Σήμερα συμπληρώνονται 27 χρόνια από ίσως την σημαντικότερη νίκη της καριέρας του «Ιπτάμενου Φινλανδού» και ο Μάριος Γαντζούδης γράφει για εκείνη την κρύα μέρα στο Nurburgring!
Όταν κάποιος ακούει το όνομα Mika Hakkinen, υπάρχουν μερικά πράγματα που του έρχονται απευθείας στο μυαλό. Τις ασημένιες-μαύρες Mclaren- Mercedes με χορηγό την West που οδήγησε και του έφεραν 20 νίκες και δύο παγκόσμιους τίτλους, τις μάχες με τον Michael Schumacher που έγραψαν ιστορία και ίσως για μερικούς ακόμα πιο «παλιούς» μερικές εικόνες από τα πρώτα του εντυπωσιακά χρόνια με την Lotus ή ακόμη και τις πιο «άγουρες» μέρες του με την Mclaren στα μέσα των 90s.

Αν ρωτήσεις για τους πιο θρυλικούς, εντυπωσιακούς ή/και μνημειώδεις αγώνες του θα λάβεις πάλι απαντήσεις όπως η πρώτη και η δεύτερη νίκη του, που έγιναν υπό αμφιλεγόμενες περιστάσεις, την απόλυτη κυριαρχία του στο Μονακό το 1998, που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως τον κορυφαίο της καριέρας του, τους δύο τελικούς στην Σουζούκα σε διαδοχικές χρονιές (98-99) όπου δεν έκανε το παραμικρό λάθος και κατέκτησε μαθηματικά τους δύο τίτλους του, την μαγεία που επέδειξε στο Σπά το 2000 ή ακόμη και την τελευταία του νίκη στην Ινδιανάπολη το 2001.
Θαρρώ πως εκτός από τους (σχετικά) λίγους που έχουν βαθιά γνώση της Formula 1 και αναλυτικό μάτι, λίγοι άλλοι θα σου απαντήσουν «Λουξεμβούργο 1998». Όμως προσωπικά τον θεωρώ ως τον πιο σημαντικό αγώνα και την πιο σημαντική επίδοση της καριέρας του Mika. Ας θυμηθούμε λίγο την κατάσταση και ας αναλύσουμε γιατί μπορεί να θεωρηθεί αυτός ο αγώνας ως τόσο μεγάλης σημασίας.

Η Mclaren ξεκίνησε την νέα εποχή της Formula 1 το 1998, με τα πιο στενά μονοθέσια και τα grooved tyres (ελαστικά με αυλακώσεις), έχοντας έναν πραγματικό πύραυλο, φτιαγμένο από τα χεράκια του Adrian Newey, που είχε ενταχθεί στην ομάδα από την Williams. Η MP4-13 στην αρχή της σεζόν δεν είχε αντίπαλο. Στον εναρκτήριο αγώνα της Αυστραλίας οι Hakkinen και Coulthard έριξαν γύρο σε όλους τους αντιπάλους και στην Βραζιλία τερμάτισαν ένα λεπτό μπροστά από τον 3ο (και ανήμπορο να κάνει κάτι) Michael Schumacher.
Όμως σταδιακά το προβάδισμα αυτό άρχισε να φθίνει. Ξεκινώντας με την απαγόρευση του περίφημου «τρίτου πεντάλ φρένου» και στην συνέχεια με τις συνεχόμενες αναβαθμίσεις της Ferrari αλλά και τα καλύτερα ελαστικά που ανέπτυξε και έφερε η Goodyear (η Mclaren είχε αλλάξει σε Bridgestone) που συνδυάστηκαν με την οδηγική μαεστρία του Schumi, η Mclaren άρχισε να γίνεται πιο «τρωτή».
Ο ανεβασμένος σταδιακά ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με κάποια «χτυπήματα» αξιοπιστίας σε Σαν Μαρίνο, Καναδά, Ουγγαρία και Ιταλία, επέτρεψαν στον συνδυασμό Schumacher-Ferrari να είναι στο κυνήγι του τίτλου με μόλις δύο αγώνες να απομένουν, καθώς ο Φινλανδός και ο Γερμανός ήταν ισόβαθμοι με 80 βαθμούς έκαστος, με τον καθένα να έχει από έξι νίκες, με τον Hakkinen να βρίσκεται 1ος λόγω των δύο 2ων θέσεων που είχε, έναντι της μίας του Schumacher.
Φυσικά τα όσα είχαν γίνει στο Βέλγιο είχαν ευνοήσει κάπως τον Mika, δεδομένου ότι είχε εγκαταλείψει στην 2η εκκίνηση του αγώνα εκείνου, όμως ο Schumacher έχασε μια βέβαιη νίκη, όταν προσέκρουσε στο πίσω μέρος της άλλης Mclaren του David Coulthard, στην προσπάθειά του να ρίξει γύρο στον Σκωτσέζο, στον 25ο γύρο. Εφόσον ο Γερμανός κέρδιζε εκείνο τον αγώνα θα είχε προβάδισμα 10 βαθμών και θα χρειαζόταν απλά να τερματίσει τουλάχιστον δύο φορές 2ος για να πάρει τον τρίτο παγκόσμιο τίτλο του και πρώτο με την Ferrari.
Ακόμα και έτσι με μόλις δύο αγώνες να απομένουν και τους βαθμούς τότε να μοιράζονται μόνο στους πρώτους έξι, με 10 βαθμούς για την νίκη, 6 μόλις για την 2η θέση και 4 βαθμούς για την 3η, ο καθένας καταλάβαινε ότι η νίκη στο Γκραν Πρι Λουξεμβούργου – το οποίο διεξαγόταν στην Γερμανική πίστα του Nurburgring– ήταν απολύτως σημαντική και για τους δύο, καθώς θα έδινε μια μεγαλύτερη ασφάλεια, για το μεγάλο φινάλε στην Σουζούκα, χωρίς να υπολογίσουμε τυχόν «παιχνίδια» της Mclaren ή Ferrari με τους teammates των δύο διεκδικητών.
Μετά από τις δύο περιόδους ελεύθερων δοκιμών την παρασκευή, όλα φάνταζαν ευνοϊκά για τον Φινλανδό, τουλάχιστον εξ’ όψεως, αφού ήταν πρώτος και στις δύο, όμως το Σάββατο και την ώρα των κατατακτηρίων, μια τεράστια έκπληξη περίμενε και αυτόν και την Mclaren. Για μόλις δεύτερη φορά το 1998 ο Michael Schumacher -παρά ένα επικίνδυνο τετακέ στην αρχή των κατατακτηρίων- θα έπαιρνε την pole position και ακόμη χειρότερα για την Mclaren και τον Mika, δίπλα του για πρώτη -και τελευταία- φορά στην σεζόν θα βρισκόταν η άλλη Ferrari του Eddie Irvine! Ο Hakkinen είχε χάσει για σχεδόν τέσσερα δέκατα την pole (όχι τόσο τεράστια διαφορά όσο είναι σήμερα) και για μόλις 33 χιλιοστά την 2η θέση.
Ο Φινλανδός αποκάλυψε ότι η Mclaren δεν είχε καλό χειρισμό ύστερα από τον πρώτο τομέα της πίστας, κάτι που συνέβαλε στην απώλεια της Pole. Έτσι την Κυριακή, στην τότε καθιερωμένη διαδικασία «ζεστάματος» (warm-up session) διάρκειας μισής ώρας, οι δύο Mclaren ήταν στο 1-2 με επικεφαλής τον Φινλανδό, με τις Ferrari μόλις στο 4-5. Μάλιστα όπως είχε πει εκ των υστέρων ο τότε επικεφαλής της Mclaren, Ron Dennis, τα δύο μονοθέσια της ομάδας του κουβαλούσαν λίγο παραπάνω φορτίο καυσίμου στις κατατακτήριες. Πιθανώς -όπως τονίζουν αναφορές της εποχής- για να φαίνονται σε χειρότερη κατάσταση από την πραγματική και να εκπλήξουν έτσι την Ferrari την Κυριακή.
Όπως και να είχε όμως, όταν ο αγώνας ξεκίνησε, ο Eddie Irvine ήταν αυτός που έκανε την καλύτερη εκκίνηση με τους Schumacher – Hakkinen – Coulthard – Fisichella και Wurz να συμπληρώνουν την 6αδα. Ήταν απολύτως αναμενόμενο δεδομένης της κατάστασης ότι ο Irvine γρήγορα θα «παρέδιδε» την πρωτιά στον Γερμανό teammate του, όμως δεν χρειάστηκε καθώς στο τέλος του 1ου γύρου, έκανε άτσαλο πέρασμα από το Veedol Chicane και ο Schumacher πήρε με ένα εύκολο προσπέρασμα την 1η θέση, με την δουλειά του Βορειοϊρλανδού να είναι πλέον να εμποδίσει τον Hakkinen και να βοηθήσει τον Schumi να χτίσει μια τεράστια διαφορά.
Όμως το σχέδιο πήγε «κατά το ήμισυ» καλά, καθώς στον 14ο γύρο ο Φινλανδός ύστερα από ασφυκτική πίεση κατάφερε να πάρει την 2η θέση λίγο πριν το Veedol Chicane και με την διαφορά από τον πρωτοπόρο να έχει φτάσει τα οκτώ δευτερόλεπτα, φαινόταν ότι ο Mika είχε ένα πολύ δύσκολο έργο μπροστά του, παρά τα προβλήματα με τα μπροστινά ελαστικά της Goodyear που άρχιζε να αντιμετωπίζει ο Schumacher. Κι όμως μέχρι την στιγμή που ο Γερμανός μπήκε πρώτος στα pits στον 24ο γύρο, η διαφορά είχε πέσει στα μόλις 3.5 δευτερόλεπτα και πλέον ο Mika είχε ελάχιστο χρόνο στον οποίο να εκμεταλλευτεί το χαμηλό φορτίο καυσίμου και να βγει μπροστά από τον αντίπαλό του, ύστερα από το δικό του pit stop.

Όταν τέσσερις γύρους μετά μπήκε στα pits είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας… και αυτή ήταν πως τα είχε καταφέρει! Βγήκε ελάχιστα μπροστά από τον Schumacher, παρά το γεγονός ότι πήρε περισσότερο καύσιμο, βοηθούμενος για να λέμε την αλήθεια και από το γεγονός ότι ο οδηγός της Ferrari είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα στην κίνηση, καθώς εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο εύκολο να ρίξεις γύρο όπως σήμερα. Όμως όλα παίζουν ρόλο στην Formula 1, ακόμα και η τύχη, που φαινόταν να ευνοεί τον Φινλανδό, ο οποίος ήταν σχεδόν αλάνθαστος και στο 2ο stint όπου άντεξε την ασφυκτική πίεση του Schumacher για τους επόμενους δέκα περίπου γύρους, προτού καταφέρει να ανοίξει ελάχιστα την διαφορά, στα 2 με 2.3 δευτερόλεπτα.

Έπειτα όταν ήρθε ο δεύτερος γύρος των pit stop με τον Schumacher να μπαίνει στον 46ο και τον Hakkinen στον 48ο είχε έρθει η οριστική επίλυση του αγώνα, με τον Φινλανδό να βγαίνει ξανά στην πρωτοπορία, 2.9 δευτερόλεπτα μπροστά από τον μεγάλο του αντίπαλο, αυξάνοντας μάλιστα την διαφορά το επόμενο διάστημα, προτού «χαλαρώσει» δύο γύρους πριν το τέλος, για να κατακτήσει την (κατά την άποψή μου) πιο σημαντική νίκη της καριέρας του, ύστερα από 67 γύρους, 2.2 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Schumacher.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους δεν έγινε κάτι το τρομερά αξιομνημόνευτο, αν εξαιρέσουμε την σχετικά ενδιαφέρουσα μάχη των δύο Benetton των Giancarlo Fisichella και Alex Wurz με την Williams του Heinz-Harald Frentzen για την 5η θέση, που κρίθηκε στο τέλος οριακά υπέρ του Γερμανού.
Η νίκη αυτή του Mika Hakkinen ίσως να μην ήταν η πιο εντυπωσιακή, όπως στο Βέλγιο το 2000, ή η πιο ξεχωριστή όπως στο Μονακό το 1998 ή η τελευταία του νίκη στις ΗΠΑ το 2001. Όμως είναι η πιο σημαντική, καθώς τον έφερε με το ένα χέρι στην κούπα του πρωταθλητή, καθώς το μόνο που είχε να κάνει στην Ιαπωνία ήταν να τερματίσει τουλάχιστον 2ος και έτσι θα κατακτούσε το πρωτάθλημα. Όλα αυτά σε μια κρίσιμη καμπή του πρωταθλήματος, στην οποία πολλοί ακόμη αμφισβητούσαν το εάν είχε το ψυχικό σθένος να αντέξει στην πίεση του δύο φορές (τότε) πρωταθλητή και κατά γενική ομολογία καλύτερου οδηγού, Michael Schumacher. Ενώ είχε μείνει τρείς αγώνες και σχεδόν δύο μήνες χωρίς νίκη, με το momentum να γέρνει προς την κόκκινη μεριά. Ο Mika στο Nurburgring το 1998 απέδειξε ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους και ταχύτερους όλων των εποχών και πως μπορούσε να νικήσει από μειονεκτική θέση, τον κορυφαίο οδηγό.