Όταν ολοκληρώθηκε το παραμύθι και νικήθηκε ο «δράκος» των 21 ετών ανομβρίας της Ferrari, προκαλώντας δάκρυα χαράς στους Tifosi!
Η Formula 1 ήταν ανέκαθεν ένα άθλημα στο οποίο χρειαζόταν ένας μοναδικός συνδυασμός οδηγού και ομάδας για να υπάρξει οποιαδήποτε παρατεταμένη επιτυχία. «Θαύματα» γίνονται μία στο τόσο, όμως για να μείνεις στην ιστορία χρειάζονται πολλοί παράγοντες. Όταν ξημέρωνε η 8η Οκτωβρίου του 2000 στην Suzuka της Ιαπωνίας, η αναμονή ήταν τεράστια και η αγωνία ανέβαινε κατακόρυφα όσο πλησίαζε η ώρα της εκκίνησης του Ιαπωνικού Γκραν Πρι εκείνης της χρονιάς. Ένας μοναδικός συνδυασμός ήταν ένα βήμα προτού ολοκληρώσει τον μεγαλύτερό του θρίαμβο.
Αυτό δεν είναι ένα τυπικό αφιέρωμα, προειδοποιώ όσους περιμένουν άπειρες λεπτομέρειες, ή μια λεπτομερή ανασκόπηση των όσων προηγήθηκαν της ημέρας αυτής, ή ακόμη και των προηγούμενων χρόνων. Θέλω να το δείτε περισσότερο σαν ένα παραμύθι, με κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες.
Οι Michael Schumacher, Ross Brawn, Rory Byrne και Jean Todt ήδη διένυαν τον 4ο χρόνο συνεργασίας τους στην Ferrari (5ο για τον Schumi). Οι τρείς πρώτοι ήδη ταίριαζαν γάντι ο ένας στον άλλο από τα χρόνια της Benetton, προτού συνεχίσουν (και με άλλα στελέχη φυσικά) την απόλυτα επιτυχημένη συνταγή, εμπνευσμένη από την ιδιοφυία του Νοτιοαφρικανού σχεδιαστή, καθοδηγούμενη από την ευστροφία και την ευελιξία του Βρετανού και εντέλει «ζωγραφισμένη» στην πίστα χάρη στον Γερμανό, με τους δύο τελευταίους να χρησιμοποιούν σαν μυστικό όπλο θα έλεγε κάποιος την εμπειρία τους από τους αγώνες αντοχής. Τέλος ο Todt που ήταν ο μαέστρος της ορχήστρας, ο πιο «παλιός» όντας στην Scuderia από τα μέσα του 1993.

Μαζί έφτασαν στην πηγή δύο φορές ήδη και δεν ήπιαν νερό. Μια στην Jerez, όπου ο Schumacher ντρόπιασε περισσότερο τον εαυτό του παρά οποιονδήποτε άλλο, φοβούμενος την απώλεια του τίτλου και επισκιάζοντας την τεράστια χρονιά του και τον επόμενο χρόνο στην Suzuka όταν οι όποιες ελπίδες εξανεμίστηκαν πριν καν σβήσουν τα πέντε κόκκινα φώτα. Η κριτική και οι ερωτήσεις για την αξία του Schumacher, που αμειβόταν με παχυλούς μισθούς, που όμοιους δεν είχε ξαναδεί η Formula 1 και σήμερα έχουν ξεχαστεί. Η αμφισβήτηση στο πρόσωπο των υπολοίπων που σήμερα έχει περαστεί στα βιβλία της ιστορίας ως το αναγκαίο δύσκολο εμπόδιο προτού γίνει το ηρωικό 3ο act.

Έπειτα ήταν η περίεργη σεζόν του 1999, με το σπασμένο πόδι του Michael και την διάθεσή του ή όχι να βοηθήσει πραγματικά τον teammate του και τα όσα έφεραν εντέλει την Ferrari πρωταθλήτρια κατασκευαστών ύστερα από 16 χρόνια, αλλά κράτησαν τον Eddie Irvine μακριά από το πρωτάθλημα οδηγών. Με την αυγή της νέας χιλιετίας όμως φάνηκε ότι ήταν θέμα χρόνου η κατάκτηση του «Έβερεστ».
Τρία στα τρία στην αρχή της χρονιάς, πέντε νίκες στους οκτώ πρώτους αγώνες του 2000, με την Mclaren και τον Mika Hakkinen να υποφέρουν από προβλήματα αξιοπιστίας και τον «Ιπτάμενο Φινλανδό» να έχει κομμένα τα φτερά. Φαινόταν ότι είχε έρθει η ώρα για την «γη της επαγγελίας». Όμως κάθε επιτυχημένη ιστορία δεν τελειώνει έτσι. Η «αυτοκρατορία» του Ron Dennis, του Newey, της Mercedes και του Mika έκανε μια σφοδρή αντεπίθεση, βοηθούμενη εκείνη πλέον από τις ατυχίες του Schumi. Δύο επιπλέον νίκες στα ίσια για τον Hakkinen σε Ουγγαρία και σε «εκείνον» τον αγώνα στο Βέλγιο, φάνηκε να έσβηναν τις ελπίδες των Tifosi σαν μια πεταμένη γόπα στην άσφαλτο.

Όμως η τύχη έκανε τον πλήρη κύκλο της και ευνόησε ξανά το αλογάκι του Maranello και ύστερα από την εγκατάλειψη του Φινλανδό στην Ινδιανάπολη, όλα ήταν έτοιμα για να υποδεχθεί η νέα χιλιετία τον δικό της «Μεσσία». Μια νίκη θα ήταν αρκετή, καθώς με δύο αγώνες μόνο να μένουν, έπρεπε να έρθει η γη ανάποδα για να χαθεί το πολυπόθητο πρωτάθλημα οδηγών. Στην πραγματικότητα ακόμα και δύο 2ες θέσεις αρκούσαν, όμως έπρεπε να γίνει στην Suzuka. Οι δαίμονες του παρελθόντος έπρεπε να ξορκιστούν στο ίδιο μέρος όπου «πέθαναν» οι ελπίδες δύο χρόνια πριν.
Οι κατατακτήριες και ο αγώνας όπως όλοι ξέρουμε και όπως αντικατοπτρίζεται στην μετάδοση της εποχής, ήταν παράσταση για δύο. Όπως στην Αρχαία Ρώμη, όλος ο πλανήτης μαζεύτηκε για να δει δύο μονομάχους να παλεύουν. Και να παλεύουν σκληρά όπως στην πρώτη μάχη του Σαββάτου που έμεινε στην ιστορία. Που η pole άλλαξε χέρια αρκετές φορές, με τους Hakkinen και Schumacher να οδηγούν στο όριο, μέχρι ο Γερμανός να κάνει το πρώτο «χτύπημα» παίρνοντας την Pole για μόλις 9 χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Όμως την κρύα και συννεφιασμένη Κυριακή ο Φινλανδός πέτυχε το δεύτερο χτύπημα, παίρνοντας την πρωτιά στην εκκίνηση. «Είχα υπερβολικό σπινάρισμα στην εκκίνηση», εξήγησε αργότερα ο Schumacher. «Μετακινήθηκα για να προσπαθήσω να υπερασπιστώ τη θέση μου, αλλά ο Mika ήταν ήδη εκεί και έπρεπε να τον αφήσω να περάσει.»
Έπειτα οι δύο τους χάθηκαν σε μια δική τους μάχη μέχρι τελικής πτώσεως, κάνοντας γύρους ένα δευτερόλεπτο γρηγορότερους από τους υπόλοιπους ανά διαστήματα. Η μεταξύ τους διαφορά στο 1o stint είχε αυξομειώσεις, όμως ποτέ δεν έφτασε πάνω από 2.5 δευτερόλεπτα. Ο Mika όμως είχε υπό έλεγχο την κατάσταση. Στον 22ο γύρο έκανε το πρώτο του pit stop και όταν ο Schumacher ακολούθησε έναν γύρο μετά, ο Φινλανδός ήταν ξανά επικεφαλής. Όμως μια απόφαση κλειδί της Ferrari ήταν ότι είχε επιλέξει έναν γύρο καυσίμου παραπάνω για το μονοθέσιο του Schumi πριν από τον αγώνα. Έτσι για το 2ο stint του αγώνα ο Γερμανός θα είχε την δυνατότητα να μείνει παραπάνω στην πίστα .

Το stint εξελίχθηκε σχεδόν πανομοιότυπα. Ο Hakkinen μπροστά, ο Schumacher ελάχιστα πίσω, ασκώντας πίεση παρά το γεγονός ότι είχε πλέον ελαφρώς περισσότερο καύσιμο, άρα και πιο βαρύ μονοθέσιο. Όταν όμως ήρθε η ώρα για τον 2ο γύρο των pit stop, δύο παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η τύχη και η δεινότητα του Michael. Όταν στον 37ο γύρο ο Φινλανδός έκανε το 2ο του pit stop, είχε ήδη αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλόβροχο. Έτσι ο Mika στα φρέσκα του ελαστικά δεν κατάφερε να βρει αμέσως ρυθμό, μπλέκοντας ταυτόχρονα με λίγη κίνηση.
Από την άλλη ο Schumacher συνέχισε τους γύρους κατατακτηρίων, με τα πιο ζεστά ελαστικά του. Όμως ακόμα δεν ήταν τίποτα σίγουρο. Χρειαζόταν να γίνουν όλα τέλεια στους τρείς γύρους που μεσολάβησαν μέχρι το 2ο pit stop του. Όταν η Ferrari έκανε την είσοδο στα pits η αγωνία ανέβηκε κατακόρυφα. Ο ίδιος ο Michael, έχοντας διαλέξει αυτό τον αγώνα ως «Τον αγώνα της ζωής του» μίλησε χαρακτηριστικά για εκείνα τα δευτερόλεπτα μέσα στο pit lane, μέχρι να βγει ξανά στην πίστα.

«Όλη μου τη ζωή, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το ραδιοφωνικό σήμα από τον Ross [Brawn]. Οδηγούσα στο pitlane μετά τη δεύτερη στάση μου και μου είπε μέσω του ραδιοφώνου: «Φαίνεται καλό, φαίνεται καλό». Ήμουν πολύ νευρικός και περίμενα να μου πει: «Φαινόταν καλό», αλλά ξαφνικά είπε: «Φαίνεται καταπληκτικό!»
Το απίστευτο είχε γίνει ξανά. Ο Michael είχε πετύχει το 3ο χτύπημα και μάλιστα το τελειωτικό για την μονομαχία. Μέσα από τον συνδυασμό αυτό της τύχης αλλά και της ικανότητας, φάνηκε σαν η μοίρα να είχε διαλέξει να αφήσει επιτέλους τους Tifosi να χαρούν, ύστερα από 21 χρόνια ανομβρίας. Μέχρι το τέλος ο Hakkinen παρότι έμεινε πίσω δεν τα παράτησε, πάλεψε γενναία. Όμως η ιστορία γραφόταν με το Scarlett Red της Ferrari ! Όταν ο 53ος γύρος ολοκληρώθηκε, όλοι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς, πρώτος από όλους ο Michael, που χτυπιότανε σαν μικρό παιδί στο cockpit και ακουγόταν σαν ένα τέτοιο στο πρώτο team radio μετά την πτώση της καρό σημαίας, όταν και ακούστηκε το θρυλικό πλέον «Είσαι υπέροχος Ross» και το επίσης ιστορικό «Τα καταφέραμε»! Η κορυφή είχε πλέον κατακτηθεί.
Ο ίδιος αργότερα θα περιέγραφε πιο αναλυτικά: «Αργότερα με ρωτούσαν συνεχώς ποια ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατάφερα να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Δεν ήξερα τι να κάνω με αυτή την ευτυχία. Ξαφνικά ένιωσα παγιδευμένος στο αυτοκίνητο, παγιδευμένος στη Ferrari μου, σαν να ήμουν έτοιμος να εκραγώ. Χτύπησα το τιμόνι με τόση δύναμη που νόμιζαν ότι είχε σπάσει και, για προληπτικούς λόγους, έπρεπε να το βγάλουν από τη χρήση».
Ο Mika Hakkinen πάντα ευγενής, σε δείγμα του αμοιβαίου σεβασμού που είχαν με τον Schumacher, τον συνεχάρη στο parc ferme, δημιουργώντας ένα ακόμη ιστορικό στιγμιότυπο.

Έπειτα οι πανηγυρισμοί συνεχίστηκαν από το parc ferme, όπου ο Jean Todt φίλησε το κράνος του Γερμανού, ο Michael φίλησε την γυναίκα του και αγκάλιασε τους μηχανικούς, αλλά μέχρι και στο podium, όπου ο Γερμανός ήταν εμφανές ότι απαλλαγμένος από το βάρος της πίεσης και των χρόνων αποτυχίας, αφέθηκε ελεύθερος, κάνοντας τον εικονικό μαέστρο στον εθνικό ύμνο της Ιταλίας. Προτού αρχίσει ο «πόλεμος» της σαμπάνιας, με τον Γάλλο επικεφαλής της Ferrari να λούζεται από τον Γερμανό. Κατά τα λεγόμενά του, πήρε δύο μέρες στον Schumi για να συνέλθει, έχοντας ταξιδέψει πλέον στην Ταϊλάνδη για διακοπές. Οι
«Κοιτάζοντας πίσω, πρέπει να πω πως ο αγώνας αυτός ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Όχι μόνο γιατί μου έδωσε τον τίτλο, αλλά επειδή ήταν μια τέτοια εμφάνιση υψηλού επιπέδου. Ήταν αγώνας στο κορυφαίο επίπεδο. Για πάνω από 40 γύρους ο Mika και εγώ κάναμε σχεδόν τους ίδιους γύρους, λες και τρέχαμε μονίμως σε κατατακτήριες. Ήταν σίγουρα απ’ τους καλύτερους αγώνες που έχω οδηγήσει, εάν όχι ο καλύτερος. Ο Mika ήταν φανταστικός, με πίεσε στα όριά μου» θα τόνιζε ο Schumacher, που ολοκλήρωσε την σεζόν με μία ακόμα νίκη στον τελευταίο αγώνα της Μαλαισίας.
Για τον Schumacher και την Ferrari αυτή ήταν η αρχή μιας άνευ προηγουμένου δυναστείας, που θα έφερνε άλλα τέσσερα «νταμπλ» προτού η FIA πάρει μια βαριοπούλα και τα γκρεμίσει όλα, κυρίως λόγω της πτώσης του τηλεοπτικού κοινού. Όμως αυτή η ημέρα του Οκτωβρίου του 2000, θα είναι για πάντα η πιο ιστορική και σημαντική. Ακόμη και από την ημέρα που ισοφάρισε τα πέντε πρωταθλήματα του Fangio, ή την ημέρα που πήρε το ρεκόρ νικών από τον Prost, ή ακόμα και από τις ημέρες που κατέκτησε τα πρωταθλήματα έξι και επτά.
Γιατί αυτή ήταν η ημέρα που ο Michael Schumacher μπήκε και επίσημα στο πάνθεον των ηρώων της Formula 1 και πήρε επάξια την θέση του δίπλα στον Prost, τον Senna, τον Fangio, τον Clark και όλους τους άλλους. Η ημέρα που η Ferrari αποτίναξε τον ζυγό των 21 χρόνων χωρίς πρωτάθλημα οδηγών. Που η «Αγία τριάδα» ολοκλήρωσε το πρώτο της θαύμα.
