Skip to content Skip to footer

Η Πηνελόπη Παυλοπούλου στο Mpaladofatses.gr: «Θέλουμε να φέρουμε μια επιτυχία, θέλουμε να ταρακουνήσουμε τον ελληνικό λαό»

Η Πηνελόπη Παυλοπούλου μιλά αποκλειστικά στο Mpaladofatses.gr και τον Θανάση Σχοινά με φόντο τη συμμετοχή της με την Εθνική Ομάδα Μπάσκετ Γυναικών στο EuroBasket 2025, που θα διεξαχθεί στον Πειραιά.

Σε έναν κόσμο όπου το ταλέντο συχνά συνοδεύεται από σκιές αμφιβολίας και οι νίκες μετριούνται σε αριθμούς, υπάρχουν αθλήτριες που ξεχωρίζουν όχι μόνο για τα επιτεύγματά τους αλλά για τον τρόπο που επιλέγουν να πορεύονται. Η Πηνελόπη Παυλοπούλου δεν είναι απλώς μία ακόμη σπουδαία μπασκετμπολίστρια· είναι μια προσωπικότητα που κουβαλά μέσα της πείσμα, ευαισθησία, συνείδηση και πάθος.

Από τις πρώτες της ντρίμπλες στην Ελλάδα μέχρι τα παρκέ του εξωτερικού και τις απαιτητικές προπονήσεις της Εθνικής Ομάδας, έχει μάθει να δίνει κάθε φορά ένα κομμάτι της ψυχής της. 

Σε μια περίοδο όπου το ελληνικό γυναικείο μπάσκετ αναζητά τη νέα του ταυτότητα και έναν πιο σταθερό βηματισμό στις διεθνείς διοργανώσεις, η Παυλοπούλου  ανήκει στη γενιά εκείνη που προσπαθεί να γεφυρώσει το παλιό με το καινούριο. Με παραστάσεις από το εξωτερικό, πνεύμα ηγετικό αλλά και πλήρη αφοσίωση στο εθνόσημο, έχει εξελιχθεί σε μια παίκτρια-κλειδί, όχι μόνο αγωνιστικά αλλά και στο εσωτερικό της ομάδας.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Mpaladofatses.gr και τον Θανάση Σχοινά, μίλησε για  την πορεία της στην Εθνική και τo επερχόμενο EuroBasket, για τις προκλήσεις του γυναικείου μπάσκετ στην Ελλάδα ενώ δεν δίστασε να αναφερθεί  με απόλυτη ειλικρίνεια στις δυσκολίες, στις στιγμές αμφιβολίας, αλλά και στην αγάπη της για το άθλημα που είναι μέχρι και σήμερα ο κινητήριος μοχλός για να αγωνίζεται και να πετυχαίνει.

Πώς ξεκίνησε η επαφή σου με το μπάσκετ;

«Από την οικογένεια μου θα έλεγα. Παρόλο που οι γονείς μου δεν ήταν επαγγελματίες αθλητές, ο μπαμπάς μου είχε ασχοληθεί με τον αθλητισμό μέχρι τα 16 αν δεν κάνω λάθος, είχαν σαν πλάνο και για εμένα και για τον αδερφό μου να ασχοληθούμε σίγουρα με τον αθλητισμό για τα οφέλη που έχει να προσφέρει. Τη συνεργατικότητα, την αγάπη για τον συμπαίκτη σου και για αυτό που κάνεις, τη μάχη για έναν κοινό στόχο, την πειθαρχία, όλα αυτά.

Είχα δοκιμάσει πολλά αθλήματα μικρή, γιατί είχα μια κλίση προς τον αθλητισμό. Ήμουν πολύ καλή στο ποδόσφαιρο, ντρεπόμουν όμως τότε να γραφτώ σε ομάδα, γιατί θεωρούσα πως είναι αγορίστικο άθλημα τελείως. Είχα κάνει ιππασία, κολύμβηση, στίβο, τένις, βόλεϊ. Παίζοντας όμως στη γειτονιά και στην αυλή του σχολείου, είδα πως στο μπάσκετ ήμουν κάπως καλύτερη από τους συμμαθητές μου, μου άρεσε πάρα πολύ και το ακολούθησα, με κέρδισε». 

Ποια στιγμή κατάλαβες ότι δε θα είναι απλά ένα χόμπι, αλλά θα εξελιχθεί σε επαγγελματική καριέρα;

«Το κατάλαβα αργά. Το κατάλαβα στα 22, όταν τελείωσα με τις σπουδές μου στην Αμερική, γιατί μέχρι πρότινος το μπάσκετ το αγαπούσα και πήγε μόνο του. Λέει ο κόσμος ότι πρέπει να κάνεις θυσίες, να κάνεις πολλές ημέρες προπόνηση. Φυσικά υπάρχει πειθαρχία, φυσικά πρέπει να κάνεις κάποιες επιλογές και να αφήσεις κάποιες άλλες, αλλά εμένα με κέρδιζε από μόνο του. Μου άρεσε που βρισκόμουν στον χώρο του γηπέδου με τις φίλες μου, με τις συμπαίκτριες μου, μου άρεσε αυτό που έκανα, οπότε δεν ένιωσα να μου στερείται κάτι.

Μετά από ένα σημείο, που κατάλαβα ότι μπορεί να μου προσφέρει μια υποτροφία στην Αμερική, που ήταν ένα μεγάλο μου όνειρο, το ταίριαξα με τα ακαδημαϊκά. Μόνο όταν τελείωσε η πορεία μου η κολλεγιακή, εκεί κατάλαβα ότι «ξέρεις κάτι, τώρα τέλος το μπάσκετ, τώρα ξεκινάει η ζωή η πραγματική». Ήταν πολύ σε κουτάκια το πως έβλεπα τη ζωή μου ότι θα έπρεπε να είναι. Με όλα τα στερεότυπα, με όλες τις προδιαγεγραμμένες πορείες. Από εκεί και έπειτα κατάλαβα ότι «ξέρεις κάτι, δεν υπάρχει μόνο το να βρεις μια δουλειά, να πας σε ένα γραφείο ή οτιδήποτε». Έβλεπα ότι το ήθελα, ήθελα να το συνεχίσω. Είχα ήδη μάθει στον τρόπο ζωής, οπότε ήταν εύκολο να το συνεχίσω και απλά πήρα εκείνη τη στιγμή την απόφαση ότι «ξέρεις κάτι, το δοκιμάζουμε, βλέπουμε πως είναι το επαγγελματικό μπάσκετ πλέον πίσω στην Ευρώπη». Κάπως έτσι έγινε». 

Πώς ήταν η μετάβαση στο κολλέγιο τόσο αγωνιστικά όσο και ψυχολογικά; Για πρώτη φορά θα ήσουν μακριά από την οικογένεια σου, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού προκειμένου να κυνηγήσεις το όνειρο σου. Πως το διαχειρίστηκες;

«Δεν είχα ιδέα που πήγαινα. Ήταν το άγνωστο. Μου αρέσει να βάζω στόχους και να τους κυνηγάω στη ζωή μου. Αυτό μου το έχουν μάθει σίγουρα οι γονείς μου, το έχω μάθει από την οικογένεια μου. Ήξερα λοιπόν, πως για να παίξω σε υψηλό επίπεδο μπάσκετ και για να αποκτήσω υψηλού επιπέδου εκπαίδευση θα έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αμερική που το πλάνο ήταν και είναι συγκεκριμένο, δοκιμασμένο, επιτυχημένο και ήξερα πως αυτός θα ήταν ο δρόμος μου. Ένιωθα τότε πως δεν μπορούσα να το κάνω στην Ελλάδα.

Δεν είχα όμως καμία επαφή με την πραγματικότητα τότε, πραγματικά πήγαινα στο άγνωστο, είχα άγνοια κινδύνου για αυτό που θα ακολουθούσε. Δεν μπορούσα να με φανταστώ μακριά από την οικογένεια μου, από τη χώρα μου, σε διαφορετική ζώνη ώρας(είχαμε 10 ώρες διαφορά). Έπρεπε να ξυπνήσω ή πολύ πρωί ή να επικοινωνήσω μέχρι τις 2 το μεσημέρι στη δική μου ώρα. Εκείνη την ώρα είχαν τελειώσει οι επικοινωνίες, είχε φτάσει μεσάνυχτα στην Ελλάδα και δεν μπορούσα να μιλήσω πια. Την επόμενη μέρα ήμουν μόνη μου στη νέα μου ζωή. Δεν είναι ότι δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ, ήμουν σε ένα καλό περιβάλλον,  θεωρούσα πως ήξερα καλά αγγλικά, αλλά είναι πολύ διαφορετικό να πας να μιλήσεις με τις διάφορες προφορές, που υπάρχουν στην Αμερική. Ήταν ο πρώτος χρόνος δύσκολος, μετά ένιωθα ότι εκεί είναι η ζωή μου και μου άρεσε πάρα πολύ». 

Στη συνέχεια επέστρεψες στην Ελλάδα ξανά σε μια διαφορετική ρουτίνα και πήγες στον Ολυμπιακό που τότε αγωνιζόταν στην EuroLeague. Πώς ήταν η μετάβαση αυτή και πως σε εξέλιξε ως παίκτρια;

«Αρχικά, πριν φύγω από την Αμερική, είχα αποφασίσει να σταματήσω το μπάσκετ τελείως και να αναλάβω μια δουλειά στην άλλη πλευρά της Αμερικής( εγώ ήμουν τότε κοντά στον Ειρηνικό Ωκεανό) και ήξερα πως θα έκανα αυτό με το πέρας της κολεγιακής πορείας. Η δουλειά αυτή θα αφορούσε αυτό που έχω σπουδάσει, διοίκηση πληροφοριακών συστημάτων. Εκείνο το διάστημα που σταμάτησε η αγωνιστική περίοδος και συνέχισα τα ακαδημαϊκά, κατάλαβα πως δεν μπορούσα να το αφήσω ακόμα το μπάσκετ. Τότε θα έπαιζε η Εθνική στο Παγκόσμιο και είχα πληροφορηθεί ότι ίσως ήμουν στις κλήσεις. Δεν είχα ξανά κλήση από την Εθνική Ομάδα. Ήταν μεγάλο μου όνειρο από παιδί να βρεθώ εκεί, να είμαι ανάμεσα σε αυτές τις παίκτριες, να φορέσω το εθνόσημο, να συμμετέχω στις προπονήσεις και να «ρουφήξω» όλες τις γνώσεις από τις τότε συμπαίκτριες μου. 

Γυρνώντας, λοιπόν, πίσω στην Ελλάδα, πήρα απόφαση να αφήσω αυτή την επαγγελματική, εξωμπασκετική πιθανή πορεία, και να επιστρέψω στην Ελλάδα, στην προετοιμασία της Εθνικής Ομάδας. Δεν είχα καν βλέψεις να διεκδικήσω τη θέση μου στη δωδεκάδα, απλά χαιρόμουν που βρισκόμουν εκεί. Αυτό όντως έγινε, έπαιξα στο Παγκόσμιο τελικά, ήμουν στη δωδεκάδα, υπέγραψα και στον Ολυμπιακό. Εκείνο τον πρώτο χρόνο ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη για την καθημερινότητα μου. Όταν κατάφερα και πήγα κόντρα σε αυτό που θεωρούσα το «σωστό»  να κάνω για τη ζωή μου και επέλεξα κάτι που πραγματικά αγαπώ και θέλω, ένιωσα απελευθερωμένη, ζούσα το όνειρο μου. 

Με τον Ολυμπιακό καταφέραμε να περάσουμε από τα προκριματικά στους ομίλους της EuroLeague και αντιμετώπιζα τις καλύτερες παίκτριες που έβλεπα, είτε στο κολλέγιο, είτε παλαιότερα. Όπως και στο Παγκόσμιο  ήρθα αντιμέτωπη με τις καλύτερες παίκτριες που έβλεπα και θαύμαζα. Ένιωθα σαν ένα πολύ μικρό παιδί με τα μάτια ορθάνοιχτα που ζούσε απλά σε ένα όνειρο. «Ρουφούσα» την κάθε στιγμή, ένιωθα ευγνωμοσύνη και χαρά για όλο αυτό». 

Πώς ήταν η πρώτη σου κλήση ; Περίμενες πως μερικά χρόνια αργότερα, θα είσαι μια από τις ηγέτιδες αυτής της ομάδας;

«Αυτό είναι κάτι που δεν το περίμενα ποτέ μου. Ξέρεις κάποιες φορές, ειδικά όταν είσαι παιδί, πριν κοιμηθείς σκέφτεσαι, κοιτάς γύρω το δωμάτιο σου και ονειρεύεσαι ή έχεις δει κάποια φάση αντίστοιχα στην τηλεόραση, κάποιον να βάζει ένα κρίσιμο σουτ, να φοράει τη φανέλα της Εθνικής και σκεφτόμουν τότε πως θα ήταν και για μένα κάτι τέτοιο. Μέχρι εκεί πήγαινε το όνειρο. Δεν τολμούσα να το ξεστομίσω. Δεν τολμούσα να πω στους γύρω μου ότι θα το καταφέρω.

Μέσα μου το έλεγα, το προσπαθούσα, το δούλευα, αλλά πίστευα πως ήταν ένα άπιαστο όνειρο όλο αυτό. Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα που μας έχει δοθεί η ευκαιρία με το Ευρωμπάσκετ, που θα γίνει στον Πειραιά, να αναλογιστούμε όλες την πορεία που έχουμε κάνει. Εγώ, προσωπικά, νιώθω συγκίνηση γιατί είναι πάρα πολύ σπουδαίο και χαίρομαι τόσο μα τόσο πολύ, που είμαι μέρος όλου αυτού.

Θυμάμαι την πρώτη μου κλήση, που χρόνια την περίμενα. Έφτασα 22 χρονών για να έχω την πρώτη μου κλήση, ενώ στις μικρότερες εθνικές τα πήγαινα καλά, ευελπιστούσα πως κάποια στιγμή θα με καλέσουν, όχι προφανώς για να είμαι στη δωδεκάδα, αλλά για να είμαι η 5η-6η στην προπόνηση στη θέση μου και να βλέπω πως δουλεύουν οι άλλες αθλήτριες.

Όταν βρέθηκα εκεί για πρώτη φορά, ήθελα κυρίως να μάθω και ρωτούσα, παρατηρούσα. Έδινα τον καλύτερο μου εαυτό, υπήρχε και άγχος φυσικά γιατί είχα γύρω μου τα είδωλα μου, με τα οποία μεγάλωσα στο μπάσκετ γυναικών της χώρας. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία αυτή, γιατί με αγκάλιασαν και μου έδειξαν τον δρόμο τότε οι συμπαίχτριες μου. Τώρα, η αλήθεια είναι προσπαθώ να κάνω το ίδιο για τις επόμενες». 

Το γεγονός πως το EuroBasket Γυναικών 2025 θα διεξαχθεί στην Ελλάδα θα βοηθήσει στην προβολή του αθλήματος, ώστε να γίνει πιο διαδεδομένο; 

«Αυτός είναι ο σκοπός. Να διαδοθεί το άθλημα. Η Ομοσπονδία κάνει τεράστιες προσπάθειες. Βλέπουμε ήδη διαφορές και πιστεύω όταν θα γίνουν οι αγώνες θα γίνει και η «έκρηξη» που θέλουμε. Η Ομοσπονδία έχει επενδύσει πάρα πολύ σε αυτό το Ευρωμπάσκετ, με πολλούς χορηγούς, με διαφορετικούς φορείς που έχει καλέσει και συμμετέχουν όλοι σε αυτό. Έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια στο Μάρκετινγκ. Ακούμε ότι τα εισιτήρια τελειώνουν, το γήπεδο θα γεμίσει.

Γίνονται προσπάθειες και στα σχολεία που αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και εμείς ως αθλήτριες και ως Ομοσπονδία θέλουμε να προσεγγίσουμε τα νέα παιδιά να έρθουν στον  αθλητισμό και συγκεκριμένα στο μπάσκετ και πόσο μάλλον τα κορίτσια. Πράγματι, σε αυτό το κομμάτι δεν είμαστε σε τόσο υψηλό ακόμα τουλάχιστον… δεν θα πω επίπεδο γιατί φέτος είδαμε ένα πολύ καλό πρωτάθλημα, ανταγωνιστικό με πολύ δυνατούς τελικούς. Θα πω σε παροχές, θα επικεντρωθώ σε αυτό. Δεν υπάρχει τόσο μεγάλη προβολή. Βέβαια, γίνονται προσπάθειες. Έχουμε πολύ δρόμο όμως ακόμα φυσικά για να αλλάξει και το πρωτάθλημα.

Θεωρώ όμως το Ευρωμπάσκετ, επειδή η Ομοσπονδία έχει ασχοληθεί τόσο σοβαρά και έχει και τις δυνατότητες και τις ικανότητες και ανθρώπους που στηρίζουν αυτή την προσπάθεια, θα είναι επιτυχημένο. Από την πλευρά την οργανωτική, φυσικά. Αγωνιστικά, δεν μπορώ να πω προφανώς τι θα κάνουμε, πως θα γίνει το πράγμα. Θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, γιατί είναι σημαντικό να φέρουμε μια επιτυχία,πόσο μάλλον όταν παίζουμε στη χώρα μας μπροστά στους φιλάθλους μας. Είναι διαφορετικό, είναι πάρα πολύ σημαντικό να γίνει κάτι τέτοιο. Αυτό θα είναι που θα «μαγνητίσει» τις καρδιές των παιδιών για να ασχοληθούν με το μπάσκετ». 

Πως επηρέασε την ομάδα η απουσία από την αποστολή της Σταμολάμπρου και της Τσινέκε;

«Είναι πολύ μεγάλες απώλειες, όχι μόνο  αγωνιστικές, γιατί το βλέπουμε στο γήπεδο πόσο καλές παίκτριες είναι και πόσο θα μας λείψουν, αλλά και σαν χαρακτήρες και προσωπικότητες, γιατί έχουν συμβάλει πολύ σημαντικά στην κουλτούρα αυτής της ομάδας. Ξέρω ότι θα είναι δίπλα μας. Μπορεί να μη φορέσουν τη στολή, αλλά ξέρω ότι θα είναι στην άκρη του πάγκου και θα μας στηρίζουν, όπως και ήδη το κάνουν. Έχουν έρθει ήδη στις προπονήσεις και είναι εκεί».

Ο στόχος από το προπονητικό Staff έχει τεθεί για αυτό το τουρνουά;

«Όλοι ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε σε αυτό το Ευρωμπάσκετ. Θέλουμε να φέρουμε μια επιτυχία. Θέλουμε να ταρακουνήσουμε τον ελληνικό λαό, τουλάχιστον αυτούς που παρακολουθούν το μπάσκετ γυναικών και να το φέρουμε στα σαλόνια των Ελλήνων. Και όχι μόνο στα σαλόνια, θέλουμε να έρθει ο κόσμος στο γήπεδο. Αυτό θα ήταν μεγάλη επιτυχία και φυσικά να συνδυαστεί με νίκες»

Πως βίωσες το πέρασμα σου από τον Παναθηναϊκό;

«Ήταν πολύ πολύ όμορφη η πορεία μου στον Παναθηναϊκό και έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες αυτό. Αρχικά, το δέσιμο που είχα με τις συμπαίκτριες μου ήταν μοναδικό στην καριέρα μου, αν εξαιρέσουμε την Εθνική πάντα έτσι. Κάθε μέρα που ερχόμασταν στο γήπεδο θέλαμε να βρισκόμαστε εκεί, γιατί περνούσαμε πολύ ωραία μεταξύ μας. Μας βοήθησε πάρα πολύ η καλή διάθεση και η παρέα που κάναμε μεταξύ μας να βγει η χρονιά. Όταν παίζεις στον Παναθηναϊκό, σε μια μεγάλη ομάδα γενικότερα, υπάρχει πίεση, υπάρχουν απαιτήσεις και η μια υποστήριζε την άλλη σε όλο αυτό. Ήταν δύο χρονιές επιτυχημένες. Στη δεύτερη χρονιά φυσικά θέλαμε και το νταμπλ, το οποίο δεν έγινε και μας έχει μείνει αυτό σαν μια γλυκόπικρη γεύση. Ναι περάσαμε πολύ ωραία, ναι πήραμε το κύπελλο, αλλά θεωρούσαμε όλες ότι μπορούσαμε να κάνουμε την υπέρβαση και να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. 

Το άλλο κομμάτι που έκανε αυτή την εμπειρία ξεχωριστή ήταν ο κόσμος. Το να παίζεις εκεί με έναν κόσμο τόσο ενεργό ήταν ανατριχιαστικό πολλές και διαφορετικές φορές. Να μπαίνεις μέσα στο γήπεδο, όλοι να φωνάζουν, να το νιώθεις στο πετσί σου. Αυτό θα μου μείνει αξέχαστο». 

Τη φετινή σεζόν πήρες την απόφαση να πας στην Ουγγαρία και στη Σόπρον, που είχες μια πολύ επιτυχημένη σεζόν. Πως την βίωσες;

«Ήταν μια πρόκληση για εμένα, γιατί η Σόπρον είναι μια ιστορικότατη ομάδα στο μπάσκετ γυναικών στην Ευρώπη με πολλές επιτυχίες.(κατάκτηση EuroLeague, Eurocup, 17 πρωταθλήματα Ουγγαρίας). Ήταν βαριά η φανέλα εκεί και μεγάλη πρόκληση για μένα. Ήξερα που πήγαινα και ήθελα πραγματικά να βρεθώ σε αυτό. Όταν άκουσα ότι ενδιαφέρεται για εμένα μια πολύ μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα, δεν μπορούσα να πω όχι. Ειδικά αν καλύπτονται και άλλα κομμάτια, το πως θα δουλέψεις, το οικονομικό.

Ήταν δύσκολο για εμένα βέβαια επειδή έφευγα ξανά στο εξωτερικό. Αλλάζει η καθημερινότητα σου πολύ, υπάρχει η μοναξιά, υπάρχει το κρύο είναι ο χειμώνας που συνδυάζει τον κακό καιρό, το κρύο και τη μοναξιά. Αυτά με δυσκόλεψαν λίγο, αλλά ήταν μια αρκετά διδακτική εμπειρία. Θεωρώ με έκανε πολύ καλύτερη, όχι μόνο μπασκετικά αλλά και στο θέμα της διαχείρισης των συναισθημάτων μου και της καθημερινότητας μου. Δεν θα το άλλαζα με τίποτα.

Είμαι πολύ ευγνώμων για αυτό το ταξίδι, πόσο μάλλον που τελείωσε με το πρωτάθλημα και στο 5ο ματς κιόλας, ενώ μας είχαν όλοι τελειωμένους. Είχαμε κάνει στα τρία πρώτα ματς μια καλή εμφάνιση και δύο πολύ πολύ κακές, χάσαμε δύο αγώνες σερί και στον τρίτο αγώνα όταν πήγαμε στην έδρα τους είχαν ετοιμάσει μπαλόνια, κομφετί, είχαν τα μετάλλια έτοιμα, είχε γεμίσει το στάδιο και περιμέναν όλοι να γιορτάσουν το πρωτάθλημα, αλλά τους «κλέψαμε» με κάποιο τρόπο τη νίκη και φέραμε τη σειρά πίσω στην έδρα μας. Ήταν μια μεγάλη δικαίωση όλο αυτό». 

Πέρα από την Ουγγαρία έχεις αγωνιστεί και στη Ρουμανία και στην Πολωνία. Ποιές διαφορές εντοπίζεις στα ευρωπαϊκα πρωταθλήματα που έχεις αγωνιστεί σε σχέση με το ελληνικό πρωτάθλημα;

«Θα επικεντρωθώ στην τελευταία μου εμπειρία γιατί νομίζω είναι ένα παράδειγμα που πρέπει να πάρουμε από την Σόπρον. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει πλάνο, υπάρχει μεγάλη συμμετοχή από κορίτσια στις ακαδημίες. Θυμάμαι έγινε μια εκδήλωση στην αρχή της χρονιάς και είχαν έρθει όλα τα κοριτσάκια της Σόπρον Μπάσκετ Ντάραζακ, έτσι λέγεται η ακαδημία, και γέμισαν ολόκληρο το παρκέ. Τόσα κορίτσια δεν έχω δει αλλού την ίδια στιγμή. Και αυτό ήταν σε μια μόνο μια ομάδα, μιας μικρής πόλης, ούτε καν της Βουδαπέστης. Εκεί υπήρχαν οι παροχές, υπήρχαν οι εγκαταστάσεις. Το πρωτάθλημα είναι επαγγελματικό, υπάρχουν καλύτεροι μισθοί. Είναι πολλά τα κομμάτια που κάνουν καλύτερα εκεί.

Θεωρώ ξεκινάει από τις βάσεις αλλά πρέπει να υπάρχει και ένα τέλος. Πρέπει, δηλαδή, να ξέρεις πως όταν φτάσεις στη μεγάλη ομάδα θα μπορείς να συντηρηθείς από αυτό, να καλυφθείς οικονομικά, ασφαλιστικά. Υπάρχει αναγνώριση προς το πρόσωπο σου, έχεις κάποια προνόμια ως αθλήτρια Εθνικής Ομάδας, που είναι πράγματα που τώρα αλλάζουν για εμάς. Θεωρώ έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ωστόσο η Ομοσπονδία έχει κάνει άλματα σε σύγκριση με αυτό που υπήρχε πριν, για να μας παρέχει κάποια πράγματα και τους ευχαριστούμε πολύ για αυτό. Ίσως και το EuroΒasket να ήταν μια πολύ καλή αφορμή. 

Από την άλλη όμως καταλαβαίνω ότι υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Βλέπω και ξέρω την προσπάθεια που γίνεται. Πηγαίνουν κάποια άτομα συγκεκριμένα σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και μαζεύουν τα κορίτσια για να τους δείξουν τρίπλα, πάσα, σουτ, να τους δείξουν ότι το μπάσκετ είναι παιχνίδι και παίζουμε. Δεν είναι ότι δεν περνάμε καλά, το κάνουμε για να περάσουμε όμορφα. Προσωπικά, θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσει από πολύ μικρές ηλικίες και να μπει ευρύτερα στα σχολεία, γιατί είναι διαφορετικό να είσαι σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τον αθλητισμό, που ενθαρρύνει την ομαδικότητα. Αν και δεν έχω παίξει στη Γαλλία ξέρω ότι υπάρχει εκεί το σχολείο το INSEP , που έχουν περάσει από εκεί όλοι οι αθλητές. Εκεί τα παιδιά είναι εσώκλειστα, κάνουν τα μαθήματα τους, έχουν τις πρωινές τους προπονήσεις, τις απογευματινές, τα βάρη τους, το φαγητό τους, είναι όλα καλυμμένα για να μπορείς να αποδώσεις σε αυτό το πλάνο. Είναι πολύ σημαντικό.

Οι απαιτήσεις για να γίνει κάποιος καλός σε οτιδήποτε έχουν να κάνουν με το πόσο σκληρά θα δουλέψεις, τι συνέπεια θα έχεις σε αυτό και τι συνέχεια. Υποστηρίζω πολύ τη δουλειά, το να δουλεύει κάποιος πάνω σε αυτό. Θεωρώ ότι οι εποχές έχουν λίγο αλλάξει με τις οθόνες, υπάρχουν διαφορετικές προτεραιότητες για τα παιδιά σήμερα στο πως θα αφιερώσουν τον χρόνο τους. Όπου αφιερώνεις τον χρόνο σου, ξεκάθαρα και σε αυτό γίνεσαι καλύτερος. Δεν μπορείς επειδή θέλεις κάτι ή έχεις ταλέντο σε κάτι να θεωρείς ότι αυτό θα συνεχιστεί για εσένα. Δεν μπορείς να επαναπαυθείς, θέλει ξανά προπόνηση και ξανά προπόνηση. Αυτός είναι ο δρόμος». 

Στην Ελλάδα του σήμερα, που το πρωτάθλημα δεν είναι επαγγελματικό, πώς είναι η ζωή μιας αθλήτριας του μπάσκετ; Τι δυσκολίες αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα της; 

«Δυστυχώς είναι μετρημένες ίσως και στα δάχτυλα οι παίκτριες που δεν χρειάζεται να κάνουν δεύτερη δουλειά για να ζήσουν από το μπάσκετ. Αυτό είναι κακό και είναι ένα πρόβλημα που θέτει τις νεαρότερες κυρίως αθλήτριες αλλά και τις μεγαλύτερες μπροστά σε ένα δίλημμα: Να το δω πιο ερασιτεχνικά και να μπορέσω να ζήσω ή να πάρω το μεγάλο ρίσκο χωρίς να ξέρω αν θα βρεθεί κάποια ομάδα που θα εκτιμήσει την αξία μου και να την τιμολογήσει υψηλότερα.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό, γιατί εμείς αμοιβόμαστε μόνο σε χρήματα, δηλαδή δεν έχουμε κάποια άλλη παροχή σε ένσημα. Δεν υπάρχουμε πουθενά. Σε κάποιες χώρες μεταφέρεις τα ένσημα. Στην Ελλάδα δεν ισχύει αυτό και είναι μεγάλο πρόβλημα, γιατί ειδικά άμα ο μισθός είναι ίσα- ίσα να βγάλεις τον μήνα, μετά κάθεσαι και σκέφτεσαι τι αξίζει. Όλοι έχουμε όνειρα, οι περισσότεροι αγαπάμε το άθλημα. Όταν φτάνουμε όμως στο πρακτικό κομμάτι, πρέπει να ζυγίσεις κάποια πράγματα. Αυτά θέλουμε να αλλάξουν, θέλουμε να καλυφθούν τα υγιειονομικά, τα ένσημα, να είμαστε καλυμμένες.

Ένα θέμα μάλιστα που έχει τεθεί τελευταία από όσο έχω παρακολουθήσει είναι το θέμα της εγκυμοσύνης. Αν μια αθλήτρια θέλει να κάνει παιδί, τελείωσε. Πρέπει να το κρύψει ή άκουσα τώρα μια παλαιότερη αθλήτρια που έπαιζε  έγκυος, γιατί δεν μπορούσε να το παραδεχτεί στην ομάδα, γιατί υπήρχε ξεκάθαρα όπως και ακόμα υπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις παράγραφοι που λένε ότι αν είναι μια αθλήτρια έγκυος τερματίζεται το συμβόλαιο της. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Συχνή απόφαση είναι οτι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό ή επιλέγει μια αθλήτρια να το πάει πιο ερασιτεχνικά, κάτι που δεν βοηθάει το άθλημα και το επίπεδο. 

Τι θεωρείς ότι πρέπει να γίνει για να αλλάξει αυτό;

«Έχουν γίνει προσπάθειες, στην περίοδο του Covid, ιδιαίτερα. Δυστυχώς βρήκαμε κλειστές πόρτες, όσες ασχολήθηκαν πιο ενεργά. Εγώ απλά συμμετείχα, δεν είχα ενεργό ρόλο. Νομίζω ότι οι καιροί αλλάζουν και βρισκόμαστε  σε μια καλή συγκυρία για να προσπαθήσουμε ξανά να πιέσουμε. Σίγουρα, δεν μπορεί να πάει μια Παυλοπούλου μόνη της, μια ομάδα μόνη της. Πρέπει να υπάρχει ένα σύνολο αθλητριών, που να πάμε οργανωμένα. Όχι φυσικά να έρθουμε σε σύγκρουση, να πάμε κόντρα στο κατεστημένο και σε αυτά που προϋπήρχαν, αλλά να βάλουμε κάτω κάποια πράγματα και να δούμε ότι ίσως να είναι καλύτερο γενικότερα και για το άθλημα, όχι μόνο για εμάς να υπάρξουν αλλαγές.

Προσωπικά, θεωρώ πως  αν ήξεραν  κάποιες αθλήτριες νεαρότερες 15-16 χρονών, ότι αν συνεχίσουν επαγγελματικά θα παίρνουν ένσημα, θα δουλεύουν για τα ένσημα τους αργότερα και δεν θα φτάσουν 30-35-40 χρονών να ξεκινήσουν από το μηδέν, θα ήταν μεγάλο κίνητρο για τις Ελληνίδες να ασχοληθούν με τον αθλητισμό. Και ξέρω βέβαια πως δεν είναι μόνο το μπάσκετ, είναι γενικότερα ο αθλητισμός στις γυναίκες στην Ελλάδα που θεωρείται ερασιτεχνικός. Ίσως θα ήταν πολύ καλή η συσπείρωση και με άλλα αθλήματα». 

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα σου και πως την αντιμετώπισες;

«Δεν μπορώ να σκεφτώ μια, έτσι στα γρήγορα τουλάχιστον. Υπάρχουν γενικά δυσκολίες. Οι δυσκολίες για εμένα τουλάχιστον δεν φαινόντουσαν, ήταν πίσω από κλειστές πόρτες. Αυτό που αντιμετώπιζα εγώ μέσα μου, στο δικό μου κεφάλι, το πως έβλεπα εγώ τα πράγματα. Το ανέφερα και πριν, το ότι έφευγα για την Σόπρον, που θα έφευγα πέρυσι, ήξερα ότι αυτό το κομμάτι θα με δυσκολέψει πολύ. Το να είσαι μόνη σου  σε μια όχι τόσο ευνοϊκή κατάσταση και να πρέπει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα και αυτό το αφήγημα που έχεις  στο κεφάλι σου δεν σε βοηθάει κάποιες φορές. Αυτό ήταν για μένα». 

Πως το αντιμετώπιζες; 

«Με δουλειά. Έτσι αποκτάς, για εμένα τουλάχιστον, αυτοπεποίθηση. Φυσικά με τη βοήθεια αθλητικού ψυχολόγου. Όλοι έχουμε τους φίλους μας, τα δικά μας άτομα αλλά είναι διαφορετικό θεωρώ να έχεις έναν εξειδικευμένο άνθρωπο που να σε κατευθύνει με τον σωστό τρόπο. Για εμένα ήταν πολύ σημαντικό το κομμάτι της δουλειάς για να ξεφεύγω από αυτές τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τις αμφιβολίες, τις φοβίες. Τις ξεπερνάς με δουλειά, τις αντιμετωπίζεις με δουλειά». 

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας βρέθηκες σε εκδηλώσεις με παιδιά. Αν ένα από αυτά ερχόταν και σου έλεγε πως θέλει να γίνει σαν εσένα, τι θα του έλεγες, τι θα το συμβούλευες; 

«Θα του έλεγα να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο που ακολούθησα, που έχει να κάνει με την πειθαρχία. Υπήρχε μεγάλη αγάπη για το άθλημα από εμένα που το θεωρούσα φυσιολογικό. Δεν είναι έτσι όμως. Κοιτάζοντας γύρω μου τώρα ειδικά που είμαι μεγαλύτερη, βλέποντας συμπαίκτριες σε κάποιες ομάδες, βλέποντας μικρότερα παιδιά καταλαβαίνεις ποιος το θέλει πραγματικά.

Εγώ ήμουν ένα από αυτά τα παιδιά. Και η πειθαρχία με βοήθησε πάρα πολύ, ώστε να φτιάξω το πρόγραμμα μου , να μην αφήσω σε καμία περίπτωση πίσω το σχολείο γιατί ήταν πιο σημαντικό κομμάτι για εμένα από τον αθλητισμό. Ήμουν πάντα πολύ καλή μαθήτρια και κυνηγούσα την αριστεία. Το πρόγραμμα με βοήθησε πολύ να τα βγάλω πέρα και από την μια πλευρά και από την άλλη. Δεν αρκεί σίγουρα η προπόνηση της ομάδας μόνο. Δεν είναι προαιρετικό να κάνει κάποιος έξτρα προπόνηση, είναι υποχρεωτικό. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες. Εκεί θα δεις διαφορά. Αγάπη, πειθαρχία, προπόνηση. Με αυτή τη σειρά».