Skip to content Skip to footer

Ο Αντώνης Πετρόπουλος στο Mpaladofatses.gr: «Από μικρός ήμουν Παναθηναϊκός – Ίσως έκανα λάθος που δεν πήγα πιο νωρίς στο εξωτερικό

Ο Αντώνης Πετρόπουλος μιλά αποκλειστικά στο mpaladofatses.gr και τον Θανάση Σχοινά για τη μεγάλη καριέρα του, τις στιγμές που τον σημάδεψαν ενώ αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της πορείας του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Ο Αντώνης Πετρόπουλος είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση για κάθε παιδί που ξεκινάει το ποδόσφαιρο και θέλει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Από το Α’ Τοπικό και το Παλαιό Φάληρο στην Α’ Εθνική και το Αιγάλεω. Μια απόδειξη πως η δουλεία, το μεράκι και η αγωνιστικότητα μπορούν να κάνουν το ανέφικτο, εφικτό.

Στο Mpaladofatses.gr «ξετυλίγει» το κουβάρι της ζωής και της καριέρας του. Από το όνειρο ενός παιδιού, στην πραγματοποίηση του. Από τους δανεισμούς στη Β’ και στη Γ’ Εθνική στο Champions League με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, πλάι σε προσωπικότητες παγκόσμιου βεληνεκούς.

Η «ερωτική» του σχέση με τα αντίπαλα δίχτυα του απέδωσε το παρατσούκλι «Πετρογκόλ» που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα.

Πως ξεκίνησες την καριέρα σου στο ποδόσφαιρο; Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή;

«Έπαιζε ο αδερφός μου ποδόσφαιρο που ήταν πιο μεγάλος, εδώ στο Παλαιό Φάληρο, ξεκίνησα κι εγώ από πολύ μικρή ηλικία(5-6 χρονών). Είμαστε από το Παλαιό Φάληρο, εδώ μεγαλώσαμε, οπότε ήρθαμε κατευθείαν στην ομάδα του Παλαιού Φαλήρου και έτσι ξεκίνησα από πολύ μικρός να έχω επαφή με το άθλημα. Μου άρεσε πολύ και από πολύ μικρός κατάλαβα πως θέλω να ασχοληθώ με αυτό».

Άρα το ποδόσφαιρο ήταν για εσένα ο πρώτος σου στόχος ως προς την επαγγελματική σου αποκατάσταση;

«Μετά τα 13, που εκεί καταλαβαίνει περίπου ένα παιδί με τι θέλει να ασχοληθεί, το κατάλαβα κι εγώ. Ήμουν τυχερός, γιατί πήγα και στη μεικτή Αθηνών, κατάλαβα πολύ γρήγορα πως θέλω να ασχοληθώ και να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, που πήγα στους γονείς μου, όταν ήμουν 14 ετών, μόλις τελείωσα το γυμνάσιο και τους ανακοίνωσα πως θα γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και πως αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Τους είπα πως αν δεν πετύχω θα ασχοληθώ με το ταξί που έχει ο πατέρας μου. Οπότε πήγα στο τεχνικό λύκειο, για να βγάλω μια σχολή και να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στο ποδόσφαιρο.

Όταν πήρα αυτή την απόφαση ήμουν πρώτος σκόρερ στη μεικτή παίδων κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Γενικότερα, οι μεικτές κάνουν πολύ καλή δουλειά στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο γιατί παίρνουν τους καλύτερους αθλητές από όλη την Αθήνα. Έπαιζα 15.5 χρονών Α’ Τοπικό με το Παλαιό Φάληρο, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο για εκείνη την εποχή. Και τότε ξεκίνησαν ξένες ομάδες να με παρακολουθούν».

Πώς έγινε η μεταγραφή στο Αιγάλεω; Είχες προσέγγιση από άλλες ομάδες;

«Έγιναν δύο προσεγγίσεις. Η μία ήταν στα 15 μου να πάω στη Γερμανία, στη Μπάγερν Μονάχου. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε να αλλάξει όλη η ζωή μου. Να έρθουν μαζί μου οι γονείς μου, ο αδερφός μου που ήταν τότε 21 ετών. Δεν πήγα, παρά το γεγονός πως είχα πρόσκληση και ενδιαφέρον να πάω. Έτσι έμεινα στην Αθήνα, στο Παλαιό Φάληρο και συνέχιζα να τα πάω πολύ καλά στις μεικτές. Λίγο αργότερα, πήγα να δοκιμαστώ στον Απόλλωνα. Δεν έγινε η δουλειά να πάω τότε στον Απόλλωνα(που έπαιζε στη Β’ Εθνική), δεν τα βρήκαν οι ομάδες μεταξύ τους. 

Την επόμενη χρονιά ήρθε η πρόταση από το Αιγάλεω που έπαιζε στην Α’ ΕΘνική και έδωσε πάρα πολλά χρήματα για την εποχή τότε σε ερασιτεχνικό σωματείο. Ο κύριος Μητρόπουλος ήταν γνώστης του αντικειμένου και το Αιγάλεω έδωσε 10.000 ευρώ στο Παλαιό Φάληρο τότε. Έτσι πήγα στο Αιγάλεω 17 χρονών ως επαγγελματίας. Έκανα δέκα βήματα και βρέθηκα από το Α’ Τοπικό στην Α’ ΕΘνική». 

Πώς ήταν η μετάβαση αυτή;

«Δύσκολη, γιατί εκείνη την εποχή στα τοπικά και στις ακαδημίες θυμάμαι έπαιζα μερικές φορές σε χώμα, όχι όπως τώρα που είναι πλαστικά και έχουν ένα άλλο επίπεδο τα παιδιά. Οι ακαδημίες τότε δεν έδιναν πολύ βάρος, υπήρχαν δυσκολίες. Το έβλεπα και εγώ στον εαυτό μου γιατί το επίπεδο ήταν άλλο, κάποιοι παίκτες ήταν πιο έτοιμοι. Αλλά τότε το Αιγάλεω έπαιρνε πιτσιρίκια, είχε βγει και στην Ευρώπη, είχε κάνει πάρα πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια, οπότε ήταν μια ομάδα που επένδυε σε νεαρούς ποδοσφαιριστές. Έπαιρνε τους καλύτερους από όλη την Ελλάδα, είχε ένα πολύ μεγάλο δίκτυο και είχε κατά βάση Έλληνες παίκτες στο ρόστερ του, θυμάμαι εκείνη τη χρονιά είχαμε μόλις δύο ξένους, τον Σιντιμπέ, τον τερματοφύλακα και τον Ντουσέι, το αριστερό μπακ.

Ήταν πρωτόγνωρο για την εποχή αυτό που έκανε ο κύριος Μητρόπουλος και πολλοί στη συνέχεια τον ακολούθησαν, έδωσαν ευκαιρίες νέα παιδιά. Εκείνη την χρονιά έπαιξα σε 5-6 παιχνίδια στην Α’ ΕΘνική 17.5 χρονών, ήμουν μέλος της Εθνικής Παίδων – Νέων. Ο πρόεδρος όμως και το προπονητικό επιτελείο διέκρινε πως χρειαζόμουν παιχνίδια, κάτι που ήταν πολύ σημαντικό. Το να παίζεις 5-6 λεπτά στην Α’ Εθνική, στο υψηλότερο επίπεδο , είναι σημαντικό για έναν ποδοσφαιριστή 17.5 ετών αλλά πιο σημαντικό είναι να παίζεις παιχνίδια. Και την επόμενη χρονιά βγήκε το Αιγάλεω στο UEFA και πήγα δανεικός στο Κερατσίνι, που έπαιζε στη Γ’ ΕΘνική. Εκεί αγωνίζομαι, τα πάω καλά, πάω και στην ΕΘνική νέων καλά και μπαίνει το νερό στο αυλάκι. Μετά πήγα ξανά δανεικός δύο φορές στη Β ‘ Εθνική. Φυσικά όλα αυτά τα χρόνια είναι πολύ σημαντικό και για τα νέα παιδιά να καταλάβουν πως υπήρχαν δυσκολίες.

Όταν πηγαίνεις δανεικός σε μια ομάδα μπορεί κάποιος να πει «γιατί να παίξει ο Πετρόπουλος βασικός; Αφού είναι δανεικός» Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς την αντιμετώπιση που θα έχεις στα 18-19 σου χρόνια και είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθεις και στην αγωνιστικότητα  αλλά και στα αποδυτήρια. Εγώ ήμουν ένα παιδί που είχα την ικανότητα και την τύχη να ξέρω τι θέλω και τα κατάφερα και γύρισα στο Αιγάλεω 20 χρονών πλέον, έτοιμος, με διεθνείς συμμετοχές στις μικρές εθνικές ομάδες και όντας πρώτος σκόρερ στη Β’ ΕΘνική και στην ΕΘνική Νέων και Ελπίδων, για να πάρω αυτό που ουσιαστικά μου άξιζε. Και έτσι αγωνίστηκα στο Αιγάλεω στην Α’ ΕΘνική».

Η Β’ ΕΘνική τότε είχε τα προβλήματα που βλέπουμε πως  έχει σήμερα; Ποιες είναι οι διαφορές του τότε και του τώρα;

«Καταρχάς, ήταν πολύ πιο δύσκολο το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Τότε και η Γ’ ΕΘνική ήταν επαγγελματική κατηγορία, έπαιζαν σε αυτή επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Τα μπάτζετ ήταν μεγαλύτερα καθώς υπήρχαν περισσότερα χρήματα. Ήταν διαφορετικά τα χρόνια. Έκαναν δηλαδή κάποιοι παίκτες συμβόλαια 80.000- 100.00 ευρώ που σήμερα κάνουν παίκτες της Α’ ΕΘνικής. Ήταν άλλα τα χρόνια, πριν 20 χρόνια.  Δεν υπήρχαν τα ίδια προβλήματα με τώρα γιατί τότε αρκετοί ποδοσφαιριστές έβγαζαν χρήματα. Τα τελευταία δέκα χρόνια η Β’ ΕΘνική έχει πολλά προβλήματα. Πριν 20 χρόνια τα προβλήματα ήταν πολύ λιγότερα, κυρίως γιατί οι παίκτες είχαν τεράστια για την σημερινή εποχή συμβόλαια. Πάντα θα υπάρχει κάποια ομάδα που δεν πληρώνει, αλλά κατά πλειοψηφία οι ομάδες πλήρωναν καλά για αυτό και προσέγγιζαν καλούς ποδοσφαιριστές. Πλέον το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει έχουν μπει πολύ οι χορηγοί στο παιχνίδι, ήρθε και το VAR, πάμε σε άλλο μοτίβο».

Μετανιώνεις για την απόρριψη της πρότασης της Μπάγερν που μου ανέφερες νωρίτερα; Όταν το σκέφτεσαι θεωρείς πως αν είχες αποδεχτεί την πρόταση θα ήταν διαφορετική η καριέρα σου και θα έπαιζες περισσότερο στο εξωτερικό;

«Δεν το ξέρεις, δεν ξέρεις τι μπορεί να είχε γίνει. Όταν είσαι σε μια ηλικία 14.5 χρονών στα ξεκινήματα σου, που σε μαθαίνει η Αθήνα, σε μαθαίνουν σιγά σιγά κάποιοι σκάουτερ, πρέπει να κάνεις μια επιλογή. Εγώ έβαλα κάτω τα πράγματα. Αν πήγαινα εκεί θα ήμουν σε μία ξένη χώρα, θα έπρεπε να μείνω εσώκλειστος και δεν ξέρεις πριν πας εκεί αν θα παίξεις, τι θα γίνει. Θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα ή να πήγαινα δανεικός, να μην είχα χρόνο συμμετοχής και να πήγαιναν πολύ χειρότερα.

Παιδιά όμως όπως ο Μήτρογλου ή ο Γιώργος ο Σαμαράς, που πήγαν σε τέτοια ηλικία και ταλαιπωρήθηκαν επίσης, έκαναν μεγάλη καριέρα. Μπορεί να έκανα και εγώ κάτι πανομοιότυπο. Είναι μια επιλογή. Απλώς, εκείνη την ώρα αν δεν πιστέψεις την επιλογή που θα πάρεις, δεν ξέρεις τι θα γίνει. Δεν το έχω μετανιώσει. Όπως σου είπα μπορεί να ήμουν εκεί δύο χρόνια και να έφευγα, μπορεί και η καριέρα μου να εξελισσόταν διαφορετικά. Ήταν δύσκολο. Εγώ έκανα την επιλογή μου, ήξερα τι ήθελα».

Πώς ήρθε η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό και πως ήταν τα χρόνια σου εκεί;

«Είχα βάλει αρκετά γκολ με το Αιγάλεω, είχα βάλει και γκολ κόντρα στον Παναθηναϊκό, είχα πάρα πολύ καλή παρουσία στις Εθνικές ομάδες, που είναι βασικό, οπότε με παρακολουθούσαν. Ήταν οι διαπραγματεύσεις δύσκολες. Έπρεπε κάποια στιγμή να έχω και εγώ έναν μάνατζερ, είμαι τυχερός γιατί αυτός ήρθε, ο Γιάννης ο Γλυκός, ο οποίος είχε και τις επαφές με τον Παναθηναϊκό.

Μπορώ να σου πω πως υπήρχε ενδιαφέρον και της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού τότε, ήμουν ένα “hot” όνομα, όμως δεν τα είχαν βρει οικονομικά με το Αιγάλεω. Οι δύο ομάδες που είχαν μείνει στο τέλος και με διεκδικούσαν ήταν ο Παναθηναϊκός και ο Πανιώνιος. Εγώ, επειδή ήμουν από μικρός Παναθηναϊκός, ήθελα να πάω στον Παναθηναϊκό. Ο Πανιώνιος όμως  με διεκδίκησε μέχρι το τέλος, με τον Κύριο Τσακίρη τότε πρόεδρο και τον Κύριο Λίνεν προπονητή, μια πολύ καλή ομάδα και εκείνη τότε με αρκετούς Έλληνες ποδοσφαιριστές. Ο Πανιώνιος πάντα έβγαζε Έλληνες και τροφοδοτούσε και τις Εθνικές Ομάδες.

Έμεινε μέχρι το τέλος στις διαπραγματεύσεις αλλά ο Παναθηναϊκός έκανε μια τελική πρόταση γύρω στις 600.00€ (με την εφορία πάει παραπάνω γύρω στις 800.000) και έτσι πήγα στον Παναθηναϊκό στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο. Ήταν ο κύριος Βέλιτς τεχνικός διευθυντής τότε και ανήμερα των γενεθλίων μου, στις 28 Ιανουαρίου, υπέγραψα στον Παναθηναϊκό». 

Μου έκανε εντύπωση γιατί ο τότε πρόεδρος, ο «Τζίγκερ», ο κύριος Βαρδινογιάννης, μόλις τον συναντάω απέξω μου λέει: «ξέρουμε τι παίκτης είσαι, όλα καλά θα πάνε, ξέρουμε για εσένα τα πάντα». 

Ο Παναθηναϊκός πάντα ήταν και είναι δύσκολη ομάδα με απαιτητικό κόσμο, αλλά τότε είχε πολύ καλή οργάνωση, ήξεραν οι παίκτες που πηγαίνανε, τι κάνανε. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις τι παίκτη θα πάρεις και ποιον θα βάλεις στην ομάδα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που κυριαρχούν τα social media, πρέπει τα νέα παιδιά να προσέχουν την εικόνα τους, όλα μαθαίνονται και αυτοί οι άνθρωποι είναι επιχειρηματίες πρέπει να ξέρουν τι παίκτη παίρνουν. 

Οι πρώτες δύο προπονήσεις ήταν μαγικές, με παίκτες όπως ο Καραγκούνης, ο Φύσσας, ο Γκούμας, τεράστιοι παίκτες. Θυμάμαι ήταν βράδυ οι προπονήσεις, καμία σχέση με το Αιγάλεω που ήταν πρωί οι προπονήσεις, άλλο το επίπεδο. Και μετά από δύο μέρες μου ανακοινώθηκε ότι πρέπει να πάω δανεικός στον ΟΦΗ».

Εκεί πως ήταν τα πράγματα;

«Ο ΟΦΗ είναι μια ιστορική ομάδα, μια μεγάλη ομάδα με κόσμο. Πρώτη φορά στα 20 μου έφευγα από την Αθήνα, από τους γονείς μου. Ήταν μια δοκιμασία, κάτι διαφορετικό. Ευτυχώς είχα φίλους από την Εθνική Ομάδα όπως ήταν ο Κασμερίδης ο Αλέξανδρος που ήταν τερματοφύλακας στον ΟΦΗ, οπότε ήταν πιο εύκολη η προσαρμογή, γιατί είχα έναν άνθρωπο δικό μου εκεί, που ήμασταν πέντε χρόνια μαζί στις Εθνικές.

Προπονητής τότε ήταν ο κύριος Παράσχος και είχε πολύ καλούς παίκτες όπως είναι ο Νουαφόρ, ο Σταυρακάκης, ο Ρουμπάκης, ο Πίτσος. Είχε κάποια προβλήματα γιατί βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις, όλα πήγαν καλά, έβαλα τέσσερα γκολ σε δέκα ματς και από εκεί ακούστηκα πιο πολύ. Εκεί γνώρισα και τον κουμπάρο μου, τον Αλέξανδρο Τζόρβα, που ήταν και εκείνος δανεικός και επέστρεψα ξανά με την πολυμετοχικότητα στον Παναθηναϊκό».

Πως ήταν η κατάσταση στον Παναθηναϊκό κατά την πολυμετοχικότητα; Έλειπε ένα πρωτάθλημα, το οποίο ήρθε εν τέλει το 2010;

«Όταν στήνεις μια ομάδα με πάρα πολλά εκατομμύρια, όπως έκαναν οι πρόεδροι με ηγέτη τον κύριο Πατέρα, ο ανταγωνισμός εντός της ομάδας ήταν αυξημένος γιατί ερχόντουσαν πολύ καλοί παίκτες. Ήταν πολύ ωραία χρονιά, μπορούμε να κάτσουμε ώρες, να συζητάμε για τον Παναθηναϊκό, υπήρχαν τεράστιοι παίκτες και ξένοι και Έλληνες, ήταν μεγάλο «σχολείο» για εμένα. Ο Παναθηναϊκός, όπως είπα και πριν, είναι η ομάδα που υποστηρίζω από μικρός, καταφέραμε να πάρουμε το double τότε, ήταν πολύ ξεχωριστές οι στιγμές, έχουμε κρατήσει μέχρι και σήμερα πολλές φιλίες με παιδιά από εκεί. Ήταν κάτι το ξεχωριστό, κάτι το πολύ ωραίο». 

Την επόμενη σεζόν ήρθε και η συμμετοχή σου στους ομίλους του UEFA Champions League με τον Παναθηναϊκό. Πως το βίωσες;

«Στο Champions League έπαιξα και με την Μπαρτσελόνα εδώ που χάσαμε και με την Κοπεγχάγη και στο Europa League μετά. Όταν ένας πιτσιρικάς ξεκινάει από τοπικό, και έχει περάσει όλα τα στάδια, όλες τις εθνικές κατηγορίες και στα 22-23 φτάνει να αγωνίζεται στο Champions League είναι πολύ ωραίο. Ήξερα ότι είμαι αλλαγή του Τζιμπρίλ Σισέ, ότι έμπαινα για 20 λεπτά και έπρεπε να βάλω γκολ. Ήταν άλλα τα χρόνια, άλλο το επίπεδο, αλλά πάλι θα έκανα τις ίδιες κινήσεις και είμαι χαρούμενος γιατί αγωνίστηκα όσο μπορούσα εκείνη την εποχή με παίκτες τεράστιας αξίας. 

Ξέρεις, ο ποδοσφαιριστής πρέπει να φροντίσει το κορμί του. Δεν είναι μόνο αυτό που λέμε ότι ο ποδοσφαιριστής βγάζει εκατομμύρια.  Το βράδυ γυρνάς και είσαι μες στον πάγο, στο άγχος ότι ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι σε βρίζουν επειδή έχασες ένα γκολ. Η κατακραυγή του κόσμου τότε ήταν πάρα πολλή. Τώρα χάνεις ένα γκολ και δεν σου λέει κανείς τίποτα. Τότε ήταν τα πράγματα πιο απαιτητικά».

Πώς το διαχειριζόσουν όλο αυτό;

«Εντάξει, ήταν δύσκολο για τους ανθρώπους τους δικούς μου. Είχα την κοπέλα μου, που μετέπειτα έγινε σύζυγος μου, ήμασταν από 21 χρονών μαζί και πέρασε όλα τα στάδια μαζί μου. Είναι πολύ βασικό να έχεις έναν άνθρωπο να σε στηρίζει και την οικογένεια σου φυσικά, τους γονείς μου, τον αδερφό μου. Θέλει διαχείρηση, έχει δύσκολες στιγμές θέλει να «στροφάρεις», να είσαι λίγο πιο έξυπνος. Το ποδόσφαιρο έχει αυτό που λέω και στους πιο μικρούς, μια χαρά και δέκα λύπες αλλά η μία χαρά θα είναι τεράστια. Πάντα ο αθλητισμός σου «ανοίγει» πόρτες, γνωρίζεις ανθρώπους, κάνεις καλό στον εαυτό σου, όταν αθλείσαι». 

Με τον Τζιμπρίλ Σισέ είχατε μια πολύ καλή χημεία στον αγωνιστικό χώρο. Πως ήταν ως συμπαίκτης και ως άνθρωπος γενικότερα;

«Ήταν star. Ακριβώς αυτό που λέμε star. Πολύ καλός παίκτης, είχε γυρίσει από έναν σοβαρό τραυματισμό που εξαιτίας του 2-3 χρόνια δεν έπαιζε. Υποτίθεται πως ήταν ένα ρίσκο για τον Παναθηναϊκό, αλλά στηρίχθηκε, ήταν μια τεράστια επένδυση, βοήθησε τα μέγιστα για να πάρουμε το ντάμπλ, δέθηκε πολύ με τον κόσμο του Παναθηναϊκού, ένας σταρ αλλά καλό παιδί.

Γενικά, όπως σου είπα, τα αποδυτήρια ήταν γεμάτα τεράστιους παίκτες, τον Καραγκούνη, τον Λέτο, τον Σισέ, τον Λουίς Γκαρσία, τον Ζιμλπέρτο Σίλβα, που ήταν αρχηγός της Εθνικής Βραζιλίας, τον Τζόρβα, τον Σεϊταρίδη, τον Λάζαρο Χριστοδουλόπουλο, παίκτες με τεράστιο ταλέντο. Ο Σισέ εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να βγει γιατί έβαζε γκολ, αλλά όποτε έμπαινα, τον βοηθούσα(μιας και είμαι ένας πιο δυναμικός παίκτης),να του ανοίξω χώρους».

Ο Καραγκούνης πώς είναι ως παίκτης και ως άνθρωπος;

«Με τον Γιώργο είμαστε φίλοι ακόμα, είναι μεγάλη προσωπικότητα, ήταν αρχηγός της Εθνικής Ομάδας πολλά χρόνια, είναι πολύ καλό παιδί. Ο Γιώργος εκεί που έλεγες ότι δεν μπορώ άλλο σου έλεγε «έλα πάμε Πετρογκόλ, δώσε κι άλλο, μπορείς», σε ξύπναγε. Εκεί που η ομάδα μπορεί να έπεφτε, σου έδινε αυτή την ώθηση, είχε αυτές τις ηγετικές ικανότητες, αλλά το έβγαζε και ο ίδιος όμως. Γιατί όταν θες να είσαι ηγέτης ή αρχηγός, πρέπει ο ίδιος να το βγάζεις πρώτα από όλα σε εσένα και μετά να το παράγεις στους υπόλοιπους.

Ο Γιώργος είχε αυτή την ικανότητα και γενικά ήταν ένας φοβερός παίκτης, η καριέρα του τα λέει όλα και τώρα στα φιλανθρωπικά παιχνίδια που πηγαίνει με τον Ζανέτι και με αυτούς δείχνει πως είναι ένα τεράστιο όνομα για την Ελλάδα. Είμαι τυχερός που αγωνίστηκα μαζί του και είναι φίλος μου». 

Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα;

«Εντάξει, ήταν τότε αρχηγός της Εθνικής Βραζιλίας,  Ο Επαγγελματίας . Μου έκανε την εντύπωση πως στην προπόνηση ήταν πρώτος πάντα. Ήταν πολύ καλό παιδί. Εξαιρετικός. Αόρατο τείχος όπως τον έλεγαν. Από αυτούς τους παίκτες πάντα κερδίζαμε εμείς οι νεότεροι. Από το πως έδεναν τα κορδόνια, από το πως έτρωγαν, πως έκαναν την πάσα πάντα θα κερδίσεις. Ήμασταν «σφουγγάρι». Το καλό θα το πάρεις από αυτούς. Με αυτό το τρόπο ο καθένας θα διαμορφώσει ένα στυλ και ένα χαρακτήρα για τα μετέπειτα.  Πήρα όσα περισσότερα μπορούσα από εκείνους».

Ήταν βοηθητικοί προς τους νεότερους παίκτες ή ήταν λίγο «μπλαζέ»;

«Το «μπλαζέ» κτλ που λένε για αυτούς τους παίκτες δεν υπάρχει. Είσαι επαγγελματίας, δουλεύεις για την ομάδα και για σένα. Θες να πας καλά για την ομάδα και για σένα. Δεν υπάρχει το «μπλαζέ». Υπάρχει μια εικόνα, μπορεί κάποιος να είναι πιο οξύθυμος, να φωνάζει, να βρίζει από τα νεύρα του. Είναι χαρακτήρες. Αλλά όπως είπαμε ο αθλητισμός και ο πρωταθλητισμός σε αυτές τις ομάδες έχει μια πίεση. Και οι φίλαθλοι και οι δημοσιογράφοι πρέπει να καταλάβουν και την άλλη πλευρά. Όχι μόνο την πλευρά που λέει πως οι παίκτες αυτοί βγάζουν εκατομμύρια. Όσοι έχουν πετύχει κάτι θα έκαναν καλύτερα ή πιο τυπικά. Φυσικά παίζει ρόλο ο παράγοντας τύχη και το ταλέντο αλλά παίζει ρόλο το πρόγραμμα, η συνέπεια που έχεις σαν παιδί.

Όλος αυτός ο συνδυασμός σε φέρνει στην κορυφή. Έχουν υπάρξει «ταλεντάρες» που δεν είχαν καλό χαρακτήρα, δεν το διαχειρίστηκαν καλά και έχασαν  την καριέρα τους».

Μετά τον Παναθηναϊκό πήγες στην ΑΕΚ σε μια πολύ δύσκολη χρονιά για την «Ένωση». Πώς πήρες αυτή την απόφαση  και πως βίωσες εκείνη τη χρονιά και αγωνιστικά και ψυχολογικά;

«Πήγα τα Χριστούγεννα. Είχα τότε μια πρόταση από την Τρίπολη με πολύ καλά χρήματα, αλλά όταν έρχεται η ΑΕΚ, που εκεί ήταν ο Λίνεν που με ήθελε πιο πριν στον Πανιώνιο, και βλέπεις μια ιστορική ομάδα να βρίσκεται προς το τέλος της βαθμολογίας λες και εσύ με τις δυνατότητες σου σαν Αντώνης: «πάω κι εγώ να βοηθήσω αυτή την ομάδα». Αν σωνόταν, θα ήταν μεγαλύτερο το επίτευγμα για μένα.

Ήξερα τι προβλήματα υπήρχαν. Υπήρχε κατάληψη στα Σπάτα, ήταν η «Original» εκεί, υπήρχαν πολλά οικονομικά προβλήματα. Αποφάσισα να μην πάω στην Τρίπολη και να πάω στην ΑΕΚ και να τεστάρω τις δυνατότητες μου μετά από 5 χρόνια που ήμουν στον Παναθηναϊκό. Ήξερα ότι θα χάσω πολλά χρήματα αλλά ήθελα να το κάνω. Κάποιοι θα σκεφτόντουσαν διαφορετικά, θα μπορούσαν να πάνε σε μια ομάδα όπως είναι η Τρίπολη, να παίρνουν τα λεφτά τους και να είναι όλα καλά. Εμένα μου αρέσει το ρίσκο. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν φοβάμαι τίποτα. Μερικοί θα λένε πως είναι λάθος. Εγώ ακόμα και τώρα την ίδια κίνηση θα έκανα. Πάλι θα πήγαινα σε μια ομάδα μεγάλη, όπως ήταν η ΑΕΚ, να παίξω. Φυσικά, έχασα χρήματα, φυσικά δεν έκανα προσφυγή στην ΑΕΚ μετά που «διαλύθηκε» και όλα όσα ακολούθησαν.

Στην αρχή έπαιξα, βγήκαμε από τις τελευταίες θέσεις, είχα σκοράρει. Ο κόσμος της ΑΕΚ ήταν απαιτητικός αλλά έδινε την αγάπη του γιατί έβλεπε την προσπάθεια που είχα κάνει αυτό το δίμηνο, τα γκολ που είχα βάλει και έλεγαν ότι μπορούμε να τη σώσουμε την ομάδα. Αλλά, ξέρεις ότι το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα και 4-5 παιχνίδια να σκοράρεις και να τα «πάρεις» μόνος σου, στο σύνολο είναι 13-14. 

Κάποια στιγμή η πίεση έπεσε πολύ πάνω μας, κουραστήκαμε και πήγαμε στο προτελευταίο παιχνίδι απέναντι στον Πανθρακικό, το πιο δύσκολο, με 30.000 κόσμο στο γήπεδο να πάρουμε μια νίκη ώστε να σωθεί η ΑΕΚ. Δεν έγινε αυτό στο ματς. Τα παιδιά όλα ήταν μέσα στο άγχος, κουρασμένα, απλήρωτα, ήταν πολύ δύσκολο. Έγινε το αυτογκόλ στο 82’ και μπήκε μέσα ο κόσμος και έγινε αυτό που έγινε. Χαίρομαι όμως γιατί στη συνέχεια πήγε ο κύριος Μελισσανίδης στην ΑΕΚ, έφτιαξε γήπεδο και έγινε η ΑΕΚ όπως πρέπει να είναι μια μεγάλη ομάδα. Πολλοί λένε κάθε εμπόδιο για καλό, αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της».

Πώς βίωσες εκείνον τον υποβιβασμό; – ήταν ο πρώτος που είχες κληθεί ποτέ να διαχειριστείς.

«Ναι ήταν ο πρώτος. Ήταν πολύ δύσκολο. Και μετά τον Πανθρακικό αλλά κυρίως μετά το παιχνίδι με τον Ατρόμητο οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Κάποιοι παίκτες, φροντιστές έκλαιγαν, θεωρώ εκείνη τη στιγμή δεν το είχε συνειδητοποιήσει κανένας. Τις επόμενες ημέρες συνειδητοποιείς κάτι τέτοιο. Ήταν δύσκολες στιγμές και για τον κόσμο της ΑΕΚ και για όλους όσους δούλευαν εκεί. Θεωρώ ο φίλαθλος κόσμος εκτίμησε την προσφορά μου στην ομάδα, θεωρούν πως τη βοήθησα όσο μπορούσα και αυτό το βλέπω όταν συζητάω αρκετές φορές με ΑΕΚτζήδες. Με θυμούνται και με εκτιμάνε και το εκτιμώ και εγώ αυτό πολύ. Αναγνωρίζουν ότι προσπάθησα πολύ για να μη φτάσει η ομάδα σε αυτό το σημείο».

Μπορεί οι συζητήσεις με τον Απόλλωνα να μην ευοδώθηκαν στην αρχή της καριέρας σου όμως ήταν γραφτό να αγωνιστείς με τη φανέλα του.  Μάλιστα, έκανες την καλύτερη σου χρονιά μετά από αρκετά χρόνια. 

«Κοίταξε, ο Απόλλωνας ήταν μια ομάδα στην οποία πρόεδρος ήταν ο κύριος Βελλής, εφοπλιστής που είχε πάρει την ομάδα από τη Δ’ ΕΘνική και την είχε ανεβάσει στην Α’ ΕΘνική. Ένας πολύ ωραίος τύπος, σωστός. Με αγάπησε πολύ ο κόσμος του Απόλλωνα.  Εκεί υπήρχαν άλλα προβλήματα.  Με 40 βαθμούς έπεσε ο Απόλλωνας, ακραίο! Αλλά στο ποδόσφαιρο όλα γίνονται. Έχω ζήσει ωραίες στιγμές με τον Απόλλωνα. Ξαναπήγα και με άλλη διοίκηση, του κύριου Μονεμβασιώτη, μετά από μερικά χρόνια και ανεβάσαμε ξανά την ομάδα στην Α’ ΕΘνική.  Πήρα το «αίμα» μου πίσω.  

Χαίρομαι γιατί έβαλα αρκετά γκολ και στις δύο σεζόν στον Απόλλωνα. Είναι ένα σωματείο που έχει δυναμική, ένα αγνό σωματείο με πολύ καλούς και αγνούς φιλάθλους. Εύχομαι κάποια στιγμή να επιστρέψει. Είναι ιστορική ομάδα, έχει γήπεδο δικό της, πιστεύω θα επιστρέψει». 

Στη συνέχεια της καριέρας σου λίγα χρόνια αργότερα αγωνίστηκες στην Ιταλία, στο Μπάρι. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Μέχρι τότε είχες ξανά την ευκαιρία να αγωνιστείς στο εξωτερικό; 

«Όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό υπήρχαν κάποιες συζητήσεις με την Τότεναμ, αλλά ντάξει ήταν τότε που έπαιζα, ήμουν ένα ταλέντο του Παναθηναϊκού, ήταν πολύ δύσκολο να φύγω. Φυσικά δεν ήμουν και έτοιμος, γιατί τότε ξεκινούσα να παίζω στον Παναθηναϊκό, να βάζω κάποια γκολ, να ανανεώνω το συμβόλαιο μου, αλλά μπήκα στα μάτια πολλών ομάδων και σκάουτερ.

Υπήρχε μια ευκαιρία στο γάμο μου το 2014, τη δεύτερη φορά που πήγα στον ΟΦΗ, όπου προπονητής ήταν ο Τζενάρο Γκατούζο, με τον οποίο διατηρώ φιλικές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Για αυτό σου είπα ότι το ποδόσφαιρο, ο αθλητισμός ανοίγει πολλές πόρτες, δηλαδή εγώ μπορώ να μιλήσω απευθείας με τον Τζενάρο Γκατούζο, ο οποίος ήταν το νο1 στην Ιταλία και ανάμεσα στους κορυφαίους του κόσμου. Αυτό μου το έδωσε το ποδόσφαιρο και μάλλον η προσωπικότητα μου. Τότε λοιπόν το 2014 είχα πρόταση να πάω στην Κίνα. Να γινόμουν δηλαδή ο πρώτος Έλληνας που θα έπαιζε στο κινέζικο πρωτάθλημα. Είχα μια πρόταση, αλλά εκείνες τις μέρες παντρευόμουν στην Πάρο, οπότε ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε και τότε να πάρω μια πολύ γρήγορη απόφαση. Να παντρευτώ και την επόμενη μέρα να φύγω.

Επέλεξα  λοιπόν να πάω στον ΟΦΗ, που ήξερα και εκεί τα προβλήματα, αλλά επειδή είχα σεβαστεί την ομάδα τότε, που είχα περάσει καλά, την πρώτη μου χρονιά στον Παναθηναϊκό, είπα πως δεν με απασχολεί και θα πάω. Ήξερα πως θα υπάρχουν κάποια οικονομικά προβλήματα αλλά επίσης γνώριζα πως με αγαπάνε. Γενικά λειτουργούσα με το συναίσθημα. Ήθελα να είμαι σε περιβάλλοντα που ένιωθα καλά. Πήγα λοιπόν εκεί πέρα με τον Τζενάρο Γκατούζο προπονητή, έβαλα κάποια γκολ αλλά όταν άρχισαν τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, επειδή έχω οικογένεια, αποφάσισα να φύγω και να πάω στην Καλλονή, την οποία αυτή τη φορά σώσαμε κατηγορία. 

Για την Ιταλία, που με ρώτησες, πήγα μεγάλος μετά την Καλλονή. Ήθελα να πάω στο εξωτερικό στα 29 μου. Εντάξει, ήταν εκπληκτικό. Με βοήθησε πάρα πολύ ο Σάββας ο Γκέντζογλου, που ήταν χρόνια στην Ιταλία και ήμασταν και στην ίδια ομάδα. Είναι δύσκολο να αλλάζεις χώρα. Φυσικά, στο ποδόσφαιρο το εξωτερικό είναι πάρα πολύ μπροστά και σε γήπεδα και σε τρόπο λειτουργίας. Έμαθα πάρα πολλά γενικά και για τα μετέπειτα πως λειτουργούν. Φυσικά και η γλώσσα είναι δύσκολη, πρέπει να τη μάθεις. Άλλο να πας στην Ιταλία 20-23-25 χρονών και άλλο στα 29 σου. Με σεβάστηκαν.

Θα μπορούσα να πάω στο εξωτερικό πιο μικρός, δεν το έκανα υπήρχαν ανα τα χρόνια και προτάσεις από ομάδες της Β’ ΕΘνικής Ισπανιάς, από την Κύπρο, αλλά δεν πήγα. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία η Ιταλία. Μεγάλο «σχολείο» και αυτή. Ήμουν συμπαίκτης και με τον Μάσιμο Ντονάτι που ήταν στην Καλλιθέα, με τον οποίο μιλάμε και έχουμε σχέσεις. Επίσης, η Μπάρι ήταν η μόνη ομάδα με την οποία δεν σκόραρα. Έπαιξα λίγο, είχα 5-6 συμμετοχές. Οι Ιταλοί και γενικότερα στο εξωτερικό προτιμούν τους γηγενείς.

Γενικά ήταν μια φοβερή εμπειρία. Ίσως έκανα λάθος που δεν πήγα πιο νωρίς στο εξωτερικό. Θα μπορούσα να μείνω στο Μπάρι γιατί είχα διετές συμβόλαιο ή να πάω σε μια άλλη ομάδα της Ιταλίας, αλλά έμεινε η γυναίκα μου έγκυος και γυρίσαμε πίσω στην Αθήνα και έτσι πήγα στον Απόλλωνα στη δεύτερη θητεία μου εκεί».

Ο Γκατούζο πώς είναι σαν προπονητής και σαν προσωπικότητα;

«Τεράστια προσωπικότητα. Πολύ καλός άνθρωπος και αυτός. Ήξερε πως λειτουργεί ένας ποδοσφαιριστής, μας βοηθούσε, aggressive προπονητής και άνθρωπος. Ήταν τυπικός στην προπόνηση, αλλά σε στιγμές χαλάρωσης και γέλιου ήταν φοβερός. Τέτοιοι παίκτες πρέπει να είναι στο ποδόσφαιρο. Ευτυχώς είναι σε μεγάλες ομάδες, πήρε και το κύπελλο με τη Νάπολι, γενικά κάνει καριέρα και χαίρομαι πολύ για αυτό και που τον γνώρισα αυτούς τους 4 μήνες που ήμασταν μαζί και πλέον έχουμε μια σχέση και όποτε έρχεται στην Ελλάδα, βρισκόμαστε, τα λέμε και θυμόμαστε τα παλιά». 

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής σου καριέρας, ανέλαβες τεχνικός διευθυντής στον Τηλυκράτη Λευκάδας. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σε ένα νέο για σένα πόστο. Ήξερες εξαρχής ότι μετά τη λήξη της καριέρας σου θα αναλάβεις έναν διοικητικό ρόλο και όχι το ρόλο του προπονητή, για παράδειγμα;

«Όπως σου είπα, από μικρός είχα πάει στους γονείς μου και είχα πει πως θα ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο και θα πετύχω έτσι έκανα και αυτή την επιλογή. Θεωρώ πως δεν το «έχω» για να γίνω προπονητής. Φυσικά πρέπει να υπάρχουν τα διπλώματα, πρέπει να τα βγάλουμε, γιατί στο σημερινό ποδόσφαιρο η γνώση πρέπει να υπάρχει. Ταιριάζω καλύτερα σε διοικητικό πόστο, όπως είπες και εσύ. Μες στα αποδυτήρια λειτουργώ καλύτερα, είναι ο χαρακτήρας μου καλύτερος, έχω δει πολλά πράγματα, έχω εκπαιδευτεί πάνω σε αυτό, όπως να κάνεις κάποιες συμφωνίες ή να είσαι μέσα στα αποδυτήρια.

Πλέον υπάρχουν πάρα πολλές θέσεις, αθλητικός διευθυντής όπως είναι ο Τζαβέλλας στον Παναθηναϊκό, όπως ήταν ο Μανιάτης στον Ολυμπιακό Β’. Γενικά υπάρχουν πολλές θέσεις, αν θέλει να σου δώσει μια ομάδα την ευκαιρία με την εμπειρία σου να είσαι μες στα αποδυτήρια. Θεωρώ στο κομμάτι του τεχνικού διευθυντή μπορώ να αποδώσω καλύτερα , επειδή ξέρω και τις κατηγορίες, έχω περάσει από όλες τις κατηγορίες, έχω πάρει πρωταθλήματα σε όλες τις κατηγορίες, και στον Ασπρόπυργο από Γ’ σε Β’ ΕΘνική, στον Εθνικό που είχα παίξει έξι μήνες, στην Ηλιούπολη. Όπως και με τα νέα παιδιά που ασχολούμαι σε κάποιες ακαδημίες, βοηθάμε να τροφοδοτήσουν τις άλλες ομάδες, να γίνουν επαγγελματίες κτλ. Και αυτό είναι σημαντικό κομμάτι, να είσαι με παιδιά νέα, φιλόδοξα, να τους πεις δυο-τρία πράγματα.

Τώρα ασχολούμαι και με ένα νέο αθλητικό πρότζεκτ, στο πρώτο αθλητικό ΙΕΚ της Ελλάδας, το CMP Sports School, που έχει και καταξιωμένους προπονητές, είναι ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, στη δημοσιογραφία είναι ο Διαμαντόπουλος, καταξιωμένοι συνεργάτες.  Στο Sports Management είμαι εγώ με τον Θοδωρή τον Τριποτσέρη και κάποιους άλλους δασκάλους. Όλοι οι καθηγητές είναι εξαιρετικοί σε όλα τα μέτωπα και μου δίνει μια ευκαιρία να προσφέρω στους σπουδαστές, στα νέα παιδιά ο,τι μπορώ ώστε να μην είναι μόνο το θεωρητικό κομμάτι αλλά και το πρακτικό. Να έρθουν, δηλαδή, να δουν κάποια πράγματα, να γνωρίσουν τους ανθρώπους, να δουν πως λειτουργεί ο FIFA Agent, είναι βασικό. Αυτό το πρότζεκτ φέτος είναι πολύ καλό, μου το έχει δώσει η διοίκηση του CMP Sports School και πάμε καλά».

Πώς σου φαίνεται ο νέος ρόλος του δασκάλου;

«Παίζει ρόλο η μεταδοτικότητα, ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Εγώ είμαι τέτοιος χαρακτήρας, μου αρέσει. Θεωρώ πως γίνεται μια πολύ ωραία δουλειά. Μεταφέρουμε θεωρεία, γνώσεις, πρακτικές, στα παιδιά και σε ανθρώπους που δεν είναι μέσα στον αθλητισμό και θέλουν να ασχοληθούν για να τις χρησιμοποιήσουν στο άμεσο μέλλον. Είναι πολύ βασικό αυτό.

Πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι του ποδοσφαίρου σε ομάδες, σε ακαδημίες. Μπορούν οι άνθρωποι που έχουν κάποιες επιχειρήσεις και κάποιες εταιρείες ποδοσφαιρικές να έχουν μέσα ανθρώπους οι οποίοι να είναι γνώστες του αντικειμένου. Δεν γίνεται να πας μόνος σου. Είναι σπάνιο αυτό το πράγμα». 

Θεωρείς πως η Πολιτεία πρέπει να δώσει μεγαλύτερη στήριξη και έμφαση στον ερασιτεχνικό αθλητισμό;

«Υπάρχει μεγάλη βελτίωση. Να μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Με τα γραμμένα τα σωματεία και με κάποιες επιχορηγήσεις που παίρνουν, το ξεδιαλύνουν λίγο. Γίνονται πράγματα. Και στο ελληνικό πρωτάθλημα με τα πλέι – οφ βλέπουμε ότι υπάρχει ενδιαφέρον, οτι παίρνουν και άλλες ομάδες το πρωτάθλημα.

Η Πολιτεία προσπαθεί στον αθλητισμό να μπουν κάποιες γερές βάσεις. Δεν  γίνεται αυτό από τη μια μέρα στην άλλη.  Θέλει χρόνο. Εμείς οι Έλληνες μπορεί να μην έχουμε χρόνο, να έχουμε δει κάποια άλλα πράγματα και να μην έχουμε τόσο πολύ την πίστη αλλά εγώ βλέπω πως αλλάζουν τα πράγματα. Προσπαθούμε να «κόψουμε» τη βία. Γίνονται πράγματα. Μπορεί να γίνονται αργά αλλά γίνονται.  Οπότε αυτό θα βοηθήσει και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο σε όλο το κομμάτι και το επαγγελματικό. Θεωρώ είμαστε σε μια καλή κατάσταση.  Υπάρχει αλλαγή».

Στις ακαδημίες με τις οποίες ασχολείσαι τι συμβουλή θα έδινες στα παιδιά που θα ήθελαν να έχουν μια πορεία, ανάλογη με τη δική σου;

«Στα παιδιά 10-12 χρονών θέλεις έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας. Το πιο σημαντικό είναι οι γονείς. 

Οι γονείς πρέπει και αυτοί στην αρχή να έχουν γερό στομάχι γιατί ο αθλητισμός και ο πρωταθλητισμός είναι δύσκολος και εκείνοι μεταφέρουν στο παιδί κάποια πράγματα. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σε παίκτες και σε παιδιά  είναι να τους καθοδηγήσουμε σωστά. Για αυτό είπα και πριν ότι στο ποδόσφαιρο σημαντικό είναι να υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν τις καταστάσεις. Εγώ αυτό που λέω και στους γονείς και στα παιδιά είναι ότι ο αθλητισμός γενικά είναι το καλύτερο πράγμα. Σου «ανοίγει» πάρα πολλές πόρτες, δεν μπορείς να το καταλάβεις.  

Να ασχολούνται τα παιδιά με τον αθλητισμό, όχι μόνο για τον πρωταθλητισμό, αλλά γενικά με τον αθλητισμό και στο τέλος της ημέρας κερδίζεις. Στα 20 τους μπορεί να μην παίζουν στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό αλλά όλη η πορεία που θα έχουν κάνει θα τους βγάλει σε πολλά επίπεδα κερδισμένους. Οπότε εγώ μένω σε αυτό. Ο αθλητισμός προσφέρει πολλές χαρές και  οφέλη για το παιδί που θα ξεκινήσει. 

Ευχαριστούμε πολύ την ομάδα του Παλαιού Φαλήρου για την παραχώρηση των εγκαταστάσεων της.