Skip to content Skip to footer

Λίνο στο mpaladofatses.gr:«Ερωτεύτηκα τον ΠΑΟΚ – Αξίζαμε  να κερδίσουμε τίτλους, αλλά όλοι γνωρίζουν τι συνέβη»

Ο Λίνο μίλησε αποκλειστικά στο mpaladofatses.gr και τον Θανάση Σχοινά για τον αγαπημένο του ΠΑΟΚ, ανασύροντας αναμνήσεις από τα χρόνια που πέρασε στη Θεσσαλονική, φορώντας τη φανέλα του «Δικέφαλου του Βορρά».

Υπάρχουν κάποιοι ποδοσφαιριστές που έρχονται στην Ελλάδα χωρίς να προκαλέσει «κρότο» η μεταγραφή τους. Η παρουσία τους όμως είναι αυτή που προκαλεί τον μεγαλύτερο θόρυβο.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Λίνο. Ο Βραζιλιάνος αριστερός μπακ ήρθε το 2009 στη Θεσσαλονίκη για να δώσει ποιότητα στην αριστερή πτέρυγα της άμυνας των «ασπρόμαυρων». Κανείς δεν περίμενε ότι θα έμενε πέντε χρόνια στον ΠΑΟΚ και θα εξελισσόταν σε έναν από τους «θρύλους» της σύγχρονης ιστορίας του Δικεφάλου.

Πάντα ταπεινός και αθόρυβος άφηνε τα επιτεύγματα του στον αγωνιστικό χώρο να «μιλούν» για εκείνον. Τα ανεβάσματα του στην αριστερή πτέρυγα, οι σέντρες του, τα σουτ του και οι εκτελέσεις του στις στημένες φάσεις παραμένουν μέχρι και σήμερα αξέχαστες για τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ.

Αυτή του τη μαχητικότητα, το σεβασμό του προς την ομάδα και τη φανέλα της εκτίμησαν οι φίλαθλοι των «ασπρόμαυρων» και πολύ γρήγορα έγινε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας. Το «δέσιμο» αυτό κρατάει μέχρι και σήμερα όπως και η αγάπη του για τον ΠΑΟΚ.

Για την ομάδα που «σημάδεψε» την καριέρα του μίλησε αποκλειστικά στο mpaladofatses.gr με λόγια από καρδιάς, γνωστοποιώντας την επιθυμία του να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα και στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Μίλησέ μου για τα πρώτα σου βήματα στη Βραζιλία – πώς ξεκίνησε το ταξίδι σου στο ποδόσφαιρο;

«Όπως κάθε παιδί στη Βραζιλία, το όνειρο να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Από πολύ μικρός, το ποδόσφαιρο ήταν μέρος της καθημερινότητάς μου – παίζαμε στους δρόμους, στα σχολεία, παντού. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι για εμάς, ήταν τρόπος ζωής. Πίστευα πάντα ότι κάποια μέρα θα το καταφέρω»

Μετά από μια μεγάλη καριέρα στη Βραζιλία, πώς προέκυψε η ευκαιρία να πας στην Πόρτο;

«Πριν πάω στην Πόρτο, όταν έπαιζα στη Ζουβεντούδε παρουσιάστηκε η πρώτη ευκαιρία να παίξω στην Ευρώπη. Έλαβα μια πρόταση από την Κοΐμπρα στην Πορτογαλία. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά – ήξερα ότι ήταν η ευκαιρία που περίμενα. Αυτό το βήμα μου άνοιξε τις πόρτες για την Ευρώπη και αργότερα ήρθε η πρόταση της Πόρτο».

Ποια ήταν η αντίδρασή σου όταν έμαθες ότι η Πόρτο ενδιαφέρεται για σένα; Είχες άλλες προτάσεις;

«Ήμουν απίστευτα χαρούμενος όταν έμαθα για το ενδιαφέρον της Πόρτο. Είναι ένας τεράστιος σύλλογος με μεγάλη ιστορία και νικηφόρα νοοτροπία. Ήταν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν και άλλες προτάσεις, αλλά όταν σε καλεί η Πόρτο, δεν σκέφτεσαι πολύ. Πέρασα δύο χρόνια εκεί και κέρδισα τρεις τίτλους – ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κεφάλαιο στην καριέρα μου»

Πώς ήταν η προσαρμογή από το ποδόσφαιρο της Βραζιλίας στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο;

«Ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Η προσαρμογή ήταν αρκετά γρήγορη για μένα, κυρίως επειδή μιλούσαμε την ίδια γλώσσα με τους Πορτογάλους, κάτι που βοήθησε πολύ. Επίσης, η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής δεν διέφεραν τόσο πολύ, οπότε ένιωσα άνετα από νωρίς. Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, η ταχύτητα και οι τακτικές ήταν διαφορετικές, αλλά απόλαυσα την πρόκληση».

Η Πόρτο είναι γνωστή για τις υψηλές απαιτήσεις της—πώς βίωσες το επίπεδο στις προπονήσεις και στους αγώνες; Ήταν δύσκολη η προσαρμογή;

«Στην Πόρτο κάθε μέρα είναι πρόκληση – κάθε προπόνηση, κάθε παιχνίδι. Καταλαβαίνεις αμέσως ότι έχεις πάει σε έναν μεγάλο σύλλογο. Η ένταση είναι τρομερή και οι απαιτήσεις τεράστιες, γιατί η Πόρτο πάντα παλεύει για τίτλους και για διάκριση στην Ευρώπη. Αυτό με έκανε καλύτερο παίκτη».

 Δεν είχες πολλές συμμετοχές με την Πόρτο, γιατί πιστεύεις ότι συνέβη αυτό;

«Ναι, είναι αλήθεια. Όταν έφτασα, η ομάδα ήταν ήδη “δεμένη” και πολύ δυνατή. Η Πόρτο ήταν τρεις φορές πρωταθλήτρια και ο ανταγωνισμός για θέση στην ενδεκάδα ήταν τεράστιος. Στον δεύτερο χρόνο μου είχα περισσότερες ευκαιρίες, αλλά γενικά ήταν δύσκολο να κερδίσεις μόνιμη θέση».

Ήταν απογοητευτικό να μην έχεις σταθερό χρόνο συμμετοχής ή το είδες σαν εμπειρία μάθησης; Πώς το αντιμετώπισες;

«Φυσικά, όταν δεν παίζεις απογοητεύεσαι – αυτή είναι η ζωή του ποδοσφαιριστή! (γέλια) Όμως προσπάθησα να το δω σαν εμπειρία μάθησης. Προπονούμουν με καταπληκτικούς παίκτες και κορυφαίους προπονητές. Αυτό με έκανε πιο δυνατό ψυχολογικά και με βοήθησε να εξελιχθώ».

Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή σου στην Πόρτο;

«Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω μια στιγμή μετά από τόσα χρόνια. Σίγουρα οι κατακτήσεις τίτλων και οι στιγμές με την ομάδα και τους φιλάθλους ήταν στα καλύτερα. Δεν κρατώ κακές αναμνήσεις – όλα με βοήθησαν να εξελιχθώ».

Έπαιξες με σπουδαίους παίκτες εκείνη τη χρονιά στην Πόρτο. Ποιος σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;

«Ναι, ήμουν τυχερός που έπαιξα δίπλα σε απίθανους παίκτες όπως ο Λούτσο Γκονζάλες, ο Χουλκ, ο Ραούλ Μεϊρέλες και ο Μπρούνο Άλβες. Όχι μόνο ήταν μεγάλοι ποδοσφαιριστές, αλλά και σπουδαίοι χαρακτήρες. Ήταν τιμή να προπονούμαι καθημερινά μαζί τους».

Περίμενες ότι ο συμπαίκτης σου στην Πόρτο, Νούνο Εσπίριτο Σάντο, θα εξελισσόταν σε τόσο σπουδαίο προπονητή;

«Η αλήθεια είναι πως ναι. Ο Νούνο ήταν πάντα μια προσωπικότητα που ενέπνεε σεβασμό, ακόμη κι όταν δεν έπαιζε. Από τον πάγκο, έδινε οδηγίες, βοηθούσε να οργανωθεί η ομάδα — φαινόταν ότι είχε εξαιρετική αντίληψη του παιχνιδιού. Δεν με εξέπληξε καθόλου η καριέρα του ως προπονητής».

Πώς ένιωσες όταν υπέγραψες στον ΠΑΟΚ; Ποιες ήταν οι προσδοκίες σου από το ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Όταν υπέγραψα στον ΠΑΟΚ, οι προσδοκίες μου ήταν τεράστιες. Ήθελα να βοηθήσω να φτάσει ξανά ο σύλλογος εκεί που του άξιζε — να διεκδικεί τίτλους και να αγωνίζεται στην Ευρώπη. Από την αρχή πίστεψα στο πρότζεκτ».

Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σου από τον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη;

«Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν εξαιρετικές. Με υποδέχτηκαν ζεστά οι άνθρωποι της ομάδας, οι συμπαίκτες και οι φίλαθλοι. Και η Θεσσαλονίκη είναι μια φανταστική πόλη. Ένιωσα γρήγορα σαν το σπίτι μου».

Πώς ήταν η προσαρμογή σου στη ζωή στην Ελλάδα, εντός και εκτός γηπέδου;

«Φτάσαμε σε έναν πολύ βαρύ χειμώνα — μεγάλη διαφορά από τη Βραζιλία! (γέλια) Όμως με τη βοήθεια του συλλόγου και των συμπαικτών, προσαρμοστήκαμε γρήγορα. Η ομάδα και οι συμπαίκτες μου με βοήθησαν και έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο εύκολα για μένα».

 Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Φερνάντο Σάντος; Περίμενες ότι θα αναγνωριζόταν ως ένας από τους κορυφαίους προπονητές στον κόσμο;

«Ο κύριος Φερνάντο Σάντος είναι σίγουρα ο καλύτερος προπονητής που έχω δουλέψει ποτέ. Η κατανόηση του παιχνιδιού, η επικοινωνία με τους παίκτες, η ικανότητά του να δημιουργεί ενότητα — ήταν μοναδικά. Καθόλου δεν με εκπλήσσουν οι επιτυχίες του.»

Από την αρχή είχες δυνατή σχέση με τους φιλάθλους—πώς το κατάφερες και τι σήμαινε για σένα;

«Κι εγώ ο ίδιος εξεπλάγην! Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις το σεβασμό τόσο παθιασμένων φιλάθλων. Αλλά από την πρώτη στιγμή κατάλαβα την ευθύνη να φοράς αυτή τη φανέλα και να εκπροσωπείς αυτούς τους φιλάθλους. Έδινα τα πάντα σε κάθε παιχνίδι και νομίζω πως το εκτίμησαν. Αυτή η σχέση έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.»

Ήσουν μέρος αρκετών επιτυχημένων πορειών με τον ΠΑΟΚ. Έχεις κάποιο αγαπημένο παιχνίδι ή στιγμή με τη φανέλα του ΠΑΟΚ που ακόμα και σήμερα σε συγκινεί;

«Ήταν έξι υπέροχες σεζόν στον ΠΑΟΚ και είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω μόνο μία στιγμή. Κάθε παιχνίδι, κάθε σεζόν ήταν γεμάτη με πάθος, προσπάθεια και αφοσίωση. Όμως σίγουρα κάποια μεγάλα ντέρμπι και οι πορείες μας στην Ευρώπη ήταν στιγμές που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου».

Ο ΠΑΟΚ είναι γνωστός για τους παθιασμένους του φιλάθλους. Μπορείς να μοιραστείς μία στιγμή ή έναν αγώνα που ένιωσες έντονα αυτή την υποστήριξη;

«Ο τελικός Κυπέλλου του 2014 ήταν κάτι το απίστευτο. Οι φίλαθλοι ήταν απλά μαγικοί – η ατμόσφαιρα, το πάθος, η δύναμη που έδωσαν στην ομάδα ήταν μοναδικά. Αλλά υπήρχαν κι άλλες στιγμές, σε κάθε ντέρμπι, σε κάθε δύσκολο αγώνα – η παρουσία τους ήταν πάντα καθοριστική».

Έπαιξες σε πολλά ντέρμπι—με Ολυμπιακό, Άρη, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ. Ποιο ήταν το πιο έντονο και ποιος ο πιο δύσκολος αντίπαλος;

«Όλα τα ντέρμπι στην Ελλάδα είναι γεμάτα πάθος και ένταση, αλλά τα παιχνίδια με τον Άρη και τον Ολυμπιακό ήταν ιδιαίτερα “καυτά”. Όσον αφορά τους αντιπάλους, κάθε ομάδα είχε σπουδαίους παίκτες και απαιτούσε το καλύτερό σου επίπεδο».

Πόσο δυνατή ήταν η ομάδα του ΠΑΟΚ εκείνα τα χρόνια; Πιστεύεις ότι αξίζατε να κερδίσετε κάποιον τίτλο;

«Ναι, πραγματικά το πιστεύω. Είχαμε τρομερή σταθερότητα εκείνη τη χρονιά, ήμασταν ανταγωνιστικοί σε όλες τις διοργανώσεις. Όλοι γνωρίζουν τι συνέβη και δεν χρειάζεται να το αναλύσω. Αλλά ναι, άξιζαμε να κερδίσουμε τίτλους.»

Υπάρχει κάποια στιγμή ή σεζόν που θα ήθελες να ξαναζήσεις; Γιατί;

«Θα ήθελα να ξαναζήσω ολόκληρες τις έξι σεζόν που πέρασα στον ΠΑΟΚ. Ήταν μια ανεπανάληπτη περίοδος για μένα».

Είχες σημαντικές εμφανίσεις και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με τον ΠΑΟΚ. Ποια ματς θυμάσαι ακόμα και σήμερα;

«Το παιχνίδι με τη Φενέρμπαχτσε είναι από αυτά που δεν ξεχνάς ποτέ. Ήταν μια αξέχαστη βραδιά, μια μεγάλη νίκη και μια στιγμή που γέμισε όλους μας με υπερηφάνεια»

Τα παιχνίδια με τη Σάλκε ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία για πρόκριση στους ομίλους του Champions League; Τι πιστεύεις ότι πήγε στραβά;

«Στη Γερμανία κάναμε ένα εξαιρετικό παιχνίδι και ήμασταν πολύ αισιόδοξοι για τη ρεβάνς. Όμως το Champions League είναι μια πολύ δύσκολη διοργάνωση και δεν συγχωρεί τα λάθη. Δυστυχώς, κάποιες λεπτομέρειες έκριναν την πρόκριση υπέρ της Σάλκε».

Ποιο ήταν το κλειδί για την επιτυχημένη πορεία στο Europa League τη σεζόν 2013-14;

«Η ομαδικότητα. Είχαμε ένα σύνολο πολύ δεμένο, με παίκτες που δούλευαν σκληρά ο ένας για τον άλλον. Είχαμε ποιότητα, πάθος και πολύ μεγάλη επιθυμία να αποδείξουμε τι μπορούμε να πετύχουμε».

Ποιοι ήταν οι λόγοι που σε έκαναν να μείνεις τόσα χρόνια στον ΠΑΟΚ;

«Όταν νιώθεις καλά κάπου, αυτό είναι τεράστια νίκη για έναν ποδοσφαιριστή. Ερωτεύτηκα τον ΠΑΟΚ, την πόλη, τους ανθρώπους»

Πολλοί φίλαθλοι εξακολουθούν να μιλούν για εσένα σαν έναν θρύλο του συλλόγου. Πώς νιώθεις για την κληρονομιά που άφησες πίσω; Τι θέλεις να θυμούνται για σένα οι νεότεροι φίλοι του ΠΑΟΚ, τόσο ως παίκτη όσο και ως άνθρωπο;

«Έχουν περάσει 11 χρόνια, αλλά ακόμα νιώθω την αγάπη και τον σεβασμό από τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Αυτό δεν ξεχνιέται. Οι νεότερες γενιές μαθαίνουν για τους παίκτες που τίμησαν τη φανέλα του ΠΑΟΚ – και ελπίζω να ξέρουν ότι εγώ έδωσα την ψυχή μου για τον σύλλογο. Αυτό θέλω να θυμούνται: την αφοσίωσή μου, την αγάπη μου για την ομάδα και τον σεβασμό προς όλους».

 Τι σημαίνει για σένα ο ΠΑΟΚ, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά;

«Τα πάντα. Ήταν η ομάδα στην οποία έμεινα τα περισσότερα χρόνια. Έγινε κομμάτι της ζωής μου. Δεν ήταν απλώς ένα επαγγελματικό βήμα – ήταν οικογένεια.»

Οι ποδοσφαιρικές καριέρες έχουν τα πάνω και τα κάτω τους. Ποια ήταν η πιο δύσκολη σου στιγμή και πώς την ξεπέρασες;

«Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν ο τραυματισμός μου το 2010. Χρειάστηκε να κάνω επέμβαση και να μείνω εκτός. Αυτά όμως συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο. Το σημαντικό είναι να επιστρέφεις πιο δυνατός – κι αυτό έκανα».

Πώς ήταν η μετάβαση από την ενεργό δράση στην αποχώρηση από το ποδόσφαιρο; Ήταν δύσκολο να αφήσεις τα γήπεδα;

«Πολύ δύσκολο. Όταν αγαπάς κάτι τόσο πολύ, δεν είναι εύκολο να το αφήσεις πίσω. Στην αρχή ήταν σκληρό. Ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε. Αλλά με τον καιρό βρήκα ξανά τον ρυθμό μου και κατάφερα να το διαχειριστώ».

Ποια μαθήματα από την ποδοσφαιρική σου πορεία σε βοήθησαν περισσότερο στη ζωή μετά την καριέρα σου;

«Το ποδόσφαιρο με δίδαξε πειθαρχία, επιμονή και σεβασμό. Τώρα έχω μια εταιρεία εκπροσώπησης ποδοσφαιριστών. Είναι η συνέχειά μου στον χώρο, και εφαρμόζω όσα έμαθα μέσα από τα χρόνια».

Έχεις σκεφτεί ποτέ να επιστρέψεις στην Ελλάδα για να εργαστείς στο ποδόσφαιρο—ως προπονητής, σκάουτερ ή πρεσβευτής του ΠΑΟΚ;

«Το σκέφτομαι πάντα. Θα ήθελα πολύ να επιστρέψω στην Ελλάδα, γιατί είναι μια χώρα που με σημάδεψε. Αν υπάρξει η ευκαιρία να συνεχίσω να προσφέρω στο ποδόσφαιρο εκεί, θα είναι τιμή μου.»

Έχεις κάποιο μήνυμα για τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ που ακόμα σε θυμούνται με τόση αγάπη;

«Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Είστε καλύτεροι φίλαθλοι στον κόσμο. Με κάνατε να νιώσω σαν στο σπίτι μου και θα σας κουβαλάω για πάντα στην καρδιά μου».