Στις 10 Απριλίου του 1973 γεννήθηκε στην Γκάρσα της πολιτείας του Σάο Πάολο, γνωστή για τις αμέτρητες φυτείες καφέ, ο κορυφαίος επιθετικογενής αριστερός μπακ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Ρομπέρτο Κάρλος Ντα Σίλβα Ρότσα που εκτέλεσε φάουλ με ταχύτητα 170 χλμ την ώρα.
Τα πρώτα χρόνια…
Μέλος φτωχικής οικογένειας ο μικρός Ρομπέρτο Κάρλος, ξόδευε τον περισσότερο χρόνο με το να βοηθά σε γεωργικές εργασίες τους γονείς του, τον κύριο Οσκάρ και την κυρία Βέρα Λούσια. Στις λιγοστές στιγμές που είχε ελεύθερο χρόνο, έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Ο πατέρας του Ρομπέρτο Κάρλος είχε αγωνιστεί σε ερασιτεχνικό επίπεδο και θεωρούταν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της περιοχής του. Ο θαυμασμός του μικρού για τον πατέρα του, βλέποντας στο σπίτι τα μετάλλια και τα τρόπαια που είχε κατακτήσει, τον ενθάρρυναν να ασχοληθεί με το άθλημα. Ο ίδιος ο Όσκαρ Λούσια, διαβλέποντας τις ικανότητες του γιου του, τον είχε μυήσει στα κόλπα με την μπάλα.
Το 1981, σε ηλικία 8 ετών, μετακόμισε σε μία μεγαλύτερη πόλη, την Κορντεϊρόπολις, καθώς οι γονείς του αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Εκεί, άφησε τις φυτείες καφέ αλλά συνέχισε να εργάζεται σκληρά. Σε ηλικία 12 ετών, τον συναντάμε σε μία βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας με το όνομα Torsão Cardeiro. Οι ώρες που απασχολείται εκεί πάρα πολλές, ο ελεύθερος χρόνος για να ασχολείται με το ποδόσφαιρο, μηδαμινός.
Σε αυτό το σημείο, ήρθε η εξομολόγηση στον πατέρα του, ο μικρός Ρομπέρτο του άνοιξε την καρδιά του και του έκανε σαφές πως το όνειρό του είναι να παίξει ποδόσφαιρο αλλά δεν έχει πλέον καθόλου ελεύθερο χρόνο. Τότε εισέπραξε τα πιο όμορφα λόγια που είχε ακούσει ποτέ στην ζωή του:
«Άφησε τη δουλειά και ακολούθησε το όνειρό σου».
Με αυτόν τον τρόπο, ο «άνθρωπος σφαίρα» (El hombre bala) ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι προς την ποδοσφαιρική καταξίωση.
Τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα…
Ξεκίνησε από την Club Atletico Juventus, από την οποία είχε ξεκινήσει και ο πατέρας του, ενώ έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα το 1991 με την Ουνιάου Σάου Ζοάου. Ξεκίνησε ως αριστερός εξτρέμ αλλά ο προπονητής του, Πασέκο διέγνωσε γρήγορα τον ταχυδυναμισμό του και την τεράστια αντοχή του και τον καθιέρωσε ως αριστερό μπακ, σε μια θέση που έμελλε να αφήσει εποχή.
Ο εκπληκτική του ταχύτητα (αργότερα σε μετρήσεις έτρεχε τα 100 μέτρα σε λιγότερο απο 10,6 δευτερόλεπτα) αλλά και φοβερές εκτελέσεις φάουλ του συνέθεταν ένα πακέτο που δεν είχε ξανά εμφανιστεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Επισφράγισε τις καλές του εμφανίσεις με την μεταγραφή του στην Παλμέιρας στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1995 πετυχαίνοντας 7 γκολ και κατέκτησε δυο πρωταθλήματα Βραζιλίας, αφήνοντας έντονα το στίγμα του. Η πολυπόθητη μεταγραφή στην Ευρώπη ήταν πιο κοντά από ποτέ.
Η Ιντερ και ο Χόντσον…
Παρά την επιμονή του Μπράιαν Ρόμπσον να τον φέρει στην Μίντλεσμπρο η Ίντερ τον έκανε δικό της έναντι 3.500.000 ευρώ. Η σεζόν 1995-1996 στην ομάδα του Μιλάνου ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού στο ντεμπούτο του απέναντι στην Βιντσέντζα σκόραρε με απευθείας εκτέλεση φάουλ και χάρισε την νίκη στην ομάδα του.
Η χρονιά,ωστόσο, δεν εξελίχθηκε καθόλου καλά μιας και δεν μπόρεσε ποτέ να τα βρει με τον προπονητή του Ρόι Χότσον, που επέμενε να τον χρησιμοποιεί ως εξτρέμ.
Ο ίδιος σε δηλώσεις τους στο FourFourTwo για τον Άγγλο τεχνικό:
«Το πρόβλημά μου στην Ίντερ ήταν ο Χότσον. Με χρησιμοποιούσε ως επιθετικό, ενώ είμαι αμυντικός. Προτιμώ να έχω χώρο μπροστά μου να τρέξω στην επίθεση, παρά να είμαι ήδη εκεί. Είναι καλύτερο να έχω 80 μέτρα για να παίξω παρά 20. Δεν μου άρεσε ούτε το σύστημά του, ούτε η θέση που με έβαζε. Πλησίαζε και το Copa America και ήθελα να παίζω αριστερό μπακ στην Ίντερ, εκεί που έπαιζα και στην εθνική».
Mίλησε στον πρόεδρο των «νερατζούρι», Μάσιμο Μοράτι για να βρεθεί μια λύση, όμως το «διαζύγιο» ήταν ο μόνος δρόμος με την Ρεάλ Μαδρίτης να τον αποκτά έναντι 3.600.000 ευρώ.
Ο καλύτερος αριστερός μπακ όλων των εποχών στην Ρεάλ Μαδρίτης…
Η πορεία του με την «βασίλισσα» θα μπορούσε κάλιστα να αποτελέσει ξεχωριστό άρθρο, αφού φόρεσε την φανέλα της με το νούμερο 3 για 11 ολόκληρες σεζόν και καθιερώθηκε ως το απόλυτο αριστερό μπακ. Με την απίθανη σωματοδομή του,με τους υπερμεγέθης μηρούς του «κατάπινε» χιλιόμετρα στο γήπεδο, ενώ έκλεβε την παράσταση κάθε φορά που έπαιρνε 6-8 μέτρα φόρα για να εκτελέσει με απίθανη ταχύτητα τα φάουλ.

Μόλις στο τρίτο ματς της πρώτης του σεζόν στην Ισπανία, στις 16 Σεπτεμβρίου 1996,«εκτέλεσε »τον τερματοφύλακα της Μπέτις με απευθείας εκτέλεση φάουλ που μετρήθηκε στα 140 χλμ/ώρα. Μέχρι το τέλος της χρονιάς σημείωσε άλλα τέσσερα τέρματα και βοήθησε καθοριστικά, μαζί με την τριάδα φωτιά των Ραούλ, Σούκερ, Μιγιάτοβιτς, στην κατάκτηση του 27ου πρωταθλήματος της Ρεάλ η οποία την προηγούμενη σεζόν είχε τερματίσει 6η, μένοντας εκτός Ευρώπης!

Στα 11 χρόνια παρουσίας του στην Μαδρίτη δεν έπεσε ποτέ κάτω από τις 32 εμφανίσεις την σεζόν με αυτές στην πρώτη 10ετία του να μην πέφτουν κάτω από το φράγμα των 42. Σε 527 συμμετοχές σημείωσε 69 γκολ ενώ μοίρασε 117 ασσίστ βοηθώντας τα μέγιστα στους «μερένγκες» να κατακτήσουν τρία Champions League (1998, 2000, 2002) και τέσσερα πρωταθλήματα Ισπανίας (1997, 2001, 2003, 2007).
Τα γκολ ποιήματα δεν σταμάτησαν εκεί,αφού στις 21 Φεβρουαρίου του 1998 πέτυχε εκείνο που χαρακτηρίστηκε «The Impossible goal» από τον Τύπο, απέναντι στην Τενερίφη στο Copa Del Ray.
Αργότερα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, μετρήθηκε ότι η γωνία από την οποία σούταρε ο Βραζιλιάνος ήταν μόλις 0,82 μοίρες από το τέρμα. Για άλλη μία φορά ο Κάρλος είχε πετύχει αυτό που φάνταζε αδύνατο!
Όπως όλοι οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές δεν μπόρεσε να νικήσει τον χρόνο και έτσι αποχώρησε από την αγαπημένη του ομάδα το καλοκαίρι του 2007, με αφορμή ένα λάθος που έκανε απέναντι στην Μπάγερν που σκόραρε, με δράστη τον Ρόι Μακάι και προκρίθηκε στα προημιτελικά του Champions League.
Μετά το πέρασμά του από την Φενέρμπαχτσε, επιχείρησε να επιστρέψει στην μεγάλη του αγάπη όμως το γυαλί είχε πλέον ραγίσει.
Ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα αγωνιζόμενος κατά σειρά στις Φενέρμπαχτσε, Κορίνθιανς, Ανζί και Ντέλι Ντάιναμος.
Η «σελεσάο» και το φάουλ βολίδα που άλλαξε το ποδόσφαιρο…
Ο Ρομπέρτο Κάρλος άφησε εποχή και με την φανέλα της Εθνικής του ομάδας, αφού θεωρείται μέχρι και σήμερα ίσως ο σπουδαιότερος αριστερός μπακ στην ιστορία της Βραζιλίας. Με την «σελεσάο» κατέγραψε 127 εμφανίσεις σημείωσε 11 γκολ και μοίρασε 22 ασσίστ.
Όμως, η πιο αξέχαστη στιγμή του με την Εθνική ομάδα ήρθε 3 Ιουνίου 1997. Το παιχνίδι ήταν φιλικό και ήταν ανάμεσα στη Γαλλία και στη Βραζιλία. Η Βραζιλία έχει την ευκαιρία να ανοίξει το σκορ με ένα φάουλ στα 35 μέτρα.
Ο Βραζιλιάνος πήρε την καθιερωμένη του φόρα και χτύπησε την μπάλα με το εξωτερικό και τις έδωσε απίθανα φάλτσα, η μπάλα φεύγει από τα πόδια του και μοιάζει να κατευθύνεται άουτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ball boy που καθόταν 3-4 μέτρα δίπλα από την εστία του Μπαρτέζ, κάνει κίνηση για να την αποφύγει. Η πορεία της όμως θα αλλάξει και θα καταλήξει με δύναμη στα δίχτυα του Γάλλου τερματοφύλακα. Για πολλούς, το κορυφαίο γκολ με φάουλ όλων των εποχών!
Ο ίδιος μιλώντας για αυτήν την εκτέλεση;
«Πώς το έκανα; Δεν ξέρω. Υπάρχουν φάουλ, όπως αυτά του Ντέιβιντ Μπέκαμ όπου η κίνηση της μπάλας ξεγελά τον τερματοφύλακα. Το δικό μου όμως ήταν διαφορετικό γιατί η μπάλα πήγε από έξω προς τα μέσα και όχι το αντίστροφο. Η μπάλα ήταν πολύ ελαφριά, την χτύπησα σκληρά- πολύ καλά- με το εξωτερικό του ποδιού μου. Αλλά… δεν ξέρω. Ήταν και για μένα έκπληξη να τη δω στα δίχτυα. Νόμιζα ότι θα πήγαινε έξω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι μπήκε. Ήταν ένα αδύνατο γκολ, δεν θα το δείτε ξανά. Να το θυμάστε γιατί δεν θα συμβεί ποτέ στο μέλλον».
Το φάουλ «μπανάνα» που ονομάστηκε έτσι από την τροχιά που διέγραψε η μπάλα του έδωσε το προσωνύμιο ο «άνθρωπος σφαίρα» που τον συντροφεύει μέχρι και σήμερα.
Ολοκληρώνοντας την μακρά ποδοσφαιρική του καριέρα ο Ρομπέρτο Κάρλος άφησε μια μεγάλη ποδοσφαιρική παρακαταθήκη. Το πως παίζεται η θέση του αριστερού μπακ σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της δικιάς του πορείας, αφού κατέδειξε πως ένας «αμυντικός» μπορεί να συνεισφέρει εξίσου και στο δημιουργικό αλλά και στο εκτελεστικό κομμάτι. Ένας μπακ μπροστά από την εποχή του, που «κατάπινε» το γήπεδο και με τις τρομερές εκτελέσεις φάουλ του αλλά και τις ικανότητές του ως «πλεϊμέικερ», ερχόμενος από πίσω, άφησε εποχή και άλλαξε το πως βλέπει την θέση αυτήν όλος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης.