Η Formula 1 είναι σκληρή και αυτοί οι τρείς το βίωσαν προτού βρουν την δική τους «γη της επαγγελίας».
Γράφει ο Μάριος Γαντζούδης
Η Formula 1 είναι η κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Το όνειρο όλων των νέων οδηγών. Λίγοι όμως είναι αυτοί που καταφέρνουν να καθιερωθούν για πάνω από 2-3 χρόνια και να κάνουν καριέρα εκεί. Αρκετοί οδηγοί με ταλέντο και ικανότητα προσπάθησαν αλλά για τον ένα ή άλλο λόγο απέτυχαν. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν το «σπίτι» τους σε άλλες κατηγορίες και βρήκαν πολλή επιτυχία. Ας δούμε μαζί τρείς από αυτούς!
Με μόλις πέντε εκκινήσεις σε 29 συμμετοχές και μηδέν βαθμούς στο όνομά του, πολλοί θα χαρακτήριζαν έναν οδηγό σαν τον Βέλγο «άχρηστο». Βέβαια αν λάβουμε υπόψιν μας τα μονοθέσια που οδήγησε αλλάζει λίγο η κουβέντα.
Ήδη πετυχημένος οδηγός στο Γερμανικό πρωτάθλημα αυτοκινήτων τουρισμού (DTM) έχοντας κατακτήσει τον τίτλο το 1987 ενώ ταυτόχρονα κέρδισε και στις 24 ώρες του Spa-Francorchamps και με μια αξιοπρεπή καριέρα σε κατηγορίες μονοθεσίων, στα οποία ξεκίνησε σχετικά αργά στα 22 του, η 2η θέση στο πρωτάθλημα της International Formula 3000 του 1990 (σημερινή Formula 2) ακόμα και στην ηλικία των 29, ήταν αρκετή για να κάνει την νεότευκτη ομάδα της Modena-Lamborghini να τον εμπιστευτεί για την δεύτερη θέση της ομάδας δίπλα στον Νικόλα Λαρίνι για το 1991.
Παρά τις αρχικές υποσχέσεις της ομάδας με τον Λαρίνι να έρχεται 7ος στον πρώτο αγώνα της χρονιάς (την εποχή που μόνο οι πρώτοι 6 έπαιρναν βαθμούς) και τον ίδιο τον Πούλ να ξεχωρίζει στο βρεγμένο του Σαν Μαρίνο σε ένα χαοτικό Γκραν Πρι, φτάνοντας μέχρι και την 5η θέση προτού ένα πρόβλημα με την αντλία καυσίμου θέσει τέλος στις ελπίδες του για βαθμούς λίγους μόλις γύρους πριν τον αγώνα. Δυστυχώς η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη και από τους 16 αγώνες της χρονιάς αυτός ήταν ο μοναδικός αγώνας που ο Βέλγος εκκίνησε, καθώς δεν κατάφερε να προκριθεί σε άλλον, σε αντίθεση με τον teammate του, που εκκίνησε σε συνολικά πέντε, δείχνοντας σε όλη την χρονιά πιο δυνατό πρόσωπο από τον Βαν ντε Πούλ.
Η ομάδα της Modena δεν κράτησε παραπάνω από αυτή την μία σεζόν, κλείνοντας λόγω χρεών. Όμως η παρηκμασμένη και στα τελευταία της ιστορική ομάδα της Brabham, έδωσε στον Βέλγο την ευκαιρία να παραμείνει στο grid και για το 1992. Όμως οι πρώτοι 10 αγώνες της χρονιάς για τον 31χρονο εξελίχθηκαν σε παρόμοιο μοτίβο, καθώς κατάφερε να προκριθεί μόνο στον πρώτο αγώνα της σεζόν στην Νότιο Αφρική όπου τερμάτισε 13ος και τελευταίος. Η παρωχημένη πλέον BT60B που οδηγούσε αυτός, η Τζιοβάνα Αμάτι και ο αντικαταστάτης της μετά από τρείς αγώνες και μετέπειτα παγκόσμιος πρωταθλητής Ντέιμον Χιλ, δεν ήταν αρκετά καλή. Η Brabham εντέλει χρεωκόπησε μετά το GP Ουγγαρίας. Παρόλα αυτά ο Έρικ έναν αγώνα πριν είχε μετακομίσει στην επίσης «σφιχτή» οικονομικά αλλά και πιο ανταγωνιστική ομάδα της Fondmetal, έχοντας για teammate του τον Γκαμπριέλε Ταρκουίνι.
Εκεί κατάφερε με άνεση να προκριθεί στα GP Ουγγαρίας, Βελγίου και Ιταλίας αν και τερμάτισε μόνο σε αυτό του Βελγίου, στην 10η θέση. Παρά το σαφώς πιο ανταγωνιστικό πρόσωπο της Fondmetal GR02 τα οικονομικά της ομάδας δεν άντεξαν και αποτέλεσε παρελθόν μετά τον αγώνα στην Monza και η «καριέρα» του Έρικ στην Formula 1 τελείωσε καθώς σίγουρα αποδείχθηκε ένας ικανός οδηγός, όμως δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει.
Η καριέρα του μετά από το σύντομο ταξίδι του στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού συνεχίστηκε ξανά στα πρωταθλήματα αυτοκινήτων τουρισμού αλλά και στα Sportscars με τον ίδιο να πετυχαίνει αρκετές νίκες και βάθρα σε δύο χρονιές στο Ισπανικό πρωτάθλημα τουρισμού το 1995 και το 96, ενώ έχει κερδίσει άλλες τέσσερις φορές τον 24ωρο αγώνα στο Spa (1998,05,06,08) , έχοντας επίσης βρεθεί στο βάθρο άλλες τόσες φορές και καταφέρνοντας να νικήσει στον θρυλικό αγώνα 24 ωρών του Le Mans τρείς φορές στις κατηγορίες LMP1 και LMGTP (1998,01,02) ! Σίγουρα δεν την λες και κακή καριέρα...
Η οικογένεια Βίνκελχοκ είναι αρκετά διάσημη στον χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού με τα μέλη της να έχουν καταφέρει αρκετά ανά τα χρόνια. Ο Γιόακιμ έχει συνεισφέρει και αυτός αρκετά. Ο μεσαίος από τα αδέρφια της οικογένειας, με τον αδικοχαμένο μόλις στα 33 του Μάνφρεντ να είναι ο μεγαλύτερος και ο Τόμας ο μικρότερος, ο Γιόακιμ έκανε και αυτός ένα σύντομο αλλά καθόλα αποτυχημένο πέρασμα από τον κόσμο της Formula 1, με την Γαλλική AGS το 1989.
Σε 7 συμμετοχές με την ομάδα οδηγώντας την αξιόμαχη JH23B εξέλιξη του μονοθεσίου της περασμένης σεζόν, ο Γερμανός δεν κατάφερε ούτε μια φορά να προκριθεί από την διαδικασία του pre-qualifying και έτσι και οι 7 συμμετοχές του τελείωσαν όλες Παρασκευή πρωί. Έπειτα οι κακές επιδόσεις του, την ώρα που ο teammate του Γκαμπριέλε Ταρκουίνι κατάφερε να πάρει έναν βαθμό με μια 6η θέση στο Μεξικό και να τερματίσει 7ος στις Η.Π.Α και 8ος στο Σαν Μαρίνο (την εποχή που μόνο οι πρώτοι 6 έπαιρναν βαθμούς), ανάγκασαν την AGS να τον αντικαταστήσει με τον Γιανίκ Νταλμάς.
Παρόλη την αποτυχία του να κάνει την παραμικρή εντύπωση στην F1, ο Γιόακιμ δεν το έβαλε κάτω και η συνέχεια της καριέρας του έδειξε ότι δεν ήταν επ' ουδενί ατάλαντος. Οδήγησε για την BMW στο Γερμανικό DTM καταφέρνοντας καλά αποτελέσματα παίρνοντας τρείς νίκες σε τρία χρόνια, σε συνδυασμό με επιπλέον οκτώ βάθρα, μέχρι το 1992 όταν και η BMW αποχώρησε από το DTM. Έπειτα η καριέρα του Βίνκελχοκ πήρε την ανιούσα καθώς μεταφέρθηκε στο Βρετανικό πρωτάθλημα αυτοκινήτων τουρισμού (BTCC) σε μια από τις χρυσές εποχές του, ξανά ως μέλος της BMW. Εκεί μόλις στην πρώτη του χρονιά κατάφερε να πάρει τον τίτλο, αποδεικνύοντας το μέγεθός του σαν οδηγός με πέντε νίκες και συνολικά οκτώ παρουσίες στο βάθρο.
Την επόμενη χρονιά κατάφερε να κατακτήσει δύο τίτλους. Αυτούς του Γερμανικού Super Tourwagen Cup και του Asia-Pacific Touring Car Championship ενώ στα επόμενα χρόνια «μπόλιασε» το βιογραφικό του με αρκετές ακόμα νίκες και βάθρα στα πρωταθλήματα τουρισμού της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Ιαπωνίας. Τέλος σαν κερασάκι στην τούρτα κατάφερε το 1999 να γίνει νικητής στον 24ωρο αγώνα του Le Mans ξανά ως μέλος της οικογένειας της BMW, οδηγώντας μαζί με τους Γιανίκ Νταλμάς και Πιερλουίτζι Μαρτίνι μια BMW LMR V12!
Τέσσερις συυμετοχές σε τριήμερα, μηδέν εκκινήσεις. Αυτά κατάφερε ο Γερμανός το 1991 ως οδηγός της θρυλικής, αλλά στα τελευταία της χρόνια τότε Team Lotus! Ως αντικαταστάτης του Τζόνι Χέρμπερτ ο οποίος είχε παράλληλες αγωνιστικές υποχρεώσεις στην Ιαπωνία, ο 23χρονος τότε Γερμανός δεν κατάφερε να δει ούτε μια φορά τον εαυτό του στην σειρά εκκίνησης. Η Lotus 102B σίγουρα δεν διεκδικούσε δάφνες δόξας, όμως είχε ήδη πάρει βαθμούς στο χαοτικό Γκραν Πρι του Σαν Μαρίνο με τους Μίκα Χάκινεν και Τζούλιαν Μπέιλι να τερματίζουν στο 5-6, και στο υπόλοιπο της χρονιάς ανήκε στις θέσεις 10-20 περίπου. Ως εκ τούτου δεν κάνει εντύπωση ότι ο Μπάρτελς δεν ξαναεμφανίστηκε στο grid της Formula 1.
Όπως αρκετοί άλλοι «αποτυχημένοι» πειραματίστηκε λίγο μέχρι να βρει το «σπίτι» του. Αυτό ήταν οι αγώνες της κατηγορίας GT (Gran Tourers) όπου την δεκαετία των 00s ο Γερμανός κατάφερε να διακριθεί ουκ ολίγες φορές καθώς κατάφερε να συγκεντρώσει νίκες στους αγώνες 24 ωρών του Nurburgring (2000,01) και του Spa-Francorchamps (2005,06,08) . Επιπλέον χρίστηκε πρωταθλητής της κατηγορίας GT1 του Παγκοσμίου πρωταθλήματος της FIA (FIA GT Championship) τέσσερις φορές (2006,08,09 και το 2010 ως FIA GT1 World Championship).
Σε συνδυασμό με την αρκετά συμπαθητική παρουσία του σε DTM και Super Tourwagen Cup σίγουρα τον καταδεικνύουν ως έναν πολύ ικανό και πετυχημένο οδηγό!