Skip to content Skip to footer

F1 The Movie: Ο Μπράντ, Ο Τζόζεφ και ο Τζέρι στον δρόμο για την κορυφή

Μια κριτική για την νέα ταινία F1: The Movie από τον Μάριο Γαντζούδη. Άραγε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων το νέο εγχείρημα των Κοζίνσκι, Μπρουκχάιμερ και Πίτ;

Η F1: The Movie θέλει να είναι το απόλυτο καλοκαιρινό blockbuster και να φέρει ταυτόχρονα κόσμο στο άθλημα, ειδικά στην αγορά της Αμερικής, προς την οποία είναι και στραμμένη. Όμως είναι καλή ταινία; Βασικά είναι καλή αθλητική ταινία; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των οπαδών της Formula 1; Πάμε να τα βάλουμε όλα στο τραπέζι. Το πρώτο κομμάτι της κριτικής μου θα είναι μια σύνοψη ΧΩΡΙΣ ΣΠΟΙΛΕΡ για όποιον θέλει να πάει να δει την ταινία. Έπειτα θα αναλύσω με αρκετά σπόιλερς την ταινία για τα θετικά και τα αρνητικά της, δίνοντας στο τέλος την ειλικρινή μου άποψη σαν φανατικός της Formula 1, χωρίς όμως να μου σκεπάζει τις σκέψεις με αρνητικότητα.

Σύντομη κριτική χωρίς σπόιλερς

Η νέα ταινία των Τζόζεφ Κοζίνσκι και Τζέρι Μπρουκχάιμερ δεν ανακαλύπτει τον τροχό. Τρία χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του Top Gun: Maverick με πρωταγωνιστή τον αειθαλή Τομ Κρούζ, κυκλοφόρησαν κάτι σαν πνευματικό του διάδοχο, με πρωταγωνιστή έναν άλλο αειθαλή και αγέραστο φαινομενικά ηθοποιό… Τον Μπράντ Πιτ ! Η F1: The Movie είναι ένα αρκετά διασκεδαστικό καλοκαιρινό blockbuster, με την συνήθη επιτυχημένη συνταγή μιας τέτοιας ταινίας, να επενδύεται από τον μαγικό κόσμο της Formula 1.

Τα λεφτά είναι στην οθόνη και τα αληθινά σκηνικά όπως και οι αληθινές περιπτώσεις που οι Ντάμσον Ίντρις και Μπράντ Πιτ οδηγούν τα μονοθέσια αφήνουν τρομερή εντύπωση. Βέβαια η ταινία δεν είναι τέλεια. Όσο πιο πολύ ασχολείσαι με την Formula 1 και ξέρεις τις λεπτομέρειές της, τόσο πιο πολύ θα «σε κλωτσήσει» η ταινία ανά διαστήματα. Όσο πιο «άσχετος/η» είσαι τόσο περισσότερο θα την διασκεδάσεις. Είναι μια υπέροχη κινηματογραφική εμπειρία και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους και όλες, καθώς είναι μια αρκετά καλή και δυνατή ταινία, προσιτή σε όλους!

Από εδώ και πέρα αν δεν έχεις δει την ταινία και σκοπεύεις να την παρακολουθήσεις, μην διαβάσεις καθώς θα αναλύσω και σημεία της ταινίας. Κοινώς Spoiler Alert!

Καλωσορίσατε στην APXGP!

Ξεκινώντας την πιο αναλυτική κριτική, θα ξεκινήσω με την πλοκή, η οποία προφανώς εφόσον πρόκειται για καλοκαιρινό blockbuster δεν πρόκειται για το Se7en ή τον Νονό. Είναι αρκετά απλή. Η APXGP κάνει την καλύτερη προσπάθεια μίμησης της Williams τα έτη 2019-2020 ή καλύτερα των ομάδων που εισήλθαν στην Formula 1 το 2010, καθώς όταν την συναντάμε έχει μηδέν βαθμούς σε δυόμιση χρόνια λειτουργίας και το αφεντικό της, Ρούμπεν Θερβάντες (Χαβιέρ Μπαρδέμ), βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής.

Ως τελευταία ζαριά για την αντιστροφή της πορείας της ομάδας, στρέφεται στον φίλο του και πρώην συνοδηγό του στην Formula 1 των 90s, Σόνι Χέιζ (Μπράντ Πιτ). Ο Σόνι θεωρούταν ως ο επόμενος μεγάλος πρωταθλητής, ο ηγέτης της γενιάς μετά τους Σένα, Πρόστ και Μάνσελ. Κάτι σαν τον Μίκαελ Σουμάχερ δηλαδή, προτού μια τρομακτική σύγκρουση στο Ισπανικό Γκραν Πρι του 1993, του στέρησε το όνειρο αυτό. Έκτοτε για τις επόμενες τρείς δεκαετίες ζούσε νομαδικά, ταξιδεύοντας από αγώνα σε αγώνα και από κατηγορία σε κατηγορία, όντας ταυτόχρονα εθισμένος στον τζόγο και με τρείς αποτυχημένους γάμους.

Μετά τη νίκη του στις 24 Ώρες της Daytona, ο Θερβάντες του προσφέρει μια δοκιμή για να καλύψει την κενή θέση τους. Δίπλα στον αρκετά ταλαντούχο και ανερχόμενο Rookie, Τζόσουα Πίρς, που όμως είναι εκτός από άπειρος και αρκετά υπερφίαλος και υπερόπτης. Του αποκαλύπτει δε ότι οι επενδυτές του θα πουλήσουν την ομάδα εκτός αν η APXGP -τελευταία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών με ΜΗΔΕΝ βαθμούς σε δυόμιση χρόνια- κερδίσει ένα από τα εννέα εναπομείναντα Γκραν Πρι εκείνης της χρονιάς.

Αυτό είναι και το αρχικό premise της ταινίας. Η προϋπόθεση. Και ναι είναι εντελώς χαζή. Η APXGP, ριζωμένη στον πάτο της βαθμολογίας, χωρίς στον ήλιο μοίρα που λέει και το ρητό, ΠΡΕΠΕΙ να κερδίσει έστω έναν αγώνα μέχρι το τέλος της χρονιάς, για να μην πωληθεί η ομάδα. Αυτή είναι μια από τις απαράδεκτες υπερβολές της ταινίας. Ναι έχουμε δει την Mclaren πρόσφατα να γυρίζει μια χρονιά τούμπα. Αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό και σίγουρα όχι από μια νέα ομάδα. Τουλάχιστον αναφέρεται ότι όπως και στην αληθινή περίπτωση των Παπάγια το 2023, ένα τεράστιο πακέτο αναβαθμίσεων είναι αυτό στο οποίο όλοι στηρίζουν τις ελπίδες τους. Τουλάχιστον η ταινία «πουλάει» και διαχειρίζεται σωστά το ζήτημα της ηλικίας του Χέιζ και σε πείθει για την πιθανότητα έστω ότι ένας οδηγός κοντά στα 60 επιστρέφει στην Formula 1.

«Καμμένα» λάστιχα εντός πίστας

Ύστερα από το αρκετά καλά στημένο τεστ του Σόνι στο Σίλβερστοουν έρχεται γρήγορα η ώρα του πρώτου αγώνα. Και μόλις μπαίνουν όλοι στην πίστα, είναι που η ταινία «το χάνει.» Τα σενάρια που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές μας στην APXGP ενώ έχουν τον μανδύα της αυθεντικότητας (πχ αργό pit stop, βροχή) ντύνονται με αχρείαστη υπερβολή από τους δημιουργούς, τους οποίον μάλλον ο παραγωγός Λιούις Χάμιλτον δεν συμβούλεψε αρκετά.

Το πρώτο σενάριο, είναι και το πιο υποφερτό για έναν οπαδό της Formula 1, με τους δύο οδηγούς μας να βρίσκονται μακράν των υπολοίπων στην τελευταία θέση, χάρη σε δύο αργά pit stop. Τότε ο Σόνι Χέιζ παρακούει την εντολή που δέχεται προκειμένου να αφήσει τον teammate του να προσπεράσει και οι δύο τους συγκρούονται. Έτσι ο Σόνι ας πούμε προσπαθεί να δώσει ένα μάθημα στον rookie Τζόσουα Πίρς. Ναι έχουμε δει και άλλες φορές να γίνεται στα αλήθεια αυτό. Όχι όμως σε μάχη για τις τελευταίες δύο θέσεις, όχι για τον σκοπό που γίνεται.

Ύστερα έρχονται τα ακόμα χειρότερα, με τον Χέιζ να παίζει συγκρουόμενα στην Ουγγαρία επίτηδες ώστε ο teammate του να πετύχει βαθμό για πρώτη φορά και ύστερα στην Μόντσα όπου έχουμε ένα σημαντικό για την πορεία της ταινίας γεγονός, βλέπουμε «επαγγελματίες» στρατηγικής της Formula 1, να αφήνουν τον οδηγό τους με σκληρή γόμα ΣΤΟ ΒΡΕΓΜΕΝΟ προκειμένου να μην χαθεί η 2η θέση. Τότε βλέπουμε ακόμα χειρότερα τον νεαρό Πίρς που είναι υπερόπτης να προσπαθεί να περάσει τον Μαξ τον Φερστάπεν, ΣΤΟ ΒΡΕΓΜΕΝΟ, ΜΕ ΣΛΙΚ ΕΛΑΣΤΙΚΑ, ΣΤΗΝ PARABOLICA!

Ως αποτέλεσμα το μονοθέσιο βρίσκει σε κάποιο kerb και εκτινάσσεται στον αέρα, πιάνοντας φωτιά με την πρόσκρουση στο έδαφος, με τον Πίρς να τραυματίζεται και να μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Δεν χρειάζεται να τονίσω την μη ρεαλιστικότητα αυτών των σεναρίων, παρά το γεγονός ότι σαν βάση έχουν αληθινά γεγονότα όπως αυτό του Ρομέν Γκροζάν το 2020 . Αυτό συνεχίζεται μέχρι και το τέλος της ταινίας, όπου οι Πιρς και Χέιζ «δουλεύουν ομαδικά» ώστε να προσπεράσουν τους Λεκλέρ και Χάμιλτον στο Άμπου Ντάμπι. Τουλάχιστον το φινάλε έιναι κάπως πιο ρεαλιστικό.

Η ιδέα δε, ότι ο Χέιζ ή οποιοσδήποτε άλλος οδηγός θα έκανε στην πραγματικότητα του κεφαλιού του, αδιαφορώντας για την στρατηγική και τις επιλογές της ομάδας παραπέμπει σε κωμωδία όπως επίσης και το ότι θα γλίτωνε η ομάδα ή ο ίδιος χωρίς προβλήματα τα όσα έκανε πχ στην Ουγγαρία. Τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως ο σχολιασμός των Ντέιβιντ Κρόφτ και Μάρτιν Μπράντλ είναι καλά και εξηγούν με ωραίο τρόπο σε έναν νέο στο άθλημα τα τεκταινόμενα.

Υπέροχα σκηνικά και προσήλωση στον ρεαλισμό με σεναριακές αδυναμίες

Εκτός πίστας όμως έχουμε και την πλοκή και την συνέχειά της. Θα είμαι σύντομος καθώς δεν θέλω να γράψω 5000 λέξεις εξηγόντας την κάθε λεπτομέρεια της πλοκής. Η προσήλωση στον ρεαλισμό και την αληθοφάνεια σε κερδίζουν. Τα πλάνα από τα κεντρικά της APXGP (στην πραγματικότητα της Mclaren) και από την αεροσήραγγά της και όσα εκτυλίσσονται σε αυτά είναι αρκετά καλά και βοηθάνε στην πλοκή και στην κατανόηση του αθλήματος. Όμως υπάρχουν δύο μεγάλοι παράγοντες που είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένοι. Undercooked όπως λέμε σε άπταιστα κινηματογραφικά Ελληνικά! Οι χαρακτήρες και η εξελιξή τους αρχικά και κατά δεύτερον το ρομάντζο. Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο.

Οι χαρακτήρες δεν χρειαζόταν να είναι πολύπλοκοι και με βάθος οσκαρικού δράματος, όμως χρειάζονταν περισσότερη ανάπτυξη, καθώς λόγω της απαγόρευσης ουσιαστικά στο να παρουσιαστεί ως «κακιά» μια ήδη υπάρχουσα ομάδα ή ένας οδηγός, η «σύγκρουση» των δύο διαφορετικών κόσμων – χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν οι Σόνι Χέιζ και Τζόσουα Πίρς έπρεπε να είναι πιο δουλεμένη. Η αλλαγή στον χαρακτήρα του Πιρς, ο οποίος από νεαρός αλαζόνας οδηγός που νοιάζεται περισσότερο για την φήμη και τα λεφτά παρά για το ίδιο το άθλημα σε έναν οδηγό ώριμο που πλέον νοιάζεται για κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό του και είναι έτοιμος να οδηγήσει την APXGP στην νέα της εποχή, έρχεται κάπως απότομα και ήθελε μερικές παραπάνω σκηνές, ίσως μια επίσκεψη του Σόνι στο νοσοκομέιο και ένας διάλογος έπειτα από την τρομακτική σύγκρουση στην Μόντσα.

Επίσης και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι αρκετά μονοδιάστατοι, και σώζονται μόνο από το ταλέντο των ηθοποιών, οι οποίοι αν και δεν δίνουν ερμηνεία καριέρας, είναι ως επί το πλείστον αρκετά καλοί έως πολύ καλοί. Η ταινία προσπαθεί να δείξει πράγματα αλλά σε αρκετά σημεία δεν προσπαθεί αρκετά, όπως στην δευτερεύουσα υπόθεση μιας γυναίκας μέλους του πληρώματος των pit stops, που στην αρχή τα κάνει θάλασσα και στο τέλος είναι μάχιμη και άριστη, χωρίς να την έχουμε δει να προπονείται σε αυτό ούτε μια φορά σε όλη την ταινία, κάτι το οποίο θα έπαιρνε μερικά μόλις δευτερόλεπτα (σε ένα training montage της ομάδας ίσως) και θα έδινε περισσότερη αληθοφάνεια στην εξέλιξη του χαρακτήρα.

Αν’ αυτού λέει μόνο στον Μπράντ Πιτ ουσιαστικά ότι είναι δυναμική γυναίκα και δεν χρειάζεται άντρα να την υπερασπιστεί… Το δεύτερο σκέλος τώρα. Η ταινία μου θύμισε σε αρκετά σημεία την πρώτη προσπάθεια του Τζέρι Μπρούκχαιμερ να φτιάξει ταινία για αγώνες. Το φημισμένο Days of Thunder του 1990 με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρούζ. Λοιπόν όπως και σε εκείνη την ταινία το ρομάντζο της ταινίας είναι κακά δουλεμένο, πρόχειρο και δεν βγάζει νόημα και βρίσκεται εκεί επειδή είναι μέρος της συνταγής για ένα πετυχημένο blockbuster.

Ο χαρακτήρας της Κέιτ Μακκένα είναι αρκετά καλά παρουσιασμένος στην ταινία και σε πείθει για το γεγονός ότι κατάφερε να γίνει η πρώτη γυναίκα τεχνική διευθύντρια της Formula 1. Μάλιστα το τελικό μονοθέσιο χαρακτηρίζεται ως «δικό της». Όμως παρόλο που είναι πιθανό σενάριο η ερωτική εμπλοκή της με τον Σόνι Χέιζ, δεν δουλεύει σεναριακά. Και πάλι η ζύμωση αυτού του ρομάντζου δίνει μερικές από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, όπως αυτή που οι Μπράντ Πιτ και Κέρι Κόντον μιλάνε για τα κίνητρά τους και τους στόχους τους.

Μετά από αυτήν ακριβώς την σκηνή διαδραματίζονται όμως μερικά γεγονότα που συνοψίζουν την αντίθεση που βιώνει αυτή η ταινία. Ο Θερβάντες τους διακόπτει για να τους ανακοινώσει ότι μια ανώνυμη πληροφορία ισχυρίζεται ότι η Μακκένα κατασκεύασε παράνομα τις αναβαθμίσεις. Η ίδια αρνείται το αδίκημα θεωρόντας πλαστά τα έγγραφα, αλλά η FIA χωρίς καμία περαιτέρω έρευνα για την εγκυρότητα ή όχι των εγγράφων, απαιτεί την αφαίρεση των αναβαθμίσεων λίγο πριν τον αγώνα στο Λας Βέγκας. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο Χέιζ εκνευρίζεται, μπαίνει στον κόσμο του και συγκρούεταισοβαρά ενώ μάχεται με τον Σέρχιο Πέρεζ.

Καθώς ο Χέιζ αναρρώνει, ο Θερβάντες μαθαίνει ότι οι τραυματισμοί του 1993 τον έβλαψαν μόνιμα κάτι που ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ δεν είχε ανακαλύψει κανένας έως τότε και τον απολύει για την ασφάλειά του. Λίγο μετά την έξοδο του Χέιζ από το νοσοκομείο Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Πίτερ Μπάνινγκ, που μέχρι τότε είχαμε δει ελάχιστα και ως κύριο χαρακτηριστικό του είχε ότι ήταν εντελώς άσχετος με το άθλημα και είδε το Drive to Survive για να το καταλάβει καλύτερα, αποκαλύπτει στον Χέιζ ότι ο ίδιος ενορχήστρωσε την υπογραφή του αλλά και την καταγγελία για να μπορέσει να απολύσει τον Θερβάντες και να πουλήσει την APXGP, προσφέροντάς του να τον προάγει σε διευθυντή ομάδας αν η πώληση πραγματοποιηθεί.

Έτσι εντελώς από το πουθενά και χωρίς λόγο ή λογική η ταινία αποκτά έναν κακό για το τελευταίο μισάωρό της περίπου. Ένας κακός που φυσικά αποτυγχάνει και δεν έπρεπε καν να υπάρχει. Το τέλος της ταινίας τουλάχιστον στο Άμπου Ντάμπι είναι θριαμβευτικό, κατάλληλο και θα έλεγα καλά δουλεμένο. Κρίμα όμως που η ταινία έχασε αρκετές ευκαιρίες να είναι πολύ μα πολύ ανώτερη.

Μερικές σκόρπιες σκέψεις για άλλα ζητήματα

Η ταινία είναι γνωστό ότι βάσισε τις απαρχές της ιστορίας του Σόνι Χέιζ, στον αληθινό οδηγό Μάρτιν Ντόνελι, που μάλιστα βοήθησε στην δημιουργία της ταινίας. Δεν βρίσκω τον λόγο που το αληθινό ατύχημα του Ντόνελι το οποίο έγινε στην Χερέθ το 1990, να μεταφερθεί στο 1993! Μέχρι και αληθινά πλάνα από το επακόλουθο της μοιραίας σύγκρουσης χρησιμοποιήθηκαν. Εκτός από αυτή την ενοχλητική λεπτομέρεια όμως, δεν μπορώ να πω, η ταινία χειρίζεται αυτή την ιστορία με θαυμάσιο τρόπο.

Επίσης η σκηνοθεσία του Τζόζεφ Κοζίνσκι είναι ξανά όπως και στο Top Gun: Maverick αρκετά εντυπωσιακή αλλά και αθόρυβη, αφήνοντας τα «εργαλεία» να μιλήσουν και αξιοποιώντας την τεχνολογία και τα αληθινά μονοθέσια στο έπακρο. Η μουσική του Χάνς Ζίμερ είναι καλή και ταιριαστή, βοηθώντας την ταινία, δυστυχώς όμως δεν φτάνει τα ύψη της δουλειάς του στο Rush του 2013. Επίσης η χρήση των original τραγουδιών που συντέθηκαν για την ταινία ήταν αρκετά καλή και καθόλου ενοχλητική.

Δυστυχώς ο στόχος της ταινίας που είναι να φέρει περισσότερο κόσμο στην Formula 1, θεωρώ ότι θα επιτευχθεί πρόσκαιρα, καθώς όποιος «πειστεί» με αυτό τον τρόπο να δει έναν αγώνα θα απογοητευθεί, καθώς θα περιμένει Plan C for Chaos, συγκρούσεις επιτηδευμένες σαν του Νascar και ασταμάτητες μάχες αμάξι με αμάξι, σε συνδυασμό με μπόλικο δράμα πράγματα που απλά δεν ισχύουν. Έτσι οι 9 στους 10 που θα επιχειρήσουν να δουν πραγματικό αγώνα ύστερα από την ταινία θα εγκαταλείψουν ξανά το άθλημα, εκτός και αν τύχει να πέσουν σε έναν από τους σπάνιους αγώνες, που όντως θα γίνουν τα περισσότερα από αυτά.

Σύνοψη και τελικό συμπέρασμα

Η F1: The Movie θα εντυπωσιάσει όσους δεν γνωρίζουν πολλά για την Formula 1, αλλά θα απογοητεύσει θεωρώ όσους ασχολούνται χρόνια και χρόνια με το άθλημα. Είναι μια καλοστημένη παραγωγή που έγινε με μεράκι και θέληση, όμως η πλοκή χρειαζόταν περισσότερη δουλειά και οι σκηνές εντός πίστας είναι τόσο μη ρεαλιστικές που χτυπάνε άσχημα. Χαράμι δηλαδή ο ρόλος του Λιούις Χάμιλτον ως συμβούλου-παραγωγού. Παρόλα αυτά είναι ένα απολαυστικό blockbuster και μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία!

Βαθμολογία: 7/10