Βρισκόμαστε στα μέσα της σεζόν 1992/1993, ο τότε πρόεδρος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μάρτιν Έντουαρντς, είναι στο γραφείο του μαζί με τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ενώ οι δυο άντρες συζητούν για τον μεταγραφικό σχεδιασμό των «κόκκινων διαβόλων» το τηλέφωνο χτυπά και στην άλλη γραμμή είναι ο πρόεδρος της Λιντς Γιουνάιτεντ, ο οποίος θέλει να αποκτήσει τον Ντένις Ίργουιν. Μετά από μια μακρά επικοινωνία ο σερ Άλεξ πιέζει τον Έντουαρντς να ρωτήσει για τον Ερίκ Καντονά. Μια ώρα αργότερα μια από τις μεγαλύτερες μεταγραφικές κινήσεις στην ιστορία της Premier League ηταν γεγονός.
Ο Μαρσεγέζος με το λατίνικο αίμα…
Η οικογένεια του Έρικ Ντανιέλ Πιερ Καντονά καταφθάνει στη Γαλλία από τη Βαρκελώνη το 1939, λίγο μετά τη λήξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, στον οποίο πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών. Διωγμένοι από το φρανκικό καθεστώς, γίνονται μέρος του τεράστιου προσφυγικού κύματος των 500.000 Ισπανών, γνωστού και ως Retirada – όρος που οι Ισπανοί χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την «υποχώρηση» των Δημοκρατικών δυνάμεων.
Οι παππούδες του διασχίζουν με τα πόδια τα ανατολικά Πυρηναία, σε μια εξαντλητική πορεία που κρατά βδομάδες, γεμάτη αναβάσεις και δύσβατες διαδρομές, μέχρι να φτάσουν στο πρόχειρο στρατόπεδο του Argelès, στη μέση μιας ατέλειωτης αμμουδιάς. Δυο χρόνια αργότερα, μεταφέρονται στα βουνά του Καντάλ, όπου τους χρησιμοποιούν ως φθηνό εργατικό δυναμικό για την κατασκευή ενός φράγματος.

Αργότερα εγκαθίστανται στη Μασσαλία, όπου αναμειγνύονται με τις μεταναστευτικές κοινότητες της πόλης. Εκεί γνωρίζονται οι γονείς του: η μητέρα του και ο πατέρας του, γιος Ιταλών εργατών από τη Σαρδηνία. Καταλανοί και Σαρδηνοί – όχι ακριβώς Ισπανοί, ούτε ακριβώς Ιταλοί – φτιάχνουν ένα μωσαϊκό από κοινότητες, διαλέκτους, επίμονες προσωπικότητες και προφορικές παραδόσεις. Όλοι μαζί συγκλίνουν στο πολύχρωμο, γεμάτο ήλιο μεταπολεμικό τοπίο του Νότου της Γαλλίας. Χτίστες, σιδεράδες, λιθοξόοι, μαραγκοί – με τα χέρια τους σκάβουν μια σπηλιά 9 τετραγωνικών στα υψώματα των Caillols με θέα όλη την πόλη και γύρω της οικοδομούν σταδιακά ένα ολόκληρο σπίτι, όπου θα ριζώσει και θα εξελιχθεί η οικογένεια Καντονά.
Αυτό το κράμα πολιτισμών και βιωμάτων αποκρυσταλλώνεται απόλυτα στον χαρακτήρα του, ένας παθιασμένος άνθρωπος, πολλές φορές έρμαιο των συναισθημάτων του, που ζει τα πάντα στο έπακρο αλλά ταυτόχρονα έχει την προσωπικότητα να παίρνει δύσκολες αποφάσεις.
Η αγάπη του για την «στρογγυλή θεά» και το πέρασμά του από την Γαλλία…
Από μικρός ο «ηρωάς» μας νιώθει μια αυθόρμητη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Ο πατέρας του τον πάει για πρώτη φορά στο Βελοντρόμ το ’72 να δει την Μαρσέϊγ σε ηλικία έξι ετών. Μαγεύεται από την ομάδα της πόλης του και δεν σταματά να παίζει το άθλημα πρώτα από την θέση του τερματοφύλακα στην τοπική ομάδα Καϊγιόλ.
Στην συνέχεια, επειδή η ομάδα του είναι σε καλό επιπέδο και δεν απειλείται παίρνει την θέση του επιθετικού επιδεικνύοντας τα πρώτα ψήγματα του ταλέντου του. Έτσι, Κατακτούν το τοπικό πρωτάθλημα στην κατηγορία τους στις Κάννες και εκείνος αναδεικνύεται αμέσως πρώτος σκόρερ. Από τη σεζόν 1979-80 αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον μεγάλων συλλόγων της μεσογειακής ακτής, όπως η Μονακό και η Νις. Τελικά όμως, στα δεκαπέντε του, μετακομίζει στη Βουργουνδία για να ενταχθεί στις ακαδημίες της Οσέρ.
Εκεί, παρέμεινε μέχρι που υπέγραψε και το πρώτο επαγγελματικού του συμβόλαιο στα 17 του έτη. Με την φανέλα της πρώτης του ομάδας μέτρησε συνολικά 82 συμμετοχές και 23 τέρματα την περίοδο 1983-1988.
Οι καλές του εμφανίσεις του έδωσαν το «εισιτήριο» για την μεταγραφή του στην μεγάλη ομάδα της πόλης του, την Ολυμπίκ Μαρσέιγ, όπου έμεινε εκεί μέχρι το 1991 και σε 43 συμμετοχές σημείωσε 14 γκολ και μοίρασε 2 ασσίστς. Ακολούθησαν οι Μπορντώ και Μονπελιέ για να καταλήξει το 1991 στην Νιμ.
Τον Δεκέμβριο του 1991, ο Καντονά δείχνει για άλλη μια φορά τον έκρυθμο χαρακτήρα του, κατά τη διάρκεια του αγώνα Νιμ – Σεντ Ετιέν, εκτοξεύει την μπάλα με δύναμη στο πρόσωπο του διαιτητή, αφού τον είχε αποβάλει για επικίνδυνο παίξιμο και αποχωρεί από το γήπεδο, αγνοώντας τον, προτού καν προλάβει να του δείξει κόκκινη κάρτα. Τιμωρείται με αποκλεισμό τεσσάρων αγωνιστικών, αλλά απαντά προκλητικά αποκαλώντας τον καθένα ξεχωριστά από το Πειθαρχικό όργανο της Ομοσπονδίας ένα «μάτσο ηλιθίων». Αυτό του κοστίζει επιπλέον τιμωρία δύο μηνών. Ο Καντονά όμως δεν κάνει πίσω — ανακοινώνει ότι διαλύει το συμβόλαιό του με τη Νιμ και αποχωρεί από το ποδόσφαιρο, στα μόλις 25 του χρόνια.
Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Μισέλ Πλατινί τον πείθει να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο, αλλά πλέον ένα νέο κεφάλαιο ανοίγεται μπροστά του, η πορεία του στην Αγγλία.
Το πέρασμα από την Λιντς και η «γη της επαγγελίας» στο Μάντσεστερ…
Ο Καντονά μετακόμισε στην Αγγλία, εντασσόμενος στη Λιντς Γιουνάιτεντ, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1992 — την τελευταία χρονιά πριν η «First Division» μετονομαστεί σε «Premier League». Αγωνίστηκε με τη φανέλα των «Παγωνιών» μόνο εκείνη τη σεζόν, καταγράφοντας 28 εμφανίσεις και σημειώνοντας 9 γκολ.
Από την αρχή υπήρξε «χημεία» μεταξύ του Γάλλου και των οπαδών της Λιντς, με τον ίδιο να δηλώνει πως τους αγαπά. Στην συνέχεια όμως τα πράγματα άλλαξαν μετά το περιστατικό που περιγράψαμε στην εισαγωγή, με τον παίκτη να μετακομίζει στην «μισητή» Γιουνάιτεντ αλλάζωντας την ιστορία των «κόκκινων διαβόλων» μια για πάντα.
Ο αστικός μύθος αναφέρει πως πριν ζητήσει την μεταγραφή ο σερ Άλεξ είχε ρωτήσει τον Πλατινί, με τον Γάλλο θρύλο να απαντά: «Μην ακούς αυτά που λένε για τον χαρακτήρα του, το μόνο που χρειάζεται είναι να τον καταλάβεις». O «King Eric» πήγε λοιπόν στο Μάντσεστερ και ο Φέργκιουσον τον κατάλαβε.
Το επίσημο ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1992, σε αγώνα απέναντι στη Μάντσεστερ Σίτι, όπου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επικράτησε με σκορ 2-1. Ο «Βασιλιάς Έρικ» κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Αγγλίας και δύο Κύπελλα την πενταετία 1992-1997, καταγράφοντας 182 συμμετοχές και πετυχαίνοντας 82 γκολ. Χαρακτηριστική παρέμενε η φράση του από εκείνη την εποχή:
«Μπορείς να αλλάξεις γυναίκα, πολιτικές απόψεις ή ακόμα και θρησκεία — αλλά ποτέ την ομάδα που υποστηρίζεις».
Σημείωσε μια ιστορική επιτυχία αφού μόλις μέσα σε 14 μήνες κατέκτησε πρωτάθλημα και με την Λιντς και την Γιουνάιτεντ, πράγμα που συνέβαινε για πρώτη φορά στην ιστορία.
Ο σερ Άλεξ Φέργκιοσον κατάφερε να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του ποδοσφαιριστή έχοντας ιδιαίτερη διαχείριση στο προσωπό του. Αναγνώρισε πως η ολομέτωπη κριτική δεν πιάνει με τον Ερίκ και ήταν πιο ελαστικός μαζί του σε αντίθεση με το αυστηρό προφίλ που έδειχνε στους άλλους πάικτες τουκαι ακόμα και αν φαινόταν άδικος ήξερε ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος. Το αποτέλεσμα; Θρίαμβος! Οι «κόκκινοι διάβολοι» επέστρεψαν στις επιτυχίες και δεν κοίταξαν για πολλά χρόνια πίσω τους.
Η περιβόητη «Kung Fu» κλωτσιά
Στις 24 Ιανουαρίου 1995, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αντιμετώπιζε εκτός έδρας την Κρίσταλ Πάλας. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο Καντονά δεχόταν διαρκώς σκληρά μαρκαρίσματα από τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας. Στο 56ο λεπτό, αποβλήθηκε με κόκκινη κάρτα και, ενώ κατευθυνόταν προς τα αποδυτήρια, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν οπαδό, τον Μάθιου Σίμονς, ο οποίος προσπαθούσε να εισβάλει στον αγωνιστικό χώρο φωνάζοντας ύβρεις για την οικογένειά του. Ήταν μια κίνηση που αποδείχθηκε μοιραία, καθώς ο Καντονά αντέδρασε με μια θεαματική κλωτσιά, ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Το 2007, ο ίδιος ο Καντονά προέβη σε σχετική δήλωση για το γεγονός:
«Έχω ζήσει πολλές ωραίες στιγμές, η κλωτσιά στον χούλιγκαν ήταν η καλύτερη στιγμή της ποδοσφαιρικής και θεατρικής μου καριέρας»!
Το πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν έμελλε να το κατακτήσει η Μπλάκμπερν Ρόβερς των Κρις Σάττον και Άλαν Σίρερ, δηλωτικό της τεράστιας επιδραστικότητας του «ήρωά» μας στην ομάδα του.
Ο σερ Άλεξ για άλλη μια φορά κόντρα στον χαρακτήρα του συμπεριφέρεται σαν πατέρας και δεν επιπλήττει τον Γάλλο σταρ, ενώ με την επιβολή της τιμωρίας του τον επισκέπτεται στο Παρίσι που διέμενε το καλοκαίρι και στην ιστορική συναντησή τους στο εστιατόριο, κλεισμένο μόνο για αυτούς, τον πείθει να επιστρέψει στην Αγγλία και να ολοκληρώσει την καριέρα του στην ομάδα της καρδιάς του, δείγμα της ποδοσφαιρικής λατρείας που είχε στο πρόσωπό του Ερίκ.
Σύνοψη…
Ο Καντονά δεν υπήρξε ποτέ εύκολη περίπτωση ποδοσφαιριστή. Ήρθε πολλές φορές σε ρήξη με προέδρους, συμπαίκτες και προπονητές και δεν κατάφερε να στεριώσει στην χώρα του. Στην Αγγλία βρήκε την «πατρίδα» του αγαπήθηκε και αγάπησε και πάνω από όλα έδειξε την τεράστια προσωπικότητα του.
Γιατί σε τελική ανάλυση αυτό ήταν ο «βασιλιάς Έρικ», ένας ασυμβίβαστος παθιασμένος άνθρωπος με μια προσωπικότητα που μπορούσε να αλλάξει την ροή της ποδοσφαιρικής ιστορίας.