προπονητής. Έτσι όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσω για το επόμενο βήμα της καριέρας μου ήμουν μπροστά σε ένα δίλημμα, αθλητικός διευθυντής ή προπονητής;
Δεν μου άρεσε πολύ ο ρόλος του διευθυντή των ακαδημιών που είχα, δεν μου άρεσε που δεν βρισκόμουν στο γήπεδο. Το να κάνω επαφές, να παίρνω τηλέφωνα από το γραφείο μου δεν ήταν του στυλ μου. Τότε αντιλήφθηκα ότι η επόμενη καριέρα μου θα είναι ως προπονητής. Τώρα που βλέπω τον εαυτό μου αναγνωρίζω πως η φυσική συνέχεια της καριέρας μου ήταν να γίνω προπονητής».
Τη φετινή σεζόν ήσουν προπονητής στη Βούκοβαρ, στην δεύτερη κατηγορία της Κροατίας. Πώς ήταν η εμπειρία σου εκεί;
«Δεν υπάρχουν πολλά να σου πω. Η συνεργασία μας ξεκίνησε πραγματικά κατά λάθος. Υπήρχε ενδιαφέρον από εκείνους και παλαιότερα, αλλά δεν ήταν η ιδανική στιγμή για την οικογένεια μου να γυρίσουμε πίσω στην Κροατία. Είναι μια ομάδα που συνήθιζε να βρίσκεται ανάμεσα στη δεύτερη και στην πρώτη κατηγορία του Κροατικού Πρωταθλήματος, μια πολύ ιστορική ομάδα.
Ήταν πολύ εύκολο να πάρω την απόφαση να πάω εκεί. Είναι ένας σύλλογος, με ιστορία, κόσμο, με ανθρώπους που γνωρίζουν από ποδόσφαιρο. Είχαμε μια πολύ καλή ομάδα τη φετινή σεζόν, με εκπληκτικούς χαρακτήρες και ήμουν 100% σίγουρος πως θα κατακτούσαμε την άνοδο. Είναι ουσιαστικά η πρώτη μου δουλειά ως πρώτος προπονητής και ήταν πολύ απλή, πίστεψε με. Δεν έχω δει στην καριέρα μου στο ποδόσφαιρο, παίκτες με το χαρακτήρα των δικών μου παικτών. Τους λες να τρέξουν και δεν ρωτάνε γιατί; Ρωτάνε απλά πόσο; Και αυτό είναι κάτι που θαυμάζω πολύ».

Όπως σε ακούω να μιλάς μου δημιουργείται η εντύπωση ότι για σένα ένας ποδοσφαιριστής είναι πιο σημαντικός να έχει καλό χαρακτήρα από το να έχει εξαιρετικό ταλέντο. Ισχύει;
«Το ταλέντο χωρίς τη νοοτροπία είναι τίποτα. Από την άλλη η νοοτροπία μόνη της χωρίς το ταλέντο φτιάχνει καριέρες. Η νοοτροπία είναι πολύ κομβική στην εξέλιξη ενός ποδοσφαιριστή. Όταν έπαιζα στην Στουρμ Γκρατς, η Ρεντ Μπουλ Σάλτσμπουργκ ήταν καλύτερη ομάδα από εμάς. Αλλά εμείς κερδίσαμε το πρωτάθλημα, το κύπελλο και το σούπερ καπ. Γιατί; Επειδή είχαμε τη νοοτροπία. Ήμασταν μια ομάδα που δούλευε πολύ, ήταν πολύ συμπαγής, ήμασταν πολύ καλοί συμπαίκτες. Θα πεθαίναμε ο ένα για τον άλλον. Δεν θα μας κέρδιζε κανείς εύκολα. Αυτή τη νοοτροπία την είχαμε και στον Παναθηναϊκό. Ο Ολυμπιακός ήταν καλύτερος, είχε περισσότερα χρήματα, αλλά δεν ήμασταν καθόλου εύκολος αντίπαλος. Παλεύαμε για το πρωτάθλημα μαζί μέχρι τέλους.
Ο συνδυασμός του ταλέντου και της νοοτροπίας είναι εκπληκτικός. Η Βούκοβαρ το έχει αυτό. Το πιο σημαντικό είναι η αντίληψη του ποδοσφαίρου. Πιστεύω πως εάν ο ποδοσφαιριστής αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο ως ένα παιχνίδι, πως να ζει τη στιγμή, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που υπάρχει τώρα. Σήμερα, είναι όλα αριθμοί και δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτό».

Τι στυλ ποδοσφαίρου επιθυμείς να έχουν οι ομάδες σου;
«Συμπαγές, οργανωμένο και επιθετικό ποδόσφαιρο. Αυτά είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά. Φυσικά μου αρέσει η ομάδα μου να έχει την κατοχή της μπάλας και να αναπτύσσεται μέσω αυτής. Να γνωρίζει πότε πρέπει να ανεβάσει ταχύτητα ή να ρίξει το ρυθμό, πότε να τελειώσει μια φάση».
Ποιο είναι το όνειρο σου; Πώς θες να δεις τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια από τώρα;
«Το όνειρο μου είναι να προπονήσω στα πρωταθλήματα που δεν έπαιξα ως ποδοσφαιριστής. Θα μου άρεσε πολύ να βρεθώ στο υψηλότερο επίπεδο ως προπονητής . Είμαι νέος προπονητής, έχω πολλά να μάθω ακόμα. Πάντα σκέφτομαι με αυτό τον τρόπο. Δεν είμαι ποτέ κλειστόμυαλος. Πάντα είμαι ανοιχτός σε όλα και πιστεύω ότι με πολλή δουλειά και λίγη τύχη είναι εφικτό να συμβεί αυτό».
